«Ορίστε, κύριε Τσιγαρίδα, να τοποθετηθείτε». Μ’ αυτά τα λόγια η πρόεδρος έδωσε το λόγο στον Χρ. Τσιγαρίδα. Το ρήμα πιστεύουμε πως επιλέχτηκε προσεκτικά. Εχοντας προφανώς διαβάσει από τα πρακτικά τις τοποθετήσεις του Τσιγαρίδα στις δυο προηγούμενες δίκες, ήξερε πως αυτός έχει δηλώσει πως δεν απολογείται. Το κάλεσμα να τοποθετηθεί ξεφεύγει από τα όρια της απλής φιλοφρόνησης. Στα δικά μας αυτιά ακούστηκε σαν μια αναγνώριση της προσωπικότητας του πολιτικού αντίπαλου.
Ο Χρ. Τσιγαρίδας, παρά την παραίνεση της προέδρου να μιλήσει καθιστός, αρνήθηκε. Οπως έκανε και στις προηγούμενες δίκες, θέλησε να αντιμετωπίσει όρθιος την κατηγορία. Μίλησε για περίπου τρεις ώρες, ζητώντας μόνο δυο μικρά διαλείμματα, όταν ήταν φανερό ότι οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν. Τη δεύτερη φορά, μάλιστα, η αστάθεια έγινε φανερή και από την έδρα και η πρόεδρος τον ρώτησε αν θέλει διακοπή.
Εχοντας παρακολουθήσει τις ομιλίες του Χρ. Τσιγαρίδα στις δυο προηγούμενες δίκες, πρέπει να πούμε ότι αυτή τη φορά ήταν εμφανώς πιο καταβεβλημένος σωματικά. Κάποιες φορές ο τόνος της φωνής του έπεφτε, τα λόγια έβγαιναν με δυσκολία. Παρέμεινε, όμως, σταθερός και καταβάλλοντας προσπάθεια ανακτούσε τις δυνάμεις του. Η φωνή του ράγισε μόνο στο τέλος. Οταν αναφέρθηκε στο απόσταγμα της πενηντάχρονης πολιτικής του πορείας και δήλωσε πάντα κομμουνιστής, πάντα αμετανόητος και πάντα αισιόδοξος. Τα τελευταία λόγια του πνίγηκαν από το θερμό και παρατεταμένο χειροκρότημα των ανθρώπων, νέων στην πλειοψηφία τους, που είχαν κατακλύσει το ακροατήριο. Με λύπη μας πρέπει να πούμε ότι ήταν λιγότεροι από τις προηγούμενες φορές, ήταν όμως αρκετοί για να τιμήσουν έναν αγωνιστή που στέκεται θαρραλέα μπροστά στο αστικό δικαστήριο. Η πρόεδρος χτύπησε μερικές φορές το κουδούνι, όπως της επιβάλλει ο ρόλος της, δεν έδειξε όμως καμιά διάθεση ν’ ανοίξει βεντέτα με το ακροατήριο. Ηξερε (από τις προηγούμενες δίκες στην ίδια αίθουσα) ότι θα υπάρξουν χειροκροτήματα και το χειρίστηκε με τον καλύτερο τρόπο.
Δεν περιλάμβανε εκπλήξεις η ομιλία Τσιγαρίδα. Οπως δήλωσε και ο ίδιος στην αρχή, όλα έχουν ειπωθεί. Ομως, το τελευταίο μέρος της ομιλίας του ήταν εντελώς καινούργιο. Ηταν μια ολοκληρωμένη τοποθέτηση πάνω στη ναζιστική αρχή της συλλογικής ευθύνης, η οποία αποτελεί το μόνο έρεισμα για μια ενδεχόμενη καταδικαστική απόφαση. Μίλησε με σκληρά λόγια για τους εισαγγελείς, οι οποίοι παρακολούθησαν ανέκφραστοι την ομιλία του. Το δίλημμα που έθεσε στους δικαστές ήταν απλούστατο: ή με αθωώνετε, διότι δεν έχετε κανένα αποδεικτικό στοιχείο για συμμετοχή μου στις ενέργειες του ΕΛΑ (το αδίκημα της «συμμετοχής» έχει παραγραφεί), όπως έκανε το δεύτερο δικαστήριο, ή με καταδικάζετε εφαρμόζοντας τη ναζιστική αρχή της συλλογικής ευθύνης. Στην πρώτη περίπτωση θα ενεργήσετε σαν έντιμοι και με προσωπική αξιοπρέπεια δικαστές, στη δεύτερη θα ενεργήσετε ως εντολοδόχοι της «αντιτρομοκρατίας».
Στη συνέχεια, υπέβαλε ερωτήσεις η πρόεδρος. Ερωτήσεις αναμενόμενες, οι οποίες είχαν διαφανεί πολλές φορές κατά τη διάρκεια της μέχρι τώρα διαδικασίας της δίκης. Ο Χρ. Τσιγαρίδας απάντησε σταθερά και με πλήρη επιχειρηματολογία, κάνοντας ακόμα πιο φανερο το έωλο της κατηγορίας. Αξίζει να σημειωθεί πως το μεγαλύτερο μέρος των ερωταπαντήσεων προέδρου-Τσιγαρίδα αφορούσε την κατάθεση της Κυριακίδου. Ο Χρ. Τσιγαρίδας είχε την ευκαιρία να μιλήσει αναλυτικά για πολλές πτυχές των καταθέσεων της ψευδομάρτυρα –όπως την χαρακτήρισε– Κυριακίδου, λειτουργώντας ως οιονεί υπερασπιστής των συγκατηγορουμένων του. Απέδειξε πως και τη διαδικασία έχει παρακολουθήσει προσεχτικά και πως διαθέτει και μνήμη και κρίση, ώστε να μπορεί να συνθέτει ολοκληρωμένους –και προπαντός πειστικούς– συλλογισμούς μέσα από τα διάσπαρτα δεδομένα. Λόγω κόπωσης του Χρ. Τσιγαρίδα η διαδικασία διακόπηκε. Εισαγγελείς και δικαστές θα υποβάλλουν ερωτήσεις αύριο.
Η ομιλία Τσιγαρίδα δημοσιεύεται ολόκληρη σε ειδικό ένθετο της εφημερίδας μας. Εδώ παραθέτουμε μόνο αυτό που μας έμεινε ως αίσθηση. Αισθανθήκαμε περηφάνια, γιατί στην εποχή που κυριαρχεί ο κτηνώδης ατομικισμός, ένας κομμουνιστής βάζει την προσωπική του ελευθερία ενέχειρο, για να υπερασπιστεί αρχές όπως κοινωνική στράτευση, ιδεολογική και πολιτική συνέπεια, χρέος, τιμή και αξιοπρέπεια. Μπορεί οι κωλοτούμπες να έχουν γίνει το εθνικό μας σπορ, όμως δεν είμαστε όλοι ίδιοι, δεν έχουμε όλοι το χρώμα του χαμαιλέοντα, είπε κάποια στιγμή ο Τσιγαρίδας, απευθυνόμενος στους εισαγγελείς. Αυτό είναι το σημαντικότερο μήνυμα που πέρασε με την ομιλία του. Ανήκοντας ο ίδιος στη γενιά που μεγάλωσε μετά την ήττα του ΔΣΕ, στις συνθήκες του μοναρχοφασισμού, έχοντας προδώσει την αστική τάξη στην οποία θα μπορούσε να ανήκει, απέδειξε ότι η συνέχεια σ’ αυτό τον τόπο δεν χάνεται.
Απολογία Χρήστου Τσιγαρίδα
Κυρία πρόεδρε, κυρίες και κύριοι δικαστές
Οπως είπα και στο προηγούμενο δικαστήριο, προβληματίστηκα πολύ για το τι θα σας πω σήμερα. Οχι μόνο γιατί όλα έχουν ειπωθεί, αλλά και γιατί τα πράγματα, στο βαθμό που σας αφορούν, είναι εξαιρετικά απλά. Πριν σας εξηγήσω γιατί είναι εξαιρετικά απλά, θα επαναλάβω και σε σας πως όσα θα πω, ανεξάρτητα από το πώς θα τα χαρακτηρίσετε εσείς, για μένα δεν συνιστούν απολογία.
Δεν είμαι εγκληματίας για να απολογηθώ για κάτι. Βρίσκομαι κατηγορούμενος για την πολιτική μου δράση, που είναι ταυτισμένη με την ίδια τη ζωή μου. Μια δράση που ήταν στην υπηρεσία του Ελληνικού λαού και αυτός είναι ο μόνος αρμόδιος για να την κρίνει. Επομένως, δεν έχω να απολογηθώ για τίποτα σε ένα δικαστήριο της άρχουσας τάξης. Μην κάνετε το λάθος να το πάρετε και εσείς προσωπικά. Είναι ιδεολογική και πολιτική προσέγγιση, που πηγάζει από την κοσμοθεωρία μου. Μαρξιστής ήμουν, είμαι και θα παραμείνω, επομένως δεν μπορώ να δεχτώ πως υπάρχουν θεσμοί ανεξάρτητοι και υπερταξικοί. Ολοι οι θεσμοί είναι ταξικοί.
Oσα θα πω στη συνέχεια, λοιπόν, δεν τα θεωρώ απολογία. Τα θεωρώ κατάθεση απόψεων, κατάθεση ψυχής, ενώπιον του ελληνικού λαού, του μόνου αρμόδιου να κρίνει την πολιτική μου δράση και την ιστορική διαδρομή του ΕΛΑ
Ομως, μια και είναι η τελευταία φορά που μιλάω απ’ αυτή τη θέση, είμαι υποχρεωμένος να αναφερθώ στην προσωπική πολιτική μου διαδρομή. Οσο πιο συνοπτικά γίνεται. Γιατί δεν είναι δυνατόν να κλείσεις 50 χρόνια μέσα σε μια ώρα. Δεν πρόκειται να πω καινούργια πράγματα. Ο,τι είχα να πω το είπα από την πρώτη δίκη. Θα τα ξαναπώ, όμως, γιατί πρέπει.
Κυρία πρόεδρε, κυρίες και κύριοι δικαστές.
Οι προσωπικές μου επιλογές είναι ταυτισμένες με την πορεία της ζωής μου. Επιτρέψτε μου, λοιπόν, ένα σύντομο βιογραφικό, μέσα από το οποίο θα φανεί το δίκαιο των επιλογών μου.
Γεννήθηκα τον Οκτώβρη του 1939 στη Ξυλαγανή Κομοτηνής. Τον πατέρα μου δεν τον γνώρισα. Ηταν ένας από τους τελευταίους, αν όχι ο τελευταίος νεκρός του αλβανικού μετώπου. Μοναχογιός ενός πλούσιου γαιοκτήμονα στο Μπιλέτσι Τρικάλων, σημερινό Παλαιομονάστηρο, με πολύχρονες σπουδές στη Γαλλία.
Η μητέρα μου έζησε μέχρι τα 20 χρόνια της στη Σοβιετική Ενωση, στο Λένινγκραντ. Σπούδαζε Ιατρική, όταν οι μπολσεβίκοι έπιασαν την γιαγιά μου να μαζεύει κρυφά συνάλλαγμα, κατάσχεσαν τις επιχειρήσεις της οικογένειάς της και τους έδιωξαν. Η μητέρα μου δεν πρόλαβε να τελειώσει την Ιατρική, πρόλαβε όμως να γίνει κομμουνίστρια, να γίνει το «μαύρο πρόβατο» της συντηρητικής οικογένειας.
Για να τα βγάλει πέρα με την Κατοχή, η μητέρα μου πηγαίνει να ζήσει στο χωριό του παππού μου. Το Μπιλέτσι είναι ανταρτοχώρι. Η μητέρα μου γίνεται σύνδεσμος των ανταρτών. Επειδή μιλά ξένες γλώσσες, πράγμα σπάνιο για εκείνη την εποχή, αντιλαμβάνεται ότι ο αυστριακός γιατρός, που οι ναζί έχουν εγκαταστήσει στο αρχοντικό του παππού μου, επιτάσσοντας ένα τμήμα του, είναι αντιφασίστας. Τον πείθει να βοηθήσει τον απελευθερωτικό αγώνα και έτσι αρχίζει μια σταθερή ροή φαρμάκων προς τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, ιδιαίτερα κινίνης.
To 1945 επιστρέφουμε στην Αθήνα, όμως κάθε Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι ξαναγυρίζω στο χωριό. Η περίοδος αυτή είναι για μένα περίοδος όχι μόνο φυσικής, μα και κοινωνικής και πολιτικής ενηλικίωσης. Στην Αθήνα ακούω τη γιαγια μου να βρίζει τη μητέρα μου «μπολσεβίκα» και «συμμορίτισσα». Στο χωριό βλέπω τις συνέπειες του μοναρχοφασισμού πάνω στους περήφανους ανθρώπους που αγωνίστηκαν για τη λευτεριά αυτού του τόπου. Oι «χαρακτηρισμένοι» ούτε σαν εποχιακοί εργάτες δεν μπορούν να δουλέψουν. Νέοι με πανεπιστημιακά διπλώματα κάθονται στο καφενείο ή δουλεύουν στα χωράφια, αν έχουν. Προϋπόθεση για την αλλαγή της ζωής τους είναι οι δηλώσεις νομιμοφροσύνης. Η ανεργία θερίζει και φέρνει πείνα, πραγματική πείνα, όχι μεταφορική. Ο χωροφύλακας ορίζει τις ζωές των ανθρώπων. Κι όμως, λίγοι λύγισαν.
Oλα αυτά τα γεγονότα τα έβλεπα και παρ’ όλες τις εξηγήσεις της μητέρας μου δεν μπορούσα, δεν ήθελα πιθανά, να τα συνδυάσω σε ένα κεντρικό πολιτικό μήνυμα. Μέχρι που 17 χρονών συνέβη ένα γεγονός που με συγκλόνισε, με ξύπνησε, με συνειδητοποίησε και σημάδεψε τη ζωή μου. Καθόμουν στην πλατεία του χωριού, όταν με πλησίασε μια γυναίκα με δυο παιδιά. Κρατούσε ένα τετράδιο. Μου είπε: «Πάρτο, είσαι μορφωμένος, είσαι πρωτευουσιάνος, αξιοποίησέ το στη μνήμη του άνδρα μου». Hταν η χήρα του δασκάλου του χωριού, που τον εκτέλεσαν, σε συνθήκες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, γιατί αρνήθηκε να πει «Ζήτω η Αμερική, κάτω ο Κομμουνισμός». Hταν ένα γράμμα που ξεχείλιζε από αγάπη για τα παιδιά του, τη γυναίκα του, την ανθρωπότητα. Τους εξηγούσε γιατί έπρεπε να πεθάνει για τις ιδέες του.
Αυτό το γράμμα σφράγισε την προσωπικότητα και τη ζωή μου. Αυτή η περήφανη στάση του δάσκαλου, που δεν ήταν ο μόνος, αλλά ένας ανάμεσα σε χιλιάδες κομμουνιστές που αντιμετώπισαν περήφανα το εκτελεστικό απόσπασμα, δίνει την κατ’ αρχήν απάντηση σε όσους αναρωτιούνται γιατί ανέλαβα την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής μου στον ΕΛΑ, εγώ, ένας άνθρωπος 65 χρονών, όταν ο ανώνυμος κομμουνιστής 30 χρονών πέθαινε για να στηρίξει τις ιδέες του.
Το ξέρω ότι οι κωλοτούμπες σήμερα αποτελούν το εθνικό μας σπορ. Δεν είμαστε όμως όλοι για κωλοτούμπες, κύριε εισαγγελέα. Δεν γεννηθήκαμε όλοι με τις ιδιότητες του χαμαιλέοντα. Αυτός ο τόπος γέννησε ανθρώπους, άντρες και γυναίκες, που είχαν ψηλά την έννοια της κοινωνικής στράτευσης, όπως και τις έννοιες της αξιοπρέπειας, της τιμής και του χρέους. Αυτά είναι που δεν μπορείτε να κατανοήσετε.
Τα δυο τελευταία χρόνια στο σχολείο διάβαζα ό,τι υπήρχε, στα ελληνικά ή στα αγγλικά, σχετικά με το μαρξισμό. Hμουν πεπεισμένος πλέον, πως για την αδικία, τη φτώχεια, την εξαθλίωση, τη βαρβαρότητα που έβλεπα γύρω μου, υπήρχε εξήγηση, υπήρχε αιτία, υπήρχε και διέξοδος.
Αιτία ήταν η ύπαρξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, σχέσεων εκμετάλλευσης και κλοπής της απλήρωτης δουλειάς των εργαζόμενων. Αυτές τις σχέσεις παραγωγής προστάτευε το πολιτικό σύστημα, το κράτος, όλοι οι θεσμοί. Και διέξοδος ήταν η ανατροπή του καπιταλισμού, η κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Φορέας αυτής της μεγάλης επαναστατικής αλλαγής, που θα γίνει για λογαριασμό ολόκληρου του εργαζόμενου λαού, είναι η εργατική τάξη, η πιο πρωτοπόρα τάξη της κοινωνίας μας.
Φοιτητής στο Πολυτεχνείο εντάχθηκα στη νεολαία της ΕΔΑ. Με έπεισε ένα από τα πιο σημαντικά στελέχη τότε, με συγκρότηση, με τεράστιες γνώσεις για τη μαρξιστική θεωρία, ταυτισμένο τόσο με τους σκοπούς του Κομμουνιστικού Κόμματος, που δρούσε μέσα και μέσω της ΕΔΑ, σε σημείο που δεν είχε προσωπική ζωή. Είναι ο γνωστός φιλόσοφος Στέλιος Ράμφος. Τον αναφέρω, γιατί είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα των οβιδιακών μεταμορφώσεων ενός πρώην κομμουνιστή. Εξελίχθηκε σε φιλόσοφο της Δεξιάς, σε σπόκμαν της Εκκλησίας, σε απολογητή των Αμερικάνων για τον πόλεμο στο Ιράκ, σε ψυχολόγο της επαναστατικής Αριστεράς.
Σαν φοιτητής συμμετέχω στο φοιτητικό συνδικαλιστικό κίνημα. Το 1961 ήμουν εκλογικός αντιπρόσωπος της ΕΔΑ στις εκλογές της βίας και νοθείας. Εκανα πάνω από 50 τεκμηριωμένες ενστάσεις. Μέχρι το πρωί έγραφε ο δικαστικός αντιπρόσωπος..
Είχα την τύχη να συμμετέχω στη συντακτική επιτροπή ενός θετικού δημιουργήματος, της εφημερίδας της νεολαίας της ΕΔΑ «Πανσπουδαστική», από το τεύχος 32 και μετά ως σκιτσογράφος της. Oι συντάκτες της, προικισμένα στελέχη και ανένταχτοι προοδευτικοί φοιτητές, έδιναν μάχη ανανέωσης στο φοιτητικό συνδικαλισμό. Τα συνεχόμενα ξενύχτια και οι ζωντανές συζητήσεις που παρακολουθούσα με ωρίμασαν πολιτικά. Ξενύχτια με το φόβο των τραμπούκων της παρακρατικής ΕΚOΦ, που οι ηγέτες της έγιναν βουλευτές της ΕΡΕ και μερικοί ήταν και μέχρι πρότινος βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας. Η μάχη της συντακτικής επιτροπής της «Πανσπουδαστικής» για την ανανέωση του φοιτητικού κινήματος και κατ’ επέκταση του κόμματος, χάθηκε οριστικά το 1963, με την ωμή επέμβαση της ηγεσίας της ΕΔΑ στο περιοδικό. Φοβήθηκαν ότι μπορούσε να δημιουργηθεί ένα αυτοδύναμο, υλικά και πολιτικά, κύτταρο του κόμματος.
Η δεκαετία του ‘60 φέρνει ένα σχίσμα όχι μόνο στο ελληνικό, αλλά στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Είναι η δεκαετία που ολοκληρώνεται η μετάλλαξη των Κομμουνιστικών Κομμάτων. Από κόμματα επαναστατικά που ήταν, ανεξάρτητα από τις αντιφάσεις, τα λάθη, τις παλινωδίες και την κριτική που μπορούσε κάποιος να τους κάνει, μετατρέπονται σε κόμματα καθεστωτικά. Κόμματα που επιδιώκουν να βρουν μια θεσούλα κάτω από τον κοινοβουλευτικό ήλιο. Κόμματα που ξεπουλάνε τα συμφέροντα του εργαζόμενου λαού για τις δικές τους ιδιαίτερες πολιτικές ανάγκες. Λειτουργούν σαν βαρίδια στα πόδια του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Στη θέση της επαναστατικής στρατηγικής για την ανατροπή του καπιταλισμού βάζουν την ειρηνική συνύπαρξη και το ειρηνικό πέρασμα στο σοσιαλισμό, κυλώντας στον οπορτουνισμό. .
Από το 1961 τα ρεύματα της αμφισβήτησης είχαν αρχίσει να φυσάνε και φτάνουν μέχρι την Ελλάδα. Μετά το 1963, τα προβλήματα της ειρηνικής συνύπαρξης, του ειρηνικού περάσματος και της αναγκαιότητας της παράνομης δουλειάς, συζητιούνται ανάμεσα στους κομμουνιστές συνεχώς. Η ηγεσία του ΚΚΕ και της ΕΔΑ έχει μεταλλαχθεί πλήρως, σε βαθμό που στις εκλογές του 1961 και του 1963, τρομοκρατημένη από το 25% που πήρε στις εκλογές του 1958, να ζητά από τα στελέχη να πείσουν τους πρώην εξόριστους και φυλακισμένους, τους συγγενείς και τους φίλους τους, να ψηφίσουν την Eνωση Κέντρου του Παπανδρέου. Να ψηφίσουν το δήμιο της Αντίστασης. Να εγκαταλείψουν τον επαναστατικό δρόμο και να γίνουν ουρά ενός αστικού κόμματος, που το είχαν δημιουργήσει οι ίδιοι οι Αμερικάνοι.
Σ’ αυτή την περίοδο και λόγω αυτής της στάσης, αποχώρησαν από την ΕΔΑ εκατοντάδες κομμουνιστές και τα πιο σημαντικά στελέχη της Νεολαίας. Το δρόμο της αποχώρησης πήρα και εγώ το 1963. Συμμετέχω βέβαια σε όλες τις λαϊκές κινητοποιήσεις και ταυτόχρονα αναζητώ έναν άλλο δρόμο, ανατρεπτικό, επαναστατικό. Δεν ήμουν ο μόνος, άλλωστε.
Hταν φανερό από κάποια στιγμή και μετά, ότι η δικτατορία ερχόταν. Πολύ πριν την 21η Απρίλη του 1967. Η δικτατορία τελικά ήρθε. Την επέβαλαν συγκεκριμένες ξένες δυνάμεις σε συνεργασία με τους υποτακτικούς τους στην Ελλάδα.
Το βράδυ της 20/4/1967, όπως έμαθα αργότερα, οι νεολαίοι της ΕΔΑ συμμετείχαν στην κατάληψη του Πολυτεχνείου. Είχαν συμφωνήσει με την ηγετική ομάδα, μετά την κατάληψη, να πάνε στα γραφεία να συζητήσουν τρόπους, μορφές αγώνα, συμπεριφορές, επικοινωνίες, αντίσταση στη δικτατορία που ερχόταν. Βρήκαν τα γραφεία κλειστά!
Εγώ πέρασα από την Oμόνοια, πήρα την «Αυγή» που έγραφε πρωτοσέλιδα ότι δικτατορία δεν θα γίνει και πως καθήκον των στελεχών ήταν να πάνε στην επαρχία να ενισχύσουν τον εκλογικό αγώνα, και ανέβηκα την Πατησίων. Είχα ραντεβού με ένα σύντροφο στη Φωκίωνος Νέγρη. Γωνία Αγίου Μελετίου και Πατησίων με σταμάτησε ένα τανκ. O φαντάρος στον πύργο τα είχε χαμένα. Με παρακαλούσε να φύγω. Δεν ξέρω αν είναι ουτοπία αυτό που θα πω, το πιστεύω όμως ακράδαντα. Διακόσιοι αποφασισμένοι άνθρωποι θα μπορούσαν να είχαν δημιουργήσει τεράστιες δυσκολίες στο πραξικόπημα, να μην σας πω πως θα μπορούσαν να το είχαν αποτρέψει. Και υπήρχαν όχι διακόσιοι, αλλά χιλιάδες αποφασισμένοι.
Κατεβαίνοντας την Πατησίων αντίκρισα ένα απίστευτο θέαμα. Χαφιέδες με ιδιωτικά αυτοκίνητα να χτυπούν κουδούνια και άνθρωποι με βαλιτσάκια στο χέρι να βγαίνουν από τις πολυκατοικίες και ήσυχα-ήσυχα να στοιβάζονται στο αυτοκίνητο και να παίρνουν το δρόμο για τον Ιππόδρομο. Αυτή η εικόνα ήταν για μένα ένα σοκ. Oι κομμουνιστές, οι αριστεροί, περίμεναν τη δικτατορία με το βαλιτσάκι τους έτοιμο και έπαιρναν το δρόμο για τα ξερονήσια με σκυμμένο το κεφάλι, χωρίς να έχουν καμιά δυνατότητα αντίστασης. Δεν υπήρχαν οργανώσεις, δεν υπήρχε παράνομος μηχανισμός του κόμματος για να φιλοξενήσει και να οργανώσει τους ανθρώπους που θα αντιστέκονταν, τα πάντα τα είχαν διαλύσει. O αείμνηστος Αγαπίου, όταν ήμασταν μαζί στη φυλακή, μου είχε διηγηθεί ότι ο τρόπος που βρέθηκαν οι νεολαίοι ήταν να περπατάνε μέρα-νύχτα στους κεντρικούς δρόμους –Ακαδημίας, Πανεπιστημίου, Σταδίου– ελπίζοντας σε τυχαία συνάντηση με κάποιο σύντροφο. Τέτοιες τραγικές στιγμές έζησαν όλοι οι κομμουνιστές.
Το ΚΚΕ φτιάχτηκε από τους κομμουνιστές σαν κόμμα της εργατικής τάξης, για να τη συνδέσει με τον Μαρξισμό και να την οδηγήσει στην επανάσταση, την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, για να φέρει τον σοσιαλισμό και να δημιουργήσει ένα νέο λαϊκό πολιτισμό. Αυτό το κόμμα πάλεψε, μάτωσε, οι άνθρωποί του στήθηκαν στα εκτελεστικά αποσπάσματα, κλείστηκαν στα σύρματα, μαρτύρησαν στα κολαστήρια, ήταν αυτοί που σήκωσαν τη σημαία της αντίστασης ενάντια στο ναζιφασίστα κατακτητή, αυτοί που αντιστάθηκαν στη συνέχεια στην αγγλοκρατία και την αμερικανοκρατία. Πώς κάθησαν αυτοί οι άνθρωποι με σταυρωμένα τα χέρια, περιμένοντας «τον γαλατά να τους χτυπήσει την πόρτα»;
Πολλοί προσπαθούσαμε να βρούμε απαντήσεις σ’ αυτά τα αγωνιώδη ερωτήματα. Κατά τη δική μου άποψη, οι απαντήσεις βρίσκονται καταρχήν στα ιδεολογικοπολιτικά κείμενα του ΕΛΑ, με τα οποία συμφωνώ. Και βέβαια, ακόμα και σήμερα εξακολουθώ να ψάχνω, όσο μου το επιτρέπουν οι δυνάμεις μου, γιατί αυτή η αναζήτηση δεν τελειώνει ποτέ.
Η μετάλλαξη του κόμματος από επαναστατική σε καθεστωτική δύναμη είναι αυτή που σφράγισε τη δράση του πριν τη χούντα, στη διάρκεια της χούντας και μετά τη χούντα, με την αποδοχή της φάρσας της μεταπολίτευσης, την απόλυτη νομιμοφροσύνη απέναντι στο αστικό καθεστώς και τη συκοφάντηση κάθε αγωνιστικού σκιρτήματος του λαού και της νεολαίας, ακόμα και τη συμμετοχή σε δυο αστικές κυβερνήσεις το 1989-90.
Χρειάστηκε το σοκ της δικτατορίας, για να προβληματιστούν οι κομμουνιστές, να έχουν ερωτηματικά, να κάνουν κριτική. Είχαν τη γνώση ότι ο κόσμος, είκοσι χρόνια μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, την αντιφασιστική νίκη, ήταν εξίσου σκληρός και βάρβαρος για τους εργαζόμενους και ο φασισμός ήταν ζωντανός και χαμογελούσε. O ιμπεριαλισμός και ο καπιταλισμός, ανανεωμένοι, συνέχιζαν το έργο τους. Η αστική δημοκρατία παραχωρούσε μόνο το δικαίωμα επιλογής ανάμεσα σε πολιτικούς σχηματισμούς και αρχηγούς που τους επέλεγαν και τους προωθούσαν οι ξένες δυνάμεις. Ετσι, η συνείδηση των κομμουνιστών, που αρχικά αφυπνίστηκε μετά το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956 και μαστιγώθηκε από τη διάσπαση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, από τα γεγονότα στην Ινδονησία, τη Χιλή, την Κίνα, το Βιετνάμ, είχε πλέον διαμορφωθεί και από την εμπειρία της εφτάχρονης δικτατορίας της χούντας.
Τα ερωτηματικά σχετιζόντουσαν με τις διαφορετικές εμπειρίες του καθενός, γιατί άλλοι αξιολογούσαν γενικότερα συμπτώματα και ενδείξεις, ενώ οι περισσότεροι αναφερόντουσαν στις εμπειρίες του χώρου που είχαν δράσει. Αλλοι είχαν αναφορά τους χώρους δουλειάς, άλλοι το χώρο των σπουδών τους, άλλοι ζούσαν στην πόλη και άλλοι στην επαρχία.
Στον υπαρκτό σοσιαλισμό κάτι δεν πήγαινε καλά. Ρώσοι και Κινέζοι συγκρούονταν στη Μογγολία, κομμουνιστικά τανκ επιτίθονταν εναντίον άοπλων στην Τσεχοσλοβακία, οι εργάτες στην Πολωνία εξεγείρονταν εναντίον του σοσιαλιστικού κράτους, η εγκατάλειψη των επαναστατημένων Παλαιστίνιων στο Αμάν το 1970, η σφαγή των Σουδανών κομμουνιστών και άλλα. Σημαντικά κινήματα στην Ευρώπη, οι φοιτητές του Ντούτσκε στη Δυτική Γερμανία, ο γαλλικός Μάης, το ιταλικό «ζεστό φθινόπωρο», δεν είχαν κινητήρια δύναμη τα αντίστοιχα κομμουνιστικά κόμματα.
Η στρατιωτική δικτατορία και η συνεπακόλουθη τρομοκρατία εμπόδισαν την επικοινωνία, τις πληροφορίες, τα βιβλία, γιατί ήθελαν, όπως και κάθε αστικό καθεστώς, το άτομο απομονωμένο, να ζει στο μικρόκοσμό του.
Μετά τη δικτατορία, βέβαια, γέμισε ο τόπος αντιστασιακούς. Γέμισαν τα στήθη παράσημα και οι εφημερίδες με ηρωικά πορτραίτα. Η υπαρκτή ή ανύπαρκτη αντιστασιακή δράση έγινε το καλύτερο εισιτήριο για καριέρα, πολιτική ή άλλη. Λίγοι αρνήθηκαν να εξαργυρώσουν τη δράση τους και παρέμειναν σεμνοί μέχρι το τέλος.
Αναφερόμενοι στην περίοδο της δικτατορίας πρέπει να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στην αντίσταση αστικού προσανατολισμού και στην αντίσταση επαναστατικού προσανατολισμού. Υπήρξαν άτομα και ομάδες που έκαναν αντίσταση αστικού προσανατολισμού. Ενοπλη αντίσταση, με βόμβες και επιθέσεις, με συνέπεια πάρα πολλά μέλη τους να φυλακιστούν για χρόνια και αρκετά να βασανιστούν Ομως, στόχος τους και τελικός τους σκοπός ήταν η αποκατάσταση της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Υπήρξαν, όμως, και άτομα και ομάδες που έκαναν αντίσταση επαναστατικού-κομμουνιστικού προσανατολισμού. Στόχος τους και τελικός τους σκοπός δεν ήταν η αποκατάσταση του κοινοβουλευτισμού, αλλά η ανατροπή του καπιταλισμού και το πέρασμα στο σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό.
Τι έκανε ο λαός στη διάρκεια της δικτατορίας; Η πικρή αλήθεια είναι ότι έσκυψε το κεφάλι ηττημένος. Δεν φταίει ο λαός γι’ αυτό. Φταίει η φυσική του ηγεσία που τον πρόδωσε, που δεν του έδωσε καμιά προοπτική και που τον άφησε απροστάτευτο στα νύχια της χούντας και των οργάνων της. Eνα κομμάτι της νεολαίας έσωσε την τιμή του λαού και της Αριστεράς. Κι όμως, αυτό το κομμάτι της νεολαίας και οι αντιστασιακές οργανώσεις που έστησε λοιδορήθηκε και συκοφαντήθηκε από την ηγεσία του ΚΚΕ, που από το 1968 είχε κοπεί στα δύο.
Ακόμα και το Πολυτεχνείο υπονομεύτηκε και συκοφαντήθηκε. Ποιος μπορεί να ξεχάσει την περιβόητη «Πανσπουδαστική» Νο 8, που χαρακτήριζε προβοκάτορες του Ρουφογάλη και της ΚΥΠ τους φοιτητές που πορεύτηκαν από τη Νομική και κλείστηκαν στο Πολυτεχνείο;
Στη διάρκεια της δικτατορίας και έχοντας υπόψη μου τα συμβαίνοντα και όλα τα παραπάνω, που ελλειπτικά ανέφερα, έκανα μια προσπάθεια για να προσδιορίσω μια νέα κοινωνική συνείδηση, που θα ξανάδινε στον κομμουνισμό την επαναστατική προοπτική του: κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, κατάργηση της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, ένα νέο λαϊκό πολιτισμό. Τώρα ξέρω, γιατί το επιβεβαίωσα, ότι αυτή η νέα κοινωνική συνείδηση θα είναι το αποτέλεσμα πολιτικών και κοινωνικών αγώνων και φορέας της θα είναι ο οργανωμένος εργαζόμενος λαός. Προσπαθώντας να σταθώ ερευνητικά και κριτικά απέναντι στο ιστορικό γίγνεσθαι, απέναντι σε γεγονότα, απέναντι σε ιδεολογίες, ξέρω ότι η άποψή μου θα είναι τελικά πολιτική. Ξέρω ακόμη ότι η πρόθεσή μου είναι όσα λέω να έχουν άμεση σχέση με τις ιδέες μου, τον κομμουνισμό, τον μαρξισμό. Αυτό είναι σημαντικό για μένα, αλλά προφανώς ασήμαντο πια για άλλους.
Τη δικτατορία την τελείωσαν οι ίδιες δυνάμεις που την επέβαλαν, όταν τα σχέδια τους πέτυχαν και τα συμφέροντά τους κινδύνευαν από τη συνέχισή της. Η λεγόμενη «μεταπολίτευση», με επικεφαλής τον «εθνάρχη Καραμανλή», αποκατέστησε τη «Νέα Δημοκρατία». Με τον Καραμανλή τα μέλη του ΕΛΑ είχαν κάτι κοινό. Είχε και αυτός ψευδώνυμο:
«Τριανταφυλλίδης», αν δεν το θυμόσαστε.
«Τριανταφυλλίδης», αν δεν το θυμόσαστε.
Η μεταπολίτευση ήταν μια «αλλαγή φρουράς των Αμερικάνων και του ΝΑΤO», όπως εύστοχα την είχε χαρακτηρίσει ο Ανδρέας Παπανδρέου. Μια αλλαγή φρουράς, όμως, που ο λαός δεν την αντιλαμβανόταν ως τέτοια. Τους όποιους προβληματισμούς του φρόντιζαν τα καθεστωτικά κόμματα να τους οδηγήσουν σε ανώδυνες για το σύστημα κατευθύνσεις, ώστε βαθμιαία, με την περιθωριοποίηση του λαού, να στεριώνεται η νέα πολιτική εξουσία, η οποία διαχειριζόταν το ίδιο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα, τον καπιταλισμό.
Η επίσημη, η νόμιμη πλέον Αριστερά παίζει με όλο της το «είναι» το παιχνίδι του στεριώματος της νέας εξουσίας. Eτσι εξαγοράζει τη νομιμοποίησή της και τη δυνατότητά της να απολαμβάνει πλέον κοινοβουλευτικές έδρες και κρατικά πόστα. Μετατρέπεται οριστικά και αμετάκλητα σε καθεστωτική δύναμη κι αυτό είναι φανερό από τους πρώτους κιόλας μήνες της μεταπολίτευσης.
Το μεταπολιτευτικό κράτος, λοιπόν, κάνει ό,τι μπορεί για να μη μας αφήσει καμιά αμφιβολία ότι μέσω αυτού υλοποιείται μια τυπική δυναστική μεταβολή, μια αλλαγή φρουράς στο πολιτικό προσωπικό της κεφαλαιοκρατικής εξουσίας. Μια από τις κορυφαίες πράξεις του είναι ο χαρακτηρισμός του πραξικοπήματος της χούντας ως «στιγμιαίου». Eτσι, πέρα από την άσκηση δίωξης στους λεγόμενους «πρωταίτιους» του πραξικοπήματος, όλοι οι υπόλοιποι, που στελέχωσαν το κράτος της δικτατορίας –υπουργοί, στρατιωτικοί, δικαστικοί και άλλοι– παραμένουν ατιμώρητοι. Δεν επέρχεται καν μια στοιχειώδης κάθαρση, έτσι για τα μάτια του κόσμου, στον κρατικό μηχανισμό. Oλα τα στηρίγματα της χούντας στη διοίκηση, στο στρατό, στην αστυνομία, στη δικαιοσύνη, στην παιδεία, παραμένουν ακλόνητα. Με τον ίδιο ζήλο που υπηρέτησαν πριν τη δικτατορία υπηρετούν πλέον το κοινοβουλευτικό καθεστώς. Κερασάκι στην τούρτα η «συμπτωματική» κατάθεση μηνύσεων εκατοντάδων κομμουνιστών εναντίων βασανιστών, εκπρόθεσμα.
Και βέβαια, οι «μεγάλοι μας σύμμαχοι», οι Αμερικάνοι και το ΝΑΤO, διατηρούν όλα τα στηρίγματά τους στη νέα εξουσία. Oι υπεύθυνοι για το ματοκύλισμα του λαού μας και για τη διχοτόμηση της Κύπρου εξακολουθούν να λατρεύονται από την άρχουσα τάξη και το πολιτικό της καθεστώς ως προστάτες. O ραγιαδισμός, αυτή η αρρώστια του νεοελληνικού κράτους, που το συνοδεύει από τη γέννησή του ακόμα, εξακολουθεί να αποτελεί την κυρίαρχη ιδεολογία του συστήματος.
Η μεταπολίτευση ήταν μια δυναστική, μια καθεστωτική μεταβολή, ταυτόχρονα όμως αποδέσμευσε ένα τεράστιο κοινωνικό δυναμικό, το οποίο συμπιεζόταν και ασφυκτιούσε την περίοδο της δικτατορίας. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, εργάτες, εργαζόμενοι, φτωχοί αγρότες, νέοι, ξεχύθηκαν στους δρόμους και δημιούργησαν ένα ριζοσπαστικό κίνημα, το οποίο προέβαλε αιτήματα και τα διεκδικούσε με μορφές που είχαν χρόνια να εμφανιστούν στην Ελλάδα.
Βέβαια, αυτό το κίνημα είχε και τις αντιφάσεις και τα όριά του. Θυμάμαι μαζικές και μαχητικές διαδηλώσεις να διαλύονται με τον πιο εύκολο τρόπο από την Αστυνομία, επειδή οι κομματικοί εγκάθετοι έσπρωχναν τον κόσμο στη μη αντίσταση.
Η μεταπολίτευση ήταν μια εντελώς νέα κατάσταση και για την Αριστερά. Oλα τα ζητήματα που είχαν τεθεί στη δεκαετία του ‘60 και τα οποία βάθυναν το σχίσμα ανάμεσα στις καθεστωτικές και τις αντικαθεστωτικές συνιστώσες της Αριστεράς ξανατέθηκαν στις συνθήκες της μεταπολίτευσης. Δεν τέθηκαν μόνο από ανθρώπους και οργανώσεις που είχαν αναπτύξει δράση μέσα στη δικτατορία, αλλά από ένα ευρύτερο επαναστατικό δυναμικό, το οποίο στη διάρκεια της δικτατορίας βρισκόταν σε μια διαδικασία αναζήτησης, χωρίς να έχει βρει οργανωμένο τρόπο για να δράσει. O κόσμος «ψαχνόταν», όπως συνηθίζουμε να λέμε.
Τα ζητήματα που έμπαιναν σε συζήτηση ήταν πάρα πολλά. Ζητήματα ιδεολογίας και προγραμματικής κατεύθυνσης, ζητήματα πολιτικής τακτικής, ζητήματα οργάνωσης, στο πολιτικό, στο συνδικαλιστικό και στο ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο. Σταχυολογώ μερικά από αυτά:
– Ειρηνικό ή επαναστατικό πέρασμα στο σοσιαλισμό;
– Νόμιμη δουλειά ή υποχρεωτικός συνδυασμός νόμιμης και παράνομης δουλειάς;
– Ποιος ο ρόλος της επαναστατικής βίας στις συνθήκες της μεταπολίτευσης;
– Πώς θα οικοδομηθεί ένα ανεξάρτητο ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα;
– Ποια σχέση πρέπει να αναπτυχθεί ανάμεσα στην επαναστατική πρωτοπορία και στο μαζικό κίνημα;
Το καθένα από τα παραπάνω ζητήματα αναλυόταν σε δεκάδες υποζητήματα, τα οποία τροφοδοτούσαν συζητήσεις, αντιπαραθέσεις, φιλολογική δουλειά, πολεμικές. Δίπλα στη νόμιμη κοινοβουλευτική Αριστερά, την «ορθόδοξη» και τη «μοβ» του «εσωτερικού», υπήρχε ένα ολόκληρο κίνημα της επαναστατικής Αριστεράς, με τους δικούς του διαχωρισμούς, τις δικές του έντονες αντιπαραθέσεις. Eνα κίνημα από το οποίο δεν έλειπαν τα καπετανάτα, τα παραγοντιλίκια, τα αρχηγηλίκια, τα κακέκτυπα του ΚΚΕ και του ΚΚΕεσ. σε πιο αγωνιστική έκδοση.
Εκείνη την περίοδο δημιουργήθηκαν διάφορες επιτροπές στο πλαίσιο των οποίων αναπτύσσονταν συζητήσεις για όλα τα επίμαχα ζητήματα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την επιτροπές όπως των «400», των «77», στις οποίες όμως κυριαρχούσαν προσωπικότητες που είχαν προσωπικούς ή κοματικούς πολιτικούς στόχους.
O καθένας είχε τα βιώματά του από την δικτατορία και από τη «μεταπολίτευση». Είχα και εγώ τα δικά μου και με αυτά τα βιώματα αποφάσισα να συμμετέχω σε μια άλλη επιτροπή. Hταν μια επιτροπή στην οποία μαζευόταν πολύς κόσμος. Aνθρωποι διάφορων ηλικιών και εμπειριών. Από καπεταναίους του ΕΛΑΣ μέχρι νέα παιδιά που έπαιρναν το πρώτο πολιτικό τους βάπτισμα στις συνθήκες της μεταπολίτευσης. Συμμετείχα σε αυτή την επιτροπή γιατί πληρούσε δυο βασικές για μένα προϋποθέσεις: δεν λειτουργούσε σε στενά κομματικά πλαίσια και δεν έβαζε στον εαυτό της την προοπτική να μετεξελιχτεί σε κόμμα. Hταν μια επιτροπή που έβαζε στον εαυτό της το πρακτικό καθήκον να αναπτύξει την αλληλεγγύη στους εργατικούς και κοινωνικούς αγώνες, βοηθώντας τους να αναπτυχθούν σε μαχητική κατεύθυνση.
.—————————————————————————————————-
Κυρία πρόεδρε, κυρίες και κύριοι δικαστές
Οπως έλεγα προηγουμένως, μετά τη μεταπολίτευση τέθηκαν επί τάπητος, με πολύ μεγαλύτερη ένταση, όλα τα θέματα που είχαν αρχίσει να συζητιούνται πριν τη δικτατορία.
Μετά τη μεταπολίτευση υπήρξαν αυτοί που σκεφτόντουσαν πώς να βολευτούν σε όποια θέση, ακόμα και δευτερεύουσα, τους παραχωρούσε η εξουσία, αυτοί που το προσωπικό τους βόλεμα το ονόμασαν απογοήτευση από τα κοινωνικά δρώμενα, αυτοί που εντάχθηκαν στα παραδοσιακά κόμματα και τις εξωκοινοβουλευτικές ομάδες και συνέχισαν να πιπιλίζουν τις παλιές συνταγές.
Υπήρξαν και μερικοί που ξεπερνώντας τους ιδεολογικούς διαχωρισμούς θεώρησαν ότι το σύστημα πρέπει να χτυπηθεί με ενέργειες αντιβίας και οργανώθηκαν σε πολιτικοστρατιωτικούς σχηματισμούς. Τη σημασία της προοπτικής αυτών των οργανώσεων το σύστημα την αντιλήφθηκε πολύ καλά. Σε κάθε διεθνή συνάντηση πάντα συζητούσαν και το θέμα των ένοπλων οργανώσεων. Ας θυμηθούμε τον Κίσινγκερ, αρχιτέκτονα του σχεδίου που κατέληξε στην κυπριακή τραγωδία, τους ομίλους που δημιούργησε και συμμετείχε, τα ποσά των επικηρύξεων.
Τι φοβόντουσαν; Οτι μερικοί ένοπλοι θα ανέτρεπαν τα καθεστώτα; Οχι βέβαια. Φοβόντουσαν τα μηνύματα που πέρναγαν στο λαό. Δηλαδή:
1) Οτι υπάρχει και είναι πραγματοποιήσιμη και αυτή η μορφή πάλης.
2) Οτι μπορεί και πρέπει να σπάσει το μονοπώλιο της βίας από τους εκμεταλλευτές και τους κρατικούς τους μηχανισμούς.
3) Οτι είναι μύθος πως οι μηχανισμοί ξέρουν τα πάντα και επομένως κάθε προσπάθεια δράσης έξω από τα όρια που βάζει το καθεστώς είναι καταδικασμένη. Ιδιαίτερα αυτή ήταν εδραία πεποίθηση των μελών του ΚΚΕ, που τη δημιούργησε και τη συντήρησε η ηγεσία. Γι’ αυτό και ερμήνευαν την αδυναμία του καθεστώτος να πιάσει τους ένοπλους σαν προστασία των «δικών τους ανθρώπων», επιστρατεύοντας τη χαφιεδολογία αντί για την πολιτική αντιπαράθεση.
4) Οτι μπορούσε να σπάσει το μονοπώλιο της πληροφόρησης με τις ενέργειες ένοπλης προπαγάνδας.
5) Οτι οι μηχανισμοί δεν μπορούσαν να προστατεύσουν από τη δίκαιη τιμωρία κανέναν υπεύθυνο για ενεργό συμμετοχή στην εκμετάλλευση και καταπίεση και σε εγκλήματα κατά του λαού.
6) Οτι γινόταν φανερή η προοπτική της δυνατότητας ανατροπής του συστήματος.
Αυτές οι συζητήσεις και διεργασίες συνδέονταν με σημαντικές εμπειρίες για το ταξικό επαναστατικό κίνημα στην Ελλάδα και παγκόσμια, στην προοπτική της αναπτυσσόμενης σύνδεσης των αντικαπιταλιστικών και αντιιμπεριαλιστικών αγώνων. Οι εκατό περίπου ένοπλες οργανώσεις στη Βόρεια Αμερική, τα αντάρτικα της Λατινικής Αμερικής, ο αγώνας των Παλαιστίνιων, ο ένοπλος αγώνας στην Ιρλανδία, την Ισπανία και τη χώρα των Βάσκων, οι ένοπλες οργανώσεις στη Γερμανία, την Ιταλία, τη Γαλλία, το Βέλγιο και αλλού, που χτυπούσαν το σύστημα, δημιουργούσαν σκέψεις για την αναγκαιότητα μιας πολιτικοστρατιωτικής οργάνωσης και στην Ελλάδα.
Η πρώτη ενέργεια ένοπλης προπαγάνδας έγινε από τον ΕΛΑ με το κάψιμο αμερικάνικων αυτοκινήτων στην αμερικάνικη βάση ελλιμενισμού στην Ελευσίνα. Ακολούθησαν δεκάδες πυρπολήσεις αυτοκινήτων του αμερικάνικου στρατού κατοχής από αυθόρμητες πρωτοβουλιακές ομάδες. Το καθεστώς αντέδρασε άμεσα μετά την εκτέλεση του Γουέλς από την «Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη». Είναι γνωστή η σύσκεψη που έγινε από όλους τους διευθυντές των εφημερίδων, με συμμετοχή όλων των ειδών των παραγόντων, στην οποία αποφασίστηκε να κρύψουν το γεγονός της ανάληψης της ευθύνης από τη 17Ν και να το παρουσιάσουν σαν ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ πρακτόρων. Τη σκυτάλη πήραν και κρατούν ακόμα οι υπηρέτες του συστήματος, το σύνολο των καθεστωτικών κομμάτων και οι αερολογοριζοσπάστες. Αυτοί που βάφονται με κόκκινο, ροζ ή μοβ χρώμα, για να κρύψουν την πραγματική τους ταυτότητα, αυτοί που πολέμησαν και πολεμούν τις ένοπλες οργανώσεις αναμασώντας την πρακτορολογία, επειδή δεν είχαν και δεν έχουν να αντιπαραθέσουν ιδεολογικά και πολιτικά επιχειρήματα.
Εκείνη την περίοδο, τέλη 1975 με αρχές 1976, γνωρίστηκα με τον Χρήστο Κασίμη. Η γνωριμία μας ήταν τυχαία. Τον συνάντησα σε μια οικοδομή που επέβλεπα ως μηχανικός και τον αναγνώρισα ως ένα από τα άτομα που ερχόταν στην επιτροπή. O Χρήστος Κασίμης δεν μου είχε προκαλέσει καμιά εντύπωση στην επιτροπή. Δεν ήταν από εκείνους που έπαιρναν το λόγο και προσπαθούσαν να εντυπωσιάσουν το ακροατήριό τους. Oυδέποτε μιλούσε για την πλούσια αντιστασιακή του δράση, ως ένα από τα στελέχη της οργάνωσης «20 Oκτώβρη». Αυτή τη δράση εγώ την πληροφορήθηκα αργότερα. Hταν ένας σεμνός άνθρωπος, ένας ακέραιος αγωνιστής, που η ικανότητά του ήταν να κινητοποιεί τη σκέψη των ανθρώπων γύρω του, επίμονος και ακούραστος, πραγματικό παράδειγμα προς μίμηση. Eνας χαρισματικός άνθρωπος που τιμούσε την ιδιότητα του κομμουνιστή.
Ξαναπήγα σε μια βδομάδα στην οικοδομή, του μίλησα, γνωριστήκαμε από την επιτροπή και κανονίσαμε να τα πούμε.
Yστερα από ένα μήνα συζητήσεων, μου έφερε το ιδεολογικοπολιτικό κείμενο συγκρότησης του ΕΛΑ, τα περίφημα «Χημικά Λιπάσματα», που ο πραγματικός του τίτλος είναι «Για την ανάπτυξη του Ελληνικού Λαϊκού και Επαναστατικού Κινήματος», και μου έκανε πρόταση να μπω στην οργάνωση. Πάνω σ’ αυτό το ντοκουμέντο συζητήσαμε για ένα εξάμηνο. Αναλύσαμε κάθε παράγραφο, κάθε λέξη του. Μετά από αυτό το εξάμηνο συζητήσεων έφτασα σε ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική συμφωνία και έγινα μέλος του ΕΛΑ. Eξι μήνες συζητήσεων και κοινής πολιτικής δουλειάς στο μαζικό κίνημα, δουλειάς που έβλεπα ότι είχε αρχίσει να περνά σε ένα νέο ποιοτικό περιεχόμενο, με έπεισαν και συμφώνησα να συμμετέχω στον ΕΛΑ με τρόπους και περιεχόμενο που θα αναφέρω παρακάτω.
Μετά το 1974, λοιπόν, αρχίζει να αναδύεται και στην Ελλάδα το αυτόνομο κίνημα, που ήδη είχε ιστορία στην Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική. Το αυτόνομο κίνημα εξέφραζε τον κοινωνικό ανταγωνισμό στις συνθήκες της γενικής προδοσίας του κινήματος από τη ρεφορμιστική Αριστερά. Το αυτόνομο κίνημα είχε κόψει τις γέφυρες με την καθεστωτική Αριστερά και τα συνδικάτα της, με τα γκρουπούσκουλα που συνέχιζαν την προσπάθειά τους να το ελέγξουν και να το εγκολπωθούν. Διέχεε μέσα στα εργοστάσια και τις γειτονιές νέες μορφές αγώνα, νέες μορφές οργάνωσης βάσης, προσπαθούσε να τις γενικεύσει. Δεν είχε καμιά σχέση με τον δήθεν ριζοσπαστικό ρεφορμισμό όσων σήμερα σφετερίζονται την ιστορία του, καθισμένοι στα