ΛΗΣΤΕΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΑΤΗΣΙΩΝ
Ο τότε (1989) διευθυντής του υποκαταστήματος της Τράπεζας κ. Καλλιακμάνης θυμόταν ότι μπήκαν τρία άτομα στην Τράπεζα και έκαναν τη ληστεία. Δεν αναγνώρισε κανένα, μολονότι δήλωσε ότι τα άτομα που εισέβαλαν στην τράπεζα δεν ήταν μεταμφιεσμένα. Θυμόταν μόνο το σουλούπι εκείνου που πήρε τον ίδιο από το γραφείο του και τον έβγαλε στην κεντρική αίθουσα του υποκαταστήματος (κοντός αδύνατος) και εκείνου που πήγε στο χρηματοκιβώτιο (ψηλός, γύρω στο 1,85, κάπως ευτραφής, αθλητικός). Παρά την πίεση του προέδρου, που τον ρώτησε ακόμα και αν κάποιος από τους κατηγορούμενους «του έφερνε» προς κάποιον από τους ληστές (δηλαδή αναγνώριση με… ποσοστό), ήταν κατηγορηματικός στην άρνηση αναγνώρισης.
Εχει σημασία αυτή η άρνησή του, γιατί στον ανακριτή είχε «αναγνωρίσει» τον Δ. Κουφοντίνα γιατί κάπως μοιάζει το μέτωπό του με έναν από τους ληστές και αυτό είχε χρησιμοποιηθεί (όπως και άλλες τέτοιες αναφορές) για τη δημιουργία του κλίματος της εποχής της εξάρθρωσης, με βάση το «οργανόγραμμα» που είχε φτιάξει η Αντιτρομοκρατική, κατανέμοντας άτομα στις διάφορες ενέργειες. Γιατί, βέβαια, δεν χρειάζεται και πολύ μυαλό για να καταλάβει κανείς ότι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι μπορεί να έχουν μέτωπο παρόμοιο μ’ αυτό του Δ. Κουφοντίνα. Στη συγκεκριμένη υπόθεση έχει αντιστραφεί κάθε νομικός κανόνας. Διότι στο ποινικό δίκαιο η αμφιβολία οδηγεί στην απαλλαγή, ενώ στη συγκεκριμένη υπόθεση καθιερώθηκε το αντίθετο: ακόμα και μια ομοιότητα σε κάποιο εξωτερικό χαρακτηριστικό, μετατράπηκε σε βεβαιότητα αναγνώρισης. Οι μάρτυρες καθοδηγούνταν να αναγνωρίσουν συγκεκριμένα πρόσωπα, τα οποία μέσα από έναν προπαγανδιστικό καταιγισμό είχαν υποδειχτεί ως δράστες συγκεκριμένων ενεργειών. Αυτό φάνηκε καθαρά και στην περίπτωση του συγκεκριμένου μάρτυρα, που 14 χρόνια μετά από μια ληστεία κλήθηκε να αναγνωρίσει άτομα που είδε για πολύ λίγο και σε συνθήκες μεγάλης έντασης και σύγχυσης.
Παρά την άρνηση του μάρτυρα να προχωρήσει σε αναγνωρίσεις, η πίεση συνεχίστηκε με μεγαλύτερη ένταση από τη μεριά της εισαγγελέα. Το γεγονός εξόργισε τον Χρ. Ξηρό, που σε έντονο ύφος παρατήρησε στην εισαγγελέα ότι λέει και ξαναλέει τη λέξη «ευτραφής», μολονότι ο μάρτυρας ήταν κατηγορηματικός ότι εννοούσε «αθλητικός τύπος». Το επεισόδιο έκλεισε με μια ακόμη φτηνιάρικη δημαγωγική αναφορά της εισαγγελέα. «Καλά, θα τα πούμε μετά», είπε ο Χρ. Ξηρός. «Τι θα πει θα τα πούμε, με απειλείτε;», πέταξε δήθεν θυμωμένη η εισαγγελέας. Ο Χρ. Ξηρός δεν τα’ άφησε να πέσει κάτω. Της επισήμανε ότι μ’ αυτό προσπαθεί να δημιουργήσει εντυπώσεις, διότι ο ίδιος και να θέλει δεν έχει δυνατότητα να την απειλήσει. «Θα τα πούμε διά της λογικής, δεν έχω άλλο τρόπο», κατέληξε και η εισαγγελέας σιώπησε.
Τα ίδια και με το μάρτυρα Ασπραδάκη, ο οποίος είχε κατάστημα στην περιοχή και πριν δυο-τρεις μέρες είχε δει κάποιους που του φάνηκαν ύποπτοι, επειδή παρατηρούσαν μια άλλη τράπεζα (τη Γενική), και τηλεφώνησε την Αστυνομία. Και αυτός, λοιπόν, επειδή είδε κάποιον που το μέτωπό του έμοιαζε με κάποιου γνωστού του, αποφάνθηκε στην ανάκριση ότι «ένα 80% ήταν ο Κουφοντίνας»! Σήμερα τα μάζεψε και γύρισε περισσότερο στην αμφιβολία, σημασία όμως έχει το πώς είχε οδηγηθεί τότε στην αναγνώριση. Εβλεπε και ξανάβλεπε στις τηλεοράσεις τον Κουφοντίνα και είπε «αυτό τον άνθρωπο κάπου τον έχω ξαναδεί»! Οταν του είπαν ότι αυτός συμμετείχε στη ληστεία στην τράπεζα Εργασίας… σιγουρεύτηκε ότι αυτός ήταν!!! Με τον ίδιο τρόπο είχε αναγνωρίσει κατά 50% τον Τζωρτζάτο!!! Εκείνο το καλοκαίρι γέμισε ο τόπος από πρόθυμους να ρουφιανέψουν τους συλλαμβανόμενους. Ακόμα και με γελοίο τρόπο. Για παράδειγμα, ο συγκεκριμένος περιγράφει τον Τζωρτζάτο ως κοντό (1.70-1.75), αδύνατο, με αραιά μαλλιά. Καμία σχέση δηλαδή. Οπως καμία σχέση δεν πρέπει να είχαν τα άτομα που είχε δει και του φάνηκαν ύποπτα, αφού περιγράφει τέσσερα άτομα με δυο μηχανές και ένα Οτομπιάνκι. Λέτε να πήγαν για αναγνώριση του στόχου με ένα στόλο οχημάτων και να έδιναν στόχο στον κάθε περίεργο; Ας αφήσουμε που αυτός είδε αυτούς που είδε έξω από άλλη τράπεζα, ένα τετράγωνο πιο πέρα. Το αποκορύφωμα: όταν κλήθηκε να δείξει τον Τζωρτζάτο στο δικαστήριο, δεν μπόρεσε να τον αναγνωρίσει!
ΕΚΡΗΞΗ ΣΕ ΓΡΑΦΕΙΑ ΠΑΣΟΚ
Ο μάρτυρας Μπόμπος, ιδιοκτήτης του διαμερίσματος που στέγαζε τα γραφεία του ΠΑΣΟΚ στο Γαλάτσι, περιέγραψε τις ζημιές που έγιναν από την έκρηξη ωρολογιακού μηχανισμού. Η πλάκα είναι ότι ο μάρτυρας προσπαθούσε να περιγράψει με αντικειμενικό τρόπο τις ζημιές και αυτό δεν ικανοποιούσε την εισαγγελέα που… ήθελε περισσότερες. Δεν της άρεσε που ο μάρτυρας κατέθεσε ότι κάτι ραγίσματα στους τοίχους είχαν γίνει από το σεισμό και όχι από την έκρηξη. Ηθελε σώνει και καλά να της πει ότι έπεσαν οι σοβάδες και από το απέναντι κτίριο, ενώ ο άνθρωπος έλεγε με σαφήνεια ότι μερικοί σοβάδες από το δικό του κτίριο πήγαν απέναντι, χωρίς να κάνουν καμιά ζημιά.
Ο μάρτυρας Παπαχαραλάμπους αναφέρθηκε σε ρουκέτα που εκτοξεύθηκε και δεν έσκασε κατά των κεντρικών γραφείων του ΠΑΣΟΚ στη Χαρ. Τρικούπη (στην πίσω πλευρά). Με δυο απλές ερωτήσεις στο μάρτυρα ο Δ. Κουφοντίνας διέλυσε το τρομολάγνο σκηνικό του «μεγάλου κινδύνου που θα διέτρεχαν οι περίοικοι και οι διερχόμενοι από τη Χαρ. Τρικούπη αν έσκαγε η ρουκέτα», που με τις ερωτήσεις της προσπάθησε να στήσει η εισαγγελέας. Αποδείχτηκε ότι η ρουκέτα ρίχτηκε στο πίσω μέρος των γραφείων και στοχεύθηκε να χτυπήσει πάνω σε φαρδιά μπετονένια κολόνα. Επομένως, δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να περάσει από τα τζάμια και να πέσει στη Χαρ. Τρικούπη. Αυτά ούτε ο… Σβαρτσενέγκερ δεν τα καταφέρνει.
ΥΠΟΘΕΣΗ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
Ο φύλακας του Πολεμικού Μουσείου Σπυριδάκης αναφέρθηκε σε τέσσερα άτομα, που εισέβαλαν στο Πολεμικό Μουσείο και πήραν δυο μπαζούκας, αφού ακινητοποίησαν τους πάντες. Αυτός, λοιπόν, είχε «ψιλοαναγνωρίσει» τον Χρ. Ξηρό. Οταν κλήθηκε από την εισαγγελέα να προσδιορίσει το ύψος του, είπε ότι δε θυμάται αν ήταν λίγο πιο ψηλός ή λίγο πιο κοντός από τον ίδιο (είναι 1,80). Η εισαγγελέας τον πίεζε να γίνει σαφής και αυτός ζήτησε να σηκωθεί ο Χριστόδουλος για να θυμηθεί! Τέτοια αξιοπιστία! Σήκω να σε δω, για να θυμηθώ τι πρέπει να πω, πιο ψηλός ή πιο κοντός! Πάντως, η «αναγνώριση» του Χριστόδουλου από το συγκεκριμένο μάρτυρα δεν είχε ξεπεράσει το 50%! Σήμερα δε ήταν κατηγορηματικός: Δεν είναι αυτός ο άνθρωπος που είδα. Το επανέλαβε αρκετές φορές, προς μεγάλη στενοχώρια της εισαγγελέα.
Και στην περίπτωση του συγκεκριμένου μάρτυρα καταδείχτηκε ο τρόπος που γινόταν η ανάκριση το καλοκαίρι του 2002 και πώς οι μάρτυρες κατευθύνονταν σε συγκεκριμένες αναγνωρίσεις. Ο μάρτυρας κατέθεσε πως αμέσως μετά την επιχείρηση της 17Ν, όταν κλήθηκε στην Αντιτρομοκρατική, του έδειξαν τέσσερα βιβλία με φωτογραφίες, μπας και αναγνωρίσει κάποιον, ενώ μετά τις συλλήψεις ο ανακριτής του έδειξε μόνο τέσσερις φωτογραφίες, που αφορούσαν τους τέσσερις που κατηγορήθηκαν για την υπόθεση! Αυτός πάντως δεν αναγνώρισε κανένα.
Ο τότε διευθυντής του Μουσείου ναύαρχος Σακελλαρίου δεν ήταν παρών στο περιστατικό. Αναφέρθηκε στα όσα πληροφορήθηκε. Οτι εισέβαλαν τέσσερα άτομα, ακινητοποίησαν τους φύλακες, πήραν τα μπαζούκας (ανέφερε ότι ήταν παλιά και απενεργοποιημένα) και έφυγαν, αφού άφησαν μια ψεύτικη βόμβα (ένα κιβώτιο από το οποίο προεξείχε ένα καλώδιο) για να μην τους κυνηγήσουν οι φύλακες. Γενικά δεν ανέβασε τους τόνους και απέφυγε οποιαδήποτε απαξιωτική αναφορά, πολιτικού ή προσωπικού χαρακτήρα. Αξιοσημείωτη ήταν η τοποθέτησή του, ότι οι δράστες χρησιμοποίησαν την ελάχιστη δυνατή βία για να πετύχουν το σκοπό τους.
Μετά το μεσημεριανό διάλειμμα, ζήτησε το λόγο ο Δ. Κουφοντίνας για να κάνει ένα σχόλιο και προκλήθηκε ο εξής διάλογος:
Δ. Κουφοντίνας: Κύριε Πρόεδρε θέλω να κάνω έναν σχολιασμό: Εχω πει από την αρχή και το έχω επαναλάβει πολλές φορές ότι όσο με αφορά δε μ’ ενδιαφέρει η ποινή που θα μου επιβάλετε, δε με αφορά η ποινή, εντούτοις δε μπορώ να μην κάνω έναν σχολιασμό του τι συμβαίνει εδώ πέρα και τι αποδεικνύεται καθημερινά. Ο πρώτος μάρτυρας, που ήταν ο φύλακας των γραφείων του ΠΑΣΟΚ, όχι μόνο αφέθηκε να λέει απιθανότητες, ότι δήθεν θα διαπερνούσε η ρουκέτα το κτίριο των γραφείων και θα έφτανε μέχρι τη Χαριλάου Τρικούπη, αλλά του έγιναν και ερωτήσεις, ιδίως από την κα εισαγγελέα, όπως «τι θα συνέβαινε αν περνούσε μέσα από το κτίριο και έφτανε μέσα στη Χαριλάου Τρικούπη», λες κι αυτός ο άνθρωπος είχε κάποιες εξειδικευμένες γνώσεις για τη χρήση και τη λειτουργία των ρουκετών, ήταν πυροτεχνουργός ή ό,τι άλλο. Κι όλα αυτά τη στιγμή που ο ίδιος μάρτυρας από την κατάθεσή του εδώ προέκυπτε ότι η ρουκέτα χτύπησε στην πίσω πλευρά των γραφείων του ΠΑΣΟΚ και μάλιστα σε τοίχο από μπετόν. Δηλαδή το πολύ πολύ να πέρναγε εκείνο τον τοίχο, ενδιάμεσα υπήρχαν και μεσότοιχοι και επομένως τίποτα. Ενώ στον επόμενο μάρτυρα, τον τελευταίο μάρτυρα εδώ, έναν άνθρωπο με συγκροτημένο λόγο, ο οποίος αναγνώρισε εδώ τη χρήση της ελάχιστης βίας από την Οργάνωση κατά την επιχείρηση αφαίρεσης των ρουκετών, κάτι που φάνηκε και από τις καταθέσεις των άλλων μαρτύρων που ήρθαν και που θα έρθουν εδώ, αλλά ακόμα και από τον φύλακα που είπε, όταν τους είπε ότι είχε κάποιο πρόβλημα, ήταν ευγενείς μαζί του, δεν ασκήθηκε παρά πράγματι η ελάχιστη βία. Μετά από όλα αυτά και απ’ αυτό το συγκεκριμένο, νομίζω ότι γίνεται ολοκάθαρο και στους πιο δύσπιστους παρατηρητές αυτής της δίκης, ότι δεν πρόκειται για αναζήτηση της αλήθειας, αφού όχι μόνο δεν διερευνάται οποιοδήποτε στοιχείο υπέρ των κατηγορουμένων ή υπέρ της μεταβολής της κατηγορίας προς το ελαφρύτερο, αλλά αντίθετα επεκτείνεται και προσπαθεί να εκμαιευθεί από τους μάρτυρες οτιδήποτε επιβαρυντικό στοιχείο ή οτιδήποτε μπορεί να επιβαρύνει την κατηγορία και κυρίως να δημιουργηθούν εντυπώσεις.
Πρόεδρες: Κύριε Κουφοντίνα, προκειμένου να μεταβληθεί η κατηγορία, θα πρέπει το Δικαστήριο να αποφασίσει εάν διεπράχθη μια συγκεκριμένη πράξη ή είχε ελαφρότερο χαρακτηρισμό η πράξη για την οποία κατηγορείται κανείς. Αυτό διερευνάται.
Δ. Κουφοντίνας: Εδώ όμως παρεμποδίστηκαν ερωτήσεις του κ. Φυτράκη προς αυτή την κατεύθυνση, στο μάρτυρα.
Πρόεδρος: Τι έγινε δηλαδή;
Δ. Κουφοντίνας: Παρεμποδίστηκαν. Εγιναν ερωτήσεις από την κ. Εισαγγελέα για να αμφισβητήσει αυτό που είπε περί της χρήσης ελάχιστης βίας, αλλά και παρεμποδίστηκαν οι ερωτήσεις του κ. Φυτράκη προς αυτή την κατεύθυνση.
Πρόεδρος: Κύριε Κουφοντίνα, κοιτάξτε να δείτε τώρα, οι μάρτυρες κατέθεσαν πραγματικά περιστατικά. Το αν θα χαρακτηρισθεί διαφορετικά η πράξη ή όχι είναι θέμα εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, όχι σώνει και καλά ότι θα αλλάξουμε. Εάν τα περιστατικά αυτά δημιουργούν την πεποίθηση ότι συνέβησαν και βάσει αυτών η πράξη έχει ελαφρότερο χαρακτηρισμό, αυτό και θα γίνει. Αλλά όμως τα περιστατικά, αυτά ζητάμε. Οταν είπε ο κ. μάρτυς που είπατε προηγουμένως ότι η χρήση βίας ήταν ηπιότερη, ήταν η ελάχιστη που μπορούσε να γίνει, η βία υπάρχει. Από κει και πέρα, όταν φθάσει κανείς να εκτιμήσει, είναι θέμα του 79, στα πλαίσια της ποινής θα κινηθεί το δικαστήριο. Στα πλαίσια της ποινής που προβλέπεται για τη συγκεκριμένη πράξη.
Δ. Κουφοντίνας: Το ξεκαθάρισα ότι όσον αφορά εμένα δε μ’ ενδιαφέρει η ποινική αντιμετώπιση. Επίσης δεν μ’ ενδιαφέρει η νομική πλευρά του ζητήματος. Αυτό που μ‘ ενδιαφέρει είναι ότι σκοπείται, γίνεται προσπάθεια να δημιουργηθούν εντυπώσεις, κυρίως από τη μεριά της εισαγγελίας και να εκμαιευθούν ή να κατευθυνθούν μάρτυρες στο να καταθέσουν, τους υποβάλλονται μάλιστα λέξεις και φράσεις τις οποίες, το είδαμε και σήμερα, δε θέλω να αναφέρω συγκεκριμένα περιστατικά, έχουμε πάρα πολλά, έναν τεράστιο κατάλογο και θα σας τον φέρουμε εν καιρώ.
Πρόεδρος: Η νομική πλευρά κ. Κουφοντίνα της υπόθεσης πράγματι σας ενδιαφέρει διότι θίξατε προηγουμένως τη μεταβολή της κατηγορίας. Η μεταβολή της κατηγορίας είναι η νομική πλευρά του πράγματος.
Δ. Κουφοντίνας: Οχι για μένα και για τις επιπτώσεις που θα έχει η ποινική μου αντιμετώπιση.
Πρόεδρος: Για τους κατηγορουμένους γενικά.
Εισαγγελέας: Πάντως πρέπει να σας πω ότι με αδικείτε πολύ και δεν πρέπει.
Χρ. Ξηρός: Να πω κι εγώ δυο πράγματα συμπληρωματικά, κ. Πρόεδρε, για τον τρόπο που χειρίζεστε, μπορώ να πω, τους μάρτυρες. Ο μάρτυρας Σπυριδάκης του Πολεμικού Μουσείου τέσσερις φορές είπε απερίφραστα ότι «δεν ήταν ο κ. Χριστόδουλος Ξηρός αυτός που είδα», παρ’ ότι στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναγνώρισε. Ηρθε αυτός ο μάρτυρας εδώ αξιοπρεπέστατος, σχεδόν ομολόγησε ότι τον στήσανε στην πρώτη δίκη, σχεδόν το ομολόγησε, διότι είπε: «Πήγα στον ανακριτή και μου έδειξε τέσσερις φωτογραφίες» -όλως τυχαίως τέσσερις, όσους κατηγορούνται δηλαδή. Τέσσερις φωτογραφίες των κατηγορουμένων, όχι άσχετες φωτογραφίες. Δεν αναγνώρισε κανέναν στον ανακριτή, ήρθε εδώ πέρα στο πρωτόδικο δικαστήριο και είπε «50% μοιάζει στο Χριστόδουλο Ξηρό». Το 50% το αξιοποίησε δεόντως ο κ. Μαργαρίτης και σας διαβάζω κομμάτι απ’ την απόφαση που με καταδικάζει σα μέλος και λέει «ενδεικτικά αναφέρονται οι μάρτυρες Δημητρόπουλος» -τον θυμάστε, που με αναγνώρισε σε τροχαίο υποτίθεται- «Καισάριος, Καδάς, Σπυριδάκης στο Πολεμικό Μουσείο» -το 50% το έκανε 100% ανενδοίαστα ο κ. Μαργαρίτης. Και έρχεται ο μάρτυρας εδώ και σας λέει όχι μια φορά, όχι δύο, τέσσερις φορές, «δεν ήταν ο κ. Χριστόδουλος Ξηρός». Και επιμένετε και εσείς και η κ. εισαγγελέας, «μήπως έχει αλλάξει από τότε, μήπως έχει αδυνατίσει…». Οταν κάποιος αναγνωρίζει, το αφήνετε εκεί που είναι το θέμα, δεν έχει αλλάξει για 20 χρόνια κανένας, ούτε ο κ. Κουφοντίνας έχει αλλάξει, ούτε ο Σάββας Ξηρός, ούτε εγώ ούτε κανένας. Αφού αναγνώρισε τελείωσε, είναι αναλλοίωτα τα χαρακτηριστικά. Τώρα που αρνείται να αναγνωρίσει ο άνθρωπος αξιοπρεπώς και δεν έρχεται σαν το Μπερετάνο να πει «εγώ πήγα σε πνευματικό και εξομολογήθηκα», να σας πει εμμέσως δηλαδή ότι είπε ψέματα, αλλά το έλεγε ευθέως: «Δεν αναγνωρίζω», λέτε «μήπως έχει αλλάξει, μήπως ήταν έτσι, μήπως ήταν αλλιώς;». Αυτό δεν είναι αναζήτηση της αλήθειας, αυτό είναι αγωνιώδης προσπάθεια να κρατηθούν οι αναγνωρίσεις. Και καταλαβαίνω την αγωνία σας, γιατί την έχετε ανάγκη για την απόφαση. Διότι δεν έχετε τίποτε άλλο, παρά μόνο αυτές τις ελεεινές αναγνωρίσεις του πρώτου δικαστηρίου, τα 50% και τα 80%. Μόνο αυτά έχετε και κανένα άλλο στοιχείο, γι αυτό έχετε αυτή την αγωνία αλλά μην τη δείχνετε τόσο καθαρά.
Πρόεδρος: Κύριε Ξηρέ, δεν υπάρχει αγωνία προκειμένου το δικαστήριο να…
Χρ. Ξηρός: Εγώ αυτυό εισπράττω…
Πρόεδρος: Εσείς μπορεί να το εισπράττετε αλλά η αγωνία είναι εξίσου να δούμε πού βρίσκεται η αλήθεια. Οταν ερωτάται λοιπόν ο μάρτυρας ο οποίος έχει δώσει μια κατάθεση και του υπενθυμίζει το Δικαστήριο ή και οι παράγοντες οι άλλοι της δίκης ότι «ξέρετε κύριε, εδώ έχετε πει αυτά τα πράγματα, τι λέτε; Ισχύουν, δεν ισχύουν;» επόμενο είναι οι μάρτυρες ύστερα από αρκετά χρόνια να μη θυμούνται. Καθήκον είναι να του υπενθυμίσεις και τι έχει πει. Δεν είναι δηλαδή έξω από τη δικονομία το ότι κάποιος προσπαθεί να δει πράγματι ο μάρτυς τι έχει για να καταθέσει. Αν έχει καταθέσει κάτι το οποίο είναι επιβαρυντικό ή απαλλακτικό ή ελαφρυντικό, θα το πει. Αυτό προσπαθούμε, δεν προσπαθούμε σώνει και καλά να του πάρουμε αυτό που λέτε εσείς ότι εισπράττετε, ότι σώνει και καλά θέλουμε να μας δώσει στοιχεία επιβαρυντικά των κ.κ. κατηγορουμένων.
Χρ. Ξηρός: Σας είπα παραδείγματα κ. πρόεδρε. Εγώ καταλαβαίνω, δεν ξέρω δικονομία για να ξέρω αν επιτρέπεται αυτό που κάνετε ή όχι, ξέρω όμως ότι ηθικώς δεν επιτρέπεται. Δηλαδή όταν ο άλλος λέει «δε θυμάμαι», όπως ο πρώτος μάρτυρας στην Τράπεζα Εργασίας, και εσείς του λέτε «μα είχατε πει αυτό», εγώ το θεωρώ ανήθικο να του το θυμίσετε. Πιστεύω ότι αν κάποιος πέσει σε αντιφάσεις μπορείτε να του υπενθυμίσετε ότι «είχατε πει άλλα και λέτε άλλα». Δεν το κάνετε όμως αυτό το πράγμα. Σας είπα παράδειγμα τρανταχτό με το μάρτυρα Βοζώρα στην υπόθεση Μπακογιάννη, ο οποίος είπε ότι ήταν έτσι, ήταν αλλιώς και η κ. εισαγγελέας απέκρυψε το κεφαλαιώδες κατά τη γνώμη μου στοιχείο, το μπόι του ανθρώπου αυτού που έρχεται και αναγνωρίζει σαν Σάββα, ότι ήταν 1,65. Είναι 1,65 ο Σάββας; Γιατί το απέκρυψε; Είναι αναζήτηση της αλήθειας αυτό; Αυτό κάνετε και εγώ αυτό εισπράττω, γι αυτό σας καταθέτω. Και δεν είμαι στημένος απέναντί σας ότι είστε έτσι ή είστε αλλιώς, σας λέω τι καταλαβαίνω εγώ και τι εισπράττω. Το λέω καλόπιστα, δεν το λέω κακόπιστα.
Πρόεδρος: Σε ορισμένα πράγματα τα οποία λέτε ότι δεν ξέρετε αν είναι έτσι ή αλλιώς, δεν είναι κακό να ρωτήσετε και τους κ.κ. δικηγόρους σας.
Ο φύλακας του Πολεμικού Μουσείου Γαλλιμάτης «αναγνώρισε χωρίς αμφιβολία» Σάββα και Κουφοντίνα. Οταν, όμως, ο πρόεδρος του ζήτησε να περιγράψει το Σάββα, δε μπορούσε να κάνει καμιά περιγραφή. Τον πίεσε ο πρόεδρος και τότε απάντησε για το Σάββα: μετρίου αναστήματος! Ενας άνθρωπος 1,86… μετρίου αναστήματος!!
Στο τέλος έγιναν σχόλια από τους συνηγόρους. Ο Α. Κωνσταντάκης (Χρ. Ξηρός) αναφέρθηκε σε μια ακόμα κατάρρευση αναγνώριοσης του Χρ. Ξηρού και στηλίτευσε τον τρόπο με τον οποίο διεξαγόταν η ανάκριση και οι αναγνωρίσεις το καλοκαίρι του 2002, όπως και την πρωτοφανή μεθόδευση της αναγνώρισης με ποσοστά, την οποία χαρακτήρισε όχι απλώς πλήγμα στη δικονομία αλλά πλήγμα στη δημοκρατία. Δεν υπάρχει ποσοστό στις αποδείξεις, υποστήριξε ο συνήγορος. ‘Η αναγνωρίζεις κάποιον ή δεν αναγνωρίζεις. Το 99,5% σημαίνει μη αναγνώριση. Αναγνώριση είναι μόνο το 100%, η απόλυτη βεβαιότητα.
Ο συνήγορος του Θωμά Σερίφη Σ. Φυτράκης ανέπτυξε μια επιχειρηματολογία σύμφωνα με την οποία η ενέργεια στο Πολεμικό Μουσείο πρέπει να χαρακτηριστεί διακεκριμμένη κλοπή και όχι ληστεία, επικαλούμενος την κατάθεση του μάρτυρα Σακελλαρίου (ο πρόεδρος, πάντως, είχε σπεύσει προηγούμενα, απαντώντας στον Δ. Κουφοντίνα, να βγάλει την απόφαση, μιλώντας για ληστεία οπωσδήποτε, που η βαρύτητά της πρέπει να εξεταστεί μόνο στο στάδιο της επιμέτρησης της ποινής!).
Ο Δ. Κουφοντίνας έκλεισε τη συνεδρίαση με μια σύντομη δήλωση: « Να πω δυο λέξεις πάνω σε αυτό. Στην ενέργεια αυτή πραγματικά χρησιμοποιήθηκε η ελάχιστη δυνατή βία. Αυτό αναγνωρίστηκε από το μάρτυρα, το ναύαρχο τον κ. Σακελλαρίου, ο οποίος επειδή ήταν και έξω και έχει κάποιο συγκροτημένο λόγο και θα έλεγα και μια ευθιξία που παραιτήθηκε κιόλας, αναγνώρισε ότι χρησιμοποιήθηκε πράγματι η ελάχιστη βία. Αυτό δεν θα μπορούσαν να το αναγνωρίσουν οι μάρτυρες που ήρθαν, οι οποίοι ήταν φύλακες και ενδεχομένως για να δικαιολογηθούν ίσως θα υπερέβαλλαν κάπως. Δεν ήρθαν εδώ οι υπόλοιποι μάρτυρες οι πολίτες, οι οποίοι θα έδιναν και την πραγματική διάσταση των γεγονότων. Νομίζω όμως ότι την έδωσε πολύ καθαρά και ο ναύαρχος ο κ. Σακελλαρίου».