Τα ίδια γράφουμε κάθε φορά που ένας ισχυρός σεισμός χτυπάει μια κατοικημένη περιοχή. Απόδειξη ότι δεν έχει αλλάξει τίποτα και στον τομέα της αντισεισμικής θωράκισης, και στον τομέα της διαχείρισης της κατάστασης και στον τομέα της ανακούφισης και της αποκατάστασης των σεισμοπαθών.
Αμέσως μόλις κάποια περιοχή χτυπηθεί από ένα σεισμό σαν τον τελευταίο, πρώτοι πιάνουν στασίδι στα κανάλια οι σεισμολόγοι και γεωλόγοι, για να μαλλιοτραβηχτούν σαν καθυστερημένες Κατίνες της γειτονιάς, με σκοπούμενο έπαθλο περισσότερα κονδύλια και κατάληψη κρατικών πόστων. Ακολουθούν οι πολιτικοί. Οι της κυβέρνησης μοιράζουν τριχίλιαρα και υποσχέσεις για άμεση αποκατάσταση των σπιτιών που έπαθαν ζημιές ή πρέπει να γκρεμιστούν, ενώ οι της αντιπολίτευσης ζητούν περισσότερα και χωρίς γραφειοκρατία. Ακολουθούν οι μεγαλομηχανικοί, που στο πίσω μέρος του μυαλού τους έχουν πώς ν’ ανοίξουν δουλειές για το συνάφι. Μετά από μερικές μέρες εξαφανίζονται όλοι, τα προβλήματα ξεχνιούνται, οι σεισμόπληκτοι κοιτάζουν πώς να γιατρέψουν τις πληγές τους, τα λαμόγια της πιάτσας κονομάνε και όλα τα ξαναθυμούνται μετά τον επόμενο σεισμό. Η δημόσια συζήτηση που γίνεται, διαμεσολαβημένη από τα ΜΜΕ και απόλυτα ελεγχόμενη, παίρνει το χαρακτήρα μιας πανεθνικής ψυχανάλυσης. Μιλούν για τα προβλήματα για να καθησυχάσουν τον κόσμο, όχι γιατί έχουν σκοπό ν’ αλλάξουν ρότα.
Ανατριχιάζεις όταν αναλογίζεσαι ποια θα ήταν τα αποτελέσματα του τελευταίου σεισμού αν ίσχυαν δυο –καθόλου απίθανες– υποθέσεις: να γινόταν καθημερινή και όχι Κυριακή και το επίκεντρό του να ήταν κοντά σε ένα πυκνοκατοικημένο αστικό συγκρότημα. Δε χρειάζεται να πούμε τι θα γινόταν.
Μετά το σεισμό της Πάρνηθας το 1999, η τότε κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει σε έλεγχο στατικότητας όλων των δημόσιων κτιρίων, με προτεραιότητα σε σχολεία, νοσοκομεία, γηροκομεία κ.λπ. Πρόκειται για 80.000 κτίρια σε όλη τη χώρα. Εννέα χρόνια από τότε και έχει ελεγχθεί μόνο το 5% των κτιρίων! Σε όποια δε κτίρια απαιτούνται προληπτικές στατικές ενισχύσεις δεν έχει γίνει απολύτως τίποτα! Μετά το σεισμό της Πάρνηθας, το 17,5% των σχολικών κτιρίων της Αττικής κρίθηκαν ακατάλληλα. Σκεφτείτε τι θα γινόταν αν αντί για τα 5,9 ρίχτερ είχαμε τα 6,5 ρίχτερ της Ανδραβίδας και με μικρό εστιακό βάθος.
Το 2001 εξαγγέλθηκε προσεισμικός έλεγχος όλων των σχολείων. Εφτά χρόνια από τότε δεν υπάρχει καμιά ενημέρωση για την πορεία του ελέγχου. Είναι γνωστό ότι το 30% περίπου των σχολικών κτιρίων έχουν χτιστεί πριν το 1959 που εφαρμόστηκε ο πρώτος αντισεισμικός κανονισμός! Μόνο το 21% είναι χτισμένα από τότε που άρχισε να ισχύει ο νέος αντισεισμικός κανονισμός, που έχει πάρει υπόψη του όλα τα καινούργια δεδομένα. Τα αποτελέσματα τα είδαμε ήδη στους νομούς Ηλείας και Αχαΐας. Σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργείου Παιδείας στις 10 Ιούνη, από τις συνολικά 202 αυτοψίες που πραγματοποίησαν κλιμάκια μηχανικών του ΟΣΚ, μετά από συνεννόηση και υπόδειξη των Νομαρχιών, 24 σχολικές μονάδες κρίθηκαν ακατάλληλες (9 στην Αχαΐα και 15 στην Ηλεία)! Το 12% των σχολικών κτιρίων βρέθηκαν ακατάλληλα! Και μάλιστα, όχι μόνο στην Ηλεία, αλλά και μέσα στην Πάτρα, που ήταν μακρύτερα από το επίκεντρο του σεισμού.
Και τι να πεις για το νοσοκομείο «Αγιος Ανδρέας» που αναγκάστηκαν να το εκκενώσουν, αφού άμα φάει ένα δεύτερο σεισμό μπορεί να καταρρεύσει; Η κρατική αδιαφορία εν προκειμένω συνιστά αδίκημα σε βαθμό κακουργήματος, γιατί επί σειρά ετών υπήρχαν προειδοποιήσεις για τους μεγάλους κινδύνους που εγκυμονεί αυτό το κτίριο, που φτιάχτηκε επί χούντας και αποτελεί σύμβολο εργολαβικής ρεμούλας. Και τώρα που το άδειασαν, όμως, δεν έχουν σκοπό να το κατεδαφίσουν και να χτίσουν ένα σύγχρονο νοσοκομείο με όλες τις στατικές-αντισεισμικές προδιαγραφές, αλλά να το ενισχύσουν με κάποια σιδερένια υποστηλώματα.
Και τι να πεις για την ανυπαρξία σχεδίων διαχείρισης κρίσεων, για την πρόβλεψη μεγάλων ελεύθερων χώρων στα κέντρα των πόλεων (αυτοί οικοδομούν κάθε οικόπεδο), τη μη πραγματοποίηση ασκήσεων ετοιμότητας του πληθυσμού κ.λπ.
Το μόνο που καταφέρνει κάθε σεισμός είναι να ανεβάσει τη… θρησκοληψία. Ο κόσμος κάνει το σταυρό του και φτύνει στον κόρφο του, επειδή πότε πέφτει Κυριακή και πότε το επίκεντρο είναι μακριά από μεγάλες πόλεις. Ομως, μια χώρα στην οποία εκλύεται το 50% της σεισμικής ενέργειας που εκλύεται στην Ευρώπη, δεν πρέπει «να μάθει να ζει με τους σεισμούς» (αυτό το έχουμε μάθει), αλλά να θωρακιστεί για να μπορεί να έχει τις μικρότερες δυνατές συνέπειες. Αυτό, όμως, κοστίζει και δεν γίνεται.