Δεύτερη μέρα της κατάθεσης Κυριακίδου. Ο εισαγγελέας επιμένει να πάρει από την Κυριακίδου λεπτομέρειες και ο διάλογος γίνεται κωμικός. Εισαγγ.: Τι είχε στην τσάντα του ο Κανάς; Κυριακίδου: Τα εργαλεία και διάφορα έγγραφα της δουλειάς του. Εισαγγ.: Για το θέμα που μιλάμε δεν είχε τίποτα; Κυριακίδου: Τις προκηρύξεις του ΕΛΑ τις έφερνε, αλλά δε θυμάμαι αν ήταν πριν ή μετά την ενέργεια. Η Κυριακίδου μιλάει γενικά και αόριστα, για τα πληροφοριακά δελτία του ΕΛΑ, που έγραφαν για τις ενέργειες, αλλά χωρίς να δίνει οποιαδήποτε συγκεκριμένη πληροφορία, προς μεγάλη απογοήτευση του εισαγγελέα. Προσπαθεί να αποσπάσει επιβεβαιώσεις για όσα έχει πει στις προηγούμενες καταθέσεις της, αλλά η Κυριακίδου σταθερά «δεν θυμάται». Είναι φανερό ότι φυλάγεται, γιατί φοβάται πως μπορεί να βρεθεί κατηγορούμενη για ψευδομαρτυρία. Προφανώς, αυτοί που την «έστησαν» την έχουν πλέον εγκαταλείψει και αισθάνεται ανασφαλής. Ο κωμικός διάλογος συνεχίζεται. Εισαγγ.: Ταυτότητες είχε μέσα (στην τσάντα του ο Κανάς); Κυριακίδου: Είχε την ταυτότητά του. Εισαγγ.: Πινακίδες είχε; Κυριακίδου: Μια φορά που αλλάξαμε πινακίδα στο αμάξι είχε την πινακίδα στην τσάντα του. Εισαγγ.: Κλειδιά είχε; Κυριακίδου: Είχε τα κλειδιά του σπιτιού μας, του μαγαζιού, της μητέρας του. Εισαγγ.: Αριθμούς αυτοκινήτων είχε; Κυριακίδου: Είχε το δικό μας, των αδερφών του. Εισαγγ.: Αλλους αριθμούς δεν είχε; Κυριακίδου: Επαγγελματίας ηλεκτρολόγος ήταν, μπορεί να είχε αριθμούς πελατών του, πού να ξέρω εγώ γιατί τους έγραφε; Εισαγγ.: Κοινωνικές σχέσεις είχατε; Κυριακίδου: Ηταν λίγο ιδιόρυθμο άτομο, δεν ήταν κοινωνικός, είμασταν και καινούργιοι στη γειτονιά. Εισαγγ.: Μήπως υπήρχε κανένας ιδιαίτερος λόγος; Κυριακίδου: Ηταν λίγο ιδιόρυθμος, δεν έκανε κοινωνικές σχέσεις. Πρόεδρος: Φωτογραφίες βγάζατε; Κυριακίδου: Ούτε εμένα μου άρεσαν οι φωτογραφίες και δεν βγάζαμε. Πρόεδρος: Στη βάφτιση της κόρης σας βγάλατε φωτογραφίες; Κυριακίδου: Αυτές καήκανε όλες, γι’ αυτό δεν έχουμε καμία! Εισαγγ.: Για τη 17Ν συζητούσατε; Κυριακίδου: Συζητούσαμε για όλες τις επαναστατικές οργανώσεις. Εισαγγ.: Το ψευδώνυμο Νικήτας γιατί σας το έλεγε; Κυριακίδου: Για να μη λέμε «η 17Ν», που όλοι ήξεραν ποια ήταν αυτή η οργάνωση, βρήκε ένα αντρικό όνομα και έλεγε «ο Νικήτας». Πρόεδρος: Ξέρατε αν υπήρχε τέτοιο ψευδώνυμο στη 17Ν; Κυριακίδου: Δεν ξέρω, ένα όνομα βρήκε.
Αμέσως μετά, με ένα μακρύ μονόλογο, η Κυριακίδου έκανε την… αυτοκριτική της. Φέρθηκε επιπόλαια, είπε, γιατί δεν σκέφτηκε καλά πριν πάει στον Διώτη να καταθέσει. Ομως, την είχαν στριμώξει, την παρακολουθούσαν, δεν είχε κανένα άτομο να μιλήσει, διάβαζε ότι επίκεινται 15 συλλήψεις, φοβήθηκε και πήγε και κατέθεσε. Γιατί μετάνιωσε; Γιατί της είχε δοθεί πλήρης διαβεβαίωση ότι η κατάθεσή της δεν πρόκειται να δημοσιευτεί πριν τη δίκη κι αυτή τη διάβασε στις εφημερίδες αμέσως μετά τις συλλήψεις! «Οποιος τολμήσει να πάει σ’ αυτό το κράτος και να πει το παραμικρό θα είναι βλάκας, ηλίθιος και όλα τα κοσμητικά επίθετα. Αυτό το κράτος δεν προστατεύει»! Η ίδια δεν πήρε φράγκο, προσέθεσε. Αν πήραν, πήραν τα μεγάλα ψάρια. Ομως, ο κόσμος δεν το πιστεύει και πολλοί ακόμα και για πλάκα της ζητούν δανεικά. Ηταν ένα δομημένο λογύδριο, ενταγμένο στη νέα τακτική, που θέλει μια Κυριακίδου «αξιόπιστη», που «μαζεύει τα ασυμμάζευτα» των προηγούμενων καταθέσεών της. Ακόμα και για τον Βεντούρη η Κυριακίδου αναρωτήθηκε για ποιο λόγο να κλητευθεί ως μάρτυρας, αφού δεν ήξερε τίποτα εκτός απ’ αυτά που του είχε πει η ίδια.
Η εξέταση της Κυριακίδου συνεχίστηκε στο ίδιο μοτίβο, με τον εισαγγελέα, συνεπικουρούμενο από την πρόεδρο, να προσπαθεί σώνει και καλά να βγάλει «λαβράκι» με βάση τις προηγούμενες καταθέσεις της Κυριακίδου, τις οποίες όμως η ίδια δεν επιβεβαίωνε. Κάποια στιγμή η πρόεδρος προσπάθησε να σώσει τα προσχήματα, λέγοντας στην Κυριακίδου, αν δεν επιβεβαιώνει αυτά που έχει πει παλιότερα, να πει ότι έλεγε ψέματα! Τελευταίο καταφύγιο του εισαγγελέα η περιβόητη συνέντευξη της Κυριακίδου στην Παναγιωταρέα, στην οποία ενέπλεξε και τον Αγαπίου, αλλά σε καμιά από τις δυο προηγούμενες δίκες δεν επιβεβαίωσε, δηλώνοντας ότι η Παναγιωταρέα την παγίδευσε. Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό και έχει καταγραφεί στα πρακτικά, ότι η Κυριακίδου βούλωσε με τα χέρια της τ’ αυτιά της και δεν ήθελε ν’ ακούσει αυτά που η ίδια είχε πει στη συνέντευξή της. Ο συνήγορος του Αγαπίου, Ν. Δαμασκόπουλος, διαμαρτυρήθηκε έντονα, ενώ ο Κανάς εξερράγη και ακούστηκε να λέει: «Να μας πει για την Πάτμου. Γιάφκα ήτανε; Γαμιστρώνας ήτανε». Η πρόεδρος ζήτησε να γραφεί η φράση στα πρακτικά, κάνοντας λόγο για το «ήθος» του Κανά, ενώ αργότερα ο Κανάς ζήτησε συγνώμη για τη φράση.
Οταν τελείωσε η ένταση, η Κυριακίδου απάντησε λογικότατα και ήρεμα: Το όνομα Αγαπίου η Παναγιωτερέα το ανέφερε, όχι εγώ. Ηταν μία από τις παγίδες της. Σε καμία περίπτωση δεν είπα εγώ στην Παναγιωταρέα «ξέρετε, ο κύριος Γιάννης είναι ο κύριος Αγαπίου».
Επόμενο κεφάλαιο στις εισαγγελικές ερωτήσεις η υποτιθέμενη γιάφκα της οδού Πολέμωνος στο Παγκράτι. Η Κυριακίδου επανέλαβε τα ίδια. Οτι μαζί με τον Κανά έψαξαν για σπίτι της οργάνωσης στο Παγκράτι, ότι το νοίκιασε αυτή με πλαστή ταυτότητα, ότι το επίπλωσε η ίδια με τη Μυρτώ, ότι είχε περούκες και γάντια, ότι κλειδιά είχαν αυτή, ο Κανάς και η Μυρτώ, ότι η ίδια πήγαινε για ν’ ανοίγει τη βρύση και το ηλεκτρικό, ώστε να υπάρχει κάποια κατανάλωση. Οταν ήρθε η ώρα της περιβόητης συνάντησης Στέλλας (Κυριακίδου) – Κανά – Μυρτούς – Γιάννη, μολονότι η Κυριακίδου είπε ότι δεν αναγνωρίζει κανέναν από τους κατηγορούμενους (ειδικά τον Αγαπίου) και μολονότι η πρόεδρος παρατήρησε ότι το θέμα έχει εξαντληθεί από τις δικές της ερωτήσεις χθες, ο εισαγγελέας προσπάθησε να βγάλει κάτι, με ερωτήσεις που ουσιαστικά υπέβαλαν στην Κυριακίδου τι να πει, βγαλμένες από τις παλιότερες καταθέσεις της. Η προσπάθειά του αυτή προκάλεσε την έντονη αντίδραση του Ν. Δαμασκόπουλου και του Δ. Τσοβόλα, που ζήτησαν να γίνονται ευθείες ερωτήσεις, διότι η Κυριακίδου άλλα λέει το πρωί και άλλα το μεσημέρι. Οχι να γίνονται ερωτήσεις που εμπεριέχουν την απάντηση. Η πρόεδρος έκανε αμέσως διάλειμμα, μάλλον αντιλαμβανόμενη ότι ο εισαγγελέας έχει υπερβεί τα όρια και θέλοντας ν’ αποφύγει τα χειρότερα.
Ο εισαγγελέας συνέχισε με την «αναγνώριση» που έχει κάνει στον Διώτη η Κυριακίδου για τον Γιάννη. Η ίδια από την πρώτη δίκη έχει καταθέσει ότι είπε στον Διώτη «με κάθε επιφύλαξη», διότι τον Γιάννη τον είδε μια φορά και δε μπορεί να πει ότι είναι ο Αγαπίου, διότι συγκράτησε τα χαρακτηριστικά: μελαχροινός, με μούσι, μετρίου αναστήματος, όμως με μούσι ήταν τότε η πλειοψηφία των ανθρώπων στην επαναστατική αριστερά. Τα ίδια επανέλαβε και τώρα. Στην κατάθεσή της, βέβαια, έχει γραφεί «χωρίς αμφιβολία» και σ’ αυτό την πίεζε ο εισαγγελέας, λέγοντάς της ότι την έχει υπογράψει την κατάθεση. Δεν αναρωτήθηκε, βέβαια, μήπως ο περιβόητος συνάδελφός του έκανε αυτό που και σε άλλες περιπτώσεις έχει κάνει, πιέζοντας κάποιους μάρτυρες που ήταν βολικοί να προχωρήσουν σε αναγνωρίσεις και φτιάχνοντας τις καταθέσεις τους όπως βόλευε την «αντιτρομοκρατία». Ο εισαγγελέας επέμενε, οι συνήγοροι διαμαρτυρήθηκαν και η πρόεδρος της ζήτησε να γυρίσει, να κοιτάξει τον Αγαπίου και να πει αν αυτός είναι ο Γιάννης. «Με κάθε επιφύλαξη» επανέλαβε σαν κολλημένο γραμμόφωνο η Κυριακίδου.
Ο εισαγγελέας πέρασε στη «Μυρτώ». Η Κυριακίδου επανέλαβε ότι «η Μυρτώ ήταν μια κοπέλα ψηλή, αδύνατη, με ωραία χαρακτηριστικά. Η φωτογραφία που μου δείξατε δεν μου θυμίζει τόσο τα χαρακτηριστικά της». Της έδειξαν άλλη φωτογραφία και απάντησε ότι «της θυμίζει τα χαρακτηριστικά της Μυρτώ». «Σας θυμίζει τη Μυρτώ», είπε η πρόεδρος. «Τα χαρακτηριστικά της Μυρτώ», απάντησε η Κυριακίδου. Ο εισαγγελέας το βιολί του: «Βλέποντας σήμερα τη Μυρτώ…» (δηλαδή, ταύτισε την Αθανασάκη με τη Μυρτώ). «Δεν μου θυμίζει την Μυρτώ», απάντησε αυθόρμητα η Κυριακίδου. «Βλέπετε, δηλαδή αλλαγές…», συνέχισε ο εισαγγελέας! «Οχι αλλαγές, είπε δεν την αναγνωρίζει», παρενέβη καίρια ο Δ. Τσοβόλας. «Σας είπα και χτες, κάποια χαρακτηριστικά κάτι θυμίζουν, όχι ότι είναι αυτή», απάντησε η Κυριακίδου.
Η Κυριακίδου επέμεινε, επίσης, ότι δεν θυμάται την Τόγκα, αλλά μόνο μια ηλικιωμένη κυρία που στο διαμέρισμά της είχε κάτι ωραία κεντήματα και στην οποία πλήρωνε τα κοινόχρηστα. Κάπου τα χάλασαν στο «στήσιμο» οι εγκέφαλοι και έτσι Κυριακίδου και Τόγκα αλληλοεξουδετερώνονται. Απτόητος ο εισαγγελέας επανήλθε στην προηγούμενη τακτική. Ρωτούσε την Κυριακίδου αν έκρυβε την εγκυμοσύνη της, όπως έχει πει σε προηγούμενη δίκη. Η Κυριακίδου δεν θυμόταν. Ο εισαγγελέας τη ρωτούσε αν κρατούσε τίποτα. Πάλι δεν θυμόταν η Κυριακίδου. Μήπως κρατούσατε κάποια ζακέτα; επέμενε ο εισαγγελέας, προκαλώντας και πάλι την έκρηξη του Ν. Δαμασκόπουλου, για την τόσο προφανή προσπάθεια εκμαίευσης αρεστών απαντήσεων από μάρτυρα που δήλωνε ότι δε θυμάται.
Σε σχέση με το διαμέρισμα της Πάτμου, η Κυριακίδου κατέθεσε ότι πήγε μια φορά κρυφά, για να ψάξει να βρει το πιστόλι του πατέρα της που υποτίθεται ότι είχε δώσει στον Κανά. Ομως, όπως είπε, δεν έψαξε τη ντουλάπα! Πήγε κι άλλη μια φορά, μετά το 1990, και βρήκε τη διαχειρίστρια, γιατί ήθελε να δει αν η οργάνωση είχε ξενοικιάσει το σπίτι! Κουβαλούσε, μάλιστα, και μια φωτογραφία του Κανά για να δείξει στη διαχειρίστρια ποιον έψαχνε! Σε κάθε λογικό άνθρωπο, βέβαια, αυτή η συμπεριφορά άλλα πράγματα θυμίζει. Θυμίζει μια ζηλιάρα σύζυγο που ψάχνει τη γκαρσονιέρα που ο σύζυγός της πηγαίνει με τη γκόμενα, για να το πούμε σε απλή λαϊκή γλώσσα. Οσο περίεργος και να είναι κάποιος, δεν θα πάει να δει αν μια οργάνωση έχει ξενοικιάσει μια γιάφκα. Δεν τον ενδιαφέρει αυτό το πράγμα, δεν έχει καμιά σημασία. Και πώς ήξερε ότι ο Κανάς είχε νοικιάσει αυτό το διαμέρισμα; Της είχε δώσει κάποια στιγμή να πληρώσει την ΕΥΔΑΠ. Ομως, αυτή ήξερε και ποιο ακριβώς ήταν το διαμέρισμα (δεν το γράφει ο λογαριασμός, όπως όλοι γνωρίζουμε), είχε βγάλει και αντικλείδι της εξώπορτας. Είχε δει, πάντως, και τη νυν σύζυγο του Κανά να βγαίνει από εκεί. Μέσα στο μένος της, όμως, «έκαψε» την κατηγορία, δηλώνοντας ότι τα σπίτια της οργάνωσης δεν ήταν για ερωτικές συνευρέσεις. «Πώς το ξέρεις εσύ αυτό;», παρενέβη ενοχλημένη η πρόεδρος, η οποία ενδεχομένως θεωρεί ότι μια γιάφκα μπορεί να είναι ταυτόχρονα και γκαρσονιέρα για «ζωηρούς» συζύγους. Η Κυριακίδου, μάλλον χωρίς να αντιλαμβάνεται τη ζημιά που έκανε στην κατηγορία, έδωσε την πρέπουσα απάντηση: «Χάθηκαν τα ξενοδοχεία να πάει εκεί ένας μέλος της οργάνωσης με μια γυναίκα;»!
Η δίκη θα συνεχιστεί την Πέμπτη στις 11, λόγω στάσης εργασίας των δικαστικών υπαλλήλων 9 με 11.