Ο Γιώργος Κοσμάς, μάρτυρας υπεράσπισης του Χρ. Τσιγαρίδα, δήλωσε ότι τον γνώρισε μετά τη σύλληψή του, σ’ ένα κλίμα ασφυκτικής τρομοϋστερίας, όταν μια οργάνωση ιστορική, όπως ήταν ο ΕΛΑ, που είχε σταματήσει τη δράση της το 1995, καταβαλλόταν προσπάθεια να απαξιωθεί. Το κλίμα που είχε διαμορφωθεί ήδη από το 2001, με την ψήφιση του τρομονόμου, δεν στόχευε μόνο στα μέλη των ένοπλων οργανώσεων, αλλά στη συνολική επαναδιαπραγμάτευση των όρων της κοινωνικής και της πολιτικής πάλης. Στο στόχαστρο μπήκαν τα όρια της ελευθερίας και των δικαιωμάτων, όπως αυτά διαμορφώθηκαν κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο. Πρόσωπα και οργανώσεις συκοφαντήθηκαν και απαξιώθηκαν και μέσω του Τύπου και μέσω της Αστυνομίας και της Δικαιοσύνης. Η συγκεκριμένη υπόθεση, η υπόθεση του ΕΛΑ, στην πραγματικότητα δεν υφίσταται και χρησιμοποιείται μόνο για την απαξίωση και την καλλιέργεια φόβου σε όποιον αντιστέκεται. Μια προσπάθεια να αλλάξει ακόμα και ο τρόπος που σκεφτόμαστε πολιτικά.
Ο Γ. Κοσμάς υποστήριξε πως το ίδιο πλαίσιο που έφερε τους συγκεκριμένους κατηγορούμενους σ’ αυτή τη δίκη είναι που οδηγεί στις σύγχρονες διώξεις, που προφυλακίζει νεαρά παιδιά όπως στη Λάρισα και αλλού. Σε μια άλλη περίοδο, σε ένα άλλο πλαίσιο, δεν θα έφταναν στο δικαστήριο άνθρωποι με καταθέσεις ατόμων σαν την Κυριακίδου.
Ο Χρ. Τσιγαρίδας –είπε ο Γ. Κοσμάς- είναι από εκείνους τους συντρόφους που καθένας χαίρεται να συναντά και να συζητά. Είναι από εκείνους τους ανθρώπους που και στη δικτατορία και μετά τη δικτατορία έθεσαν τον εαυτό τους στην υπηρεσία του οράματος για την αλλαγή της κοινωνίας. Ο ΕΛΑ δεν ήταν τρομοκρατική οργάνωση, ήταν μια λαϊκή επαναστατική οργάνωση, με πλατιά κοινωνική νομιμοποίηση. Οταν ο Χρ. Τσιγαρίδας αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη, υπερασπίζεται τους σκοπούς αυτής της οργάνωσης. Σκοπούς που ήταν οικείοι και κάθε άλλο παρά εχθρικοί σ’ ένα ευρύ κοινωνικό πεδίο. Ειδικά ο ΕΛΑ διακρινόταν από άλλες οργανώσεις, διότι είχε πολλαπλά επίπεδα δραστηριότητας, ενώ το οργανωτικό της σχήμα απέρριπτε την ιεραρχική δομή και συγκροτούνταν στη βάση πολλών αυτόνομων πυρήνων.
Απαντώντας σε ερωτήσεις της προέδρου για το ρόλο του Χρ. Τσιγαρίδα στην οργάνωση, ο Γ. Κοσμάς απάντησε ότι θεωρεί, με βάση τις συζητήσεις που έχει κάνει με τον Τσιγαρίδα, πως συμμετείχε στην επεξεργασία του πολιτικού πλαισίου και των πολιτικών απόψεων της οργάνωσης, σε σχέση με τη δράση της στο μαζικό κίνημα. Οσο για το πότε αποχώρησε από τον ΕΛΑ, ο μάρτυρας απάντησε πως είναι σίγουρο ότι ισχύει ό,τι λέει ο Τσιγαρίδας, γιατί δεν είχε κανένα λόγο να πει ψέματα, από τη στιγμή που ανέλαβε την πολιτική ευθύνη.
Απαντώντας σε ερώτηση του εισαγγελέα για το πώς ο ΕΛΑ θα επιτύγχανε την αλλαγή της κοινωνίας, ο Γ. Κοσμάς απάντησε πως ο ΕΛΑ ήταν μια οργάνωση που λειτουργούσε για την κοινωνία και όχι στο όνομα της κοινωνίας. Ο μάρτυρας προσπάθησε να εξηγήσει μερικά πράγματα, μιλώντας ιδεολογικά και πολιτικά, αλλά ο εισαγγελέας ήθελε να μάθει πως… θα πειθαρχούσαν οι απείθαρχοι Ελληνες και αν κάποιοι θα υποχρέωναν κάποιος άλλους να υπακούσουν! Απαντώντας στον αναπληρωτή εισαγγελέα, που ενοχλήθηκε από την κρίση ότι ο ΕΛΑ δεν ήταν τρομοκρατική οργάνωση, ο Γ. Κοσμάς απάντησε ευθαρσώς ότι τρομοκρατία ασκεί μόνο το κράτος, ενώ η δράση οργανώσεων όπως ο ΕΛΑ αναπτύσσεται στο πλαίσιο του κοινωνικού πολέμου.
Τέλος, απαντώντας σε ερώτηση αν θεωρεί ικανό τον Χρ. Τσιγαρίδα να ανέλαβε την πολιτική ευθύνη για να «δέσουν» την υπόθεση οι διωκτικές αρχές, ο Γ. Κοσμάς απάντησε: «Προφανώς όχι». Είναι άλλο πράγμα –εξήγησε- η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης από τον Χρ. Τσιγαρίδα και άλλο η εμπλοκή από τις διωκτικές αρχές ανθρώπων εντελώς άσχετων μ’ αυτή την υπόθεση. Η προσωπικότητα του Χρ. Τσιγαρίδα αποκλείει κάθε άλλη σκέψη. Ο Τσιγαρίδας είναι άνθρωπος με αγωνιστικό ήθος κι αυτό τον έχει ανεβάσει στη δική μου εκτίμηση και στην εκτίμηση πολλών ανθρώπων. Δεν είναι άνθρωπος που θα κρυβόταν πίσω από το δάχτυλό του.
Ακολούθησαν δυο μάρτυρες υπεράσπισης του Α. Κανά. Ο Λάμπρος Σγουρομύτης γνωρίστηκε τυχαία με τον Κανά σε μια δουλειά (ήταν γείτονας) και έκαναν παρέα για καιρό, έγιναν φίλοι και έτσι γνώρισε και την οικογένειά του. Οταν είδε να συλλαμβάνεται και να κατηγορείται , δεν πίστεψε τίποτα απ’ αυτά που του απέδιδαν, γι’ αυτό και ήρθε να τον υπερασπιστεί ως μάρτυρας. Είχε δει πολλές φορές τον Κανά να πηγαίνει βόλτα την κόρη του, ενώ γνώριζε ότι είναι χωρισμένος και κατοικούσε με τους γονείς του. Την Κυριακίδου δεν την είδε ποτέ. Από τη μητέρα του Κανά έμαθε για το τι περνούσε όλη η οικογένεια Κανά από την Κυριακίδου.
Η Μοσχούλα Σάρδη, πρώτη εξαδέλφη του Κανά, περιέγραψε με θερμό τρόπο τον συγγενή της. Για το γάμο του με την Κυριακίδου έμαθε ξαφνικά και από τη μητέρα του Κανά έμαθε πως αυτή επέβαλε να γίνει ο γάμος, για λόγους ηθικής τάξης. Αυτό όμως δεν ήταν γάμος. Ηταν μια τυπική πράξη, γιατί η σχέση τους είχε από την αρχή προβλήματα. Δε ζούσαν μαζί. Το παιδί που προέκυψε απ’ αυτή τη σχέση μεγάλωνε περισσότερο στο σπίτι των γονιών του Κανά, παρά με τη μητέρα του. Περιέγραψε την Κυριακίδου σαν άτομο με ψυχολογικά προβλήματα. Αφηνε το παιδί στη γιαγιά για πέντε λεπτά και εξαφανιζόταν πέντε μέρες. Ηταν κοινό μυστικό ανάμεσα στους Κιμωλιάτες ότι ο Κανάς περνούσε τα πάνδεινα από την Κυριακίδου, που τον κυνηγούσε συνεχώς. Αυτές τις δήθεν γιάφκες εμείς τις ξέραμε για γκαρσονιέρες του Κανά, κατέθεσε η μάρτυρας, διευκρινίζοντας ότι η ίδια δεν είχε πάει ποτέ, ήξερε όμως πως βρίσκονταν κάπου στο κέντρο της Αθήνας, ενώ κάποια φορά προσφέρθηκε και η ίδια να του δώσει κάποια έπιπλα, τα οποία τελικά ο Κανάς δεν πήρε, γιατί πήρε από την αδελφή του. Τα ξαδέλφια του ήξεραν καλά ότι ο Κανάς νοίκιαζε γκαρσονιέρες για τις ερωτικές του σχέσεις. Στην παρατήρηση της προέδρου, ότι ο Κανάς νοίκιαζε σπίτια με άλλο όνομα, η μάρτυρας απάντησε ότι ίσως το έκανε για να κρυφτεί από την Κυριακίδου.
Αξίζει ν’ αναφέρουμε ένα χαρακτηριστικό γεγονός. Ο εισαγγελέας μπέρδεψε τη μάρτυρα, προσπαθώντας να την βγάλει αναξιόπιστη, δείχνοντάς της φωτογραφία υποτίθεται από το γάμο της Μοσχούλας, αδελφής του Κανά, την οποία είχε καταθέσει στο δικαστήριο η Κυριακίδου. Η μάρτυρας όντως μπερδεύτηκε και έψαχνε να αναγνωρίσει άτομα που δεν υπήρχαν. Στο τέλος, όμως, ύστερα από προσεκτική παρατήρηση και αφού κατάφερε να ξεπεράσει την αρχική της σύγχυση, αναγνώρισε τη νύφη και το γαμπρό και αποδείχτηκε ότι η φωτογραφία ήταν από άλλο γάμο και συγκεκριμένα από το γάμο του αδελφού του Κανά, Μανούσου! Κι όμως, ούτε μια συγνώμη δεν ζήτησε ο εισαγγελέας, παραδεχόμενος έστω ότι έκανε λάθος, γεγονός που μας υποψιάζει (για να μην πούμε ότι μας βεβαιώνει), ότι εν γνώσει του προσπάθησε να παραπλανήσει τη μάρτυρα. Αν αυτό δεν είναι δείγμα προκατάληψης, τότε οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους.