Με το που τιθασεύτηκαν οι φωτιές και οι φακοί της δημοσιότητας άρχισαν να εστιάζονται στο δράμα των πυρόπληκτων, άρχισαν και τα ΜΜΕ να ζητούν τη γνώμη δασολόγων και ειδικών στη δασική πολιτική. Δηλαδή, άρχισαν να ζητούν τη γνώμη αυτών που το τετραήμερο του ολέθρου τους είχαν αποκλείσει από τη δημοσιότητα κι ας είναι αυτοί που γνωρίζουν το θέμα καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο. Ετσι, άρχισαν να ακούγονται και κάποιες επιστημονικές απόψεις, που στον προσεκτικό αναγνώστη δείχνουν πόσο εγκληματική είναι η πολιτική που ακολουθούν εδώ και χρόνια οι κυβερνήσεις και επιβεβαιώνουν την υποψία ότι ο θάνατος τόσων ανθρώπων και η τεράστια καταστροφή ήταν αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής και όχι κάποιας «ασύμμετρης απειλής» ή του… «στρατηγού ανέμου».
Ακόμα και ο Γιωργάκης εμφανίστηκε καλά διαβασμένος στη συνέντευξη που έδωσε στο MEGA. Προφανώς, είχε ενημερωθεί από δασολόγους, προκειμένου να διαλύσει τους μύθους της κυβερνητικής προπαγάνδας. Οταν για παράδειγμα του έλεγαν οι δημοσιογράφοι ότι μπήκαν 125 φωτιές σε μια μέρα, απαντούσε ότι «όταν φέτος στην Πελοπόννησο μόνο δυο φωτιές ξεκίνησαν και μετά μια τρίτη και χάσαμε 2,5 εκατομμύρια στρέμματα». Κι όταν η Τρέμη επέμενε (γιατί και η ίδια είχε παίξει επί τριήμερο το έργο «τόσες φωτιές δεν μπορεί να είναι σύμπτωση»), της απαντούσε με κατηγορηματικότητα, ότι «αυτά είναι προπαγανδιστικές προσπάθειες της κυβέρνησης για να καλύψει τις δικές της ενοχές». Ομως, αυτή η δημόσια συζήτηση γίνεται εκ των υστέρων και με εξαιρετικά αποσπασματικό τρόπο, με αποτέλεσμα να μη βγαίνουν σαφή συμπεράσματα και πολύς κόσμος να μπερδεύεται. Ενώ, αν γινόταν τις μέρες της μεγάλης κρίσης, τα πράγματα σήμερα θα ήταν διαφορετικά ως προς το επίπεδο συνείδησης και γνώσης του ελληνικού λαού.
Παρακάτω παραθέτουμε απόσπασμα από μια ενδιαφέρουσα ανάλυση του κ. Παύλου Κωνσταντινίδη, ερευνητή του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκης-ΕΘΙΑΓΕ, στο «Βήμα της Κυριακής» (2.9.07). Τα παραθέτουμε γιατί έρχονται να επιβεβαιώσουν μια σειρά επισημάνσεις που έγιναν και από το δικό μας ρεπορτάζ στο προηγούμενο φύλλο. Σημειώνουμε ειδικά τις αναφορές στα άλματα που κάνει μια δασική πυρκαγιά, που από τη βρόμικη προπαγάνδα παρουσιάστηκαν σαν «πολλαπλοί εμπρησμοί» που «δε μπορούν να αποτελούν σύμπτωση» και στην παντελή ασχετοσύνη της Πυροσβεστικής, που αντί να πάει να συναντήσει τη φωτιά, την περιμένει.
«Η αλήθεια είναι ότι η φωτιά, καθώς αποτελεί οικολογικό παράγοντα, ο άνθρωπος αδυνατεί να την ελέγξει παρά την ανάπτυξη της τεχνολογίας. Είτε υπάρξει ο εμπρηστής είτε όχι κάθε δάσος είναι υποψήφιο να καεί. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι στην πραγματικότητα κάθε δάσος είναι στην ουσία ένα εργοστάσιο παραγωγής καύσιμης ύλης, μπορούμε να καταλάβουμε ότι όσο αργότερα συμβαίνει μια φωτιά τόσο η συγκέντρωση καυσίμων θα κάνει το φαινόμενο ακόμη πιο βίαιο όταν συμβεί. Η δασική φωτιά έχει τη δύναμη ηφαιστείου, τυφώνα ή σεισμού. Αν αυτή η σκληρή αλήθεια είχε ειπωθεί με θάρρος πριν από μερικές δεκαετίες, πολλές καταπατήσεις στα δάση θα είχαν αποφευχθεί αφού οι τεράστιοι κίνδυνοι θα αποτελούσαν ανασταλτικό παράγοντα.
Σε καιρικές συνθήκες όπως η φετινή η εμφάνιση των πυρκαϊών δε χρειάζεται τη συνδρομή των εμπρηστών, πολύ δε περισσότερο τη διοργάνωση ειδικών καταστροφικών σχεδίων. Οχι ότι δεν υπάρχουν δόλιοι εμπρηστές, όμως είναι επικίνδυνο να εφησυχάζουν οι πολίτες και να πιστεύουν ότι δεν είναι ικανοί να προκαλέσουν φωτιά από αμέλεια. Κάθε χρόνο καταγράφονται τόσες φωτιές από αμέλεια που δεν χρειάζεται κανένα οργανωμένο ή μη σχέδιο εμπρησμών. Η άγνοια της συμπεριφοράς της φωτιάς ακόμη και σε ανώτατο επίπεδο υπηρεσιών είναι τόση, ώστε ένα κλασικό χαρακτηριστικό φαινόμενο όπως είναι τα άλματα της φωτιάς εξαιτίας των καυτρών, και η εμφάνιση πολλών συγχρόνως μετώπων να θεωρείται απόδειξη εμπρησμών.
Η διαφορά μεταξύ των πυρκαϊών της χώρας μας και των υπόλοιπων περιοχών είναι ότι στην Ελλάδα όλο το σύστημα αντιμετώπισής τους κινείται σε καθαρά ερασιτεχνικό επίπεδο, για τον λόγο αυτόν η καταστροφικότητα παίρνει τραγικές διαστάσεις. Δεν υπάρχουν κεντρικές πολιτικές πρόληψης και κατάσβεσης. Διαφορετικά υπουργεία που ελάχιστη επικοινωνία διατηρούν μεταξύ τους διαχειρίζονται μέρος του προβλήματος. Η κατάσβεση ανατέθηκε σε μια υπηρεσία που αγνοεί τον χώρο, την ποιότητα και την ποσότητα των δασών, αλλά και την οικολογική αξία των διαφόρων ειδών. Η δασοφοβική Πυροσβεστική Υπηρεσία ποτέ δεν θα τολμήσει να κυνηγήσει τη φωτιά, απλά θα την κυνηγά από πίσω, ενθαρρύνοντας τις φήμες περί σχεδίων εμπρηστών, περί αδύναμου ανθρώπινου δυναμικού, περί απουσίας μέσων.
Για να βελτιωθεί η κατάσταση πρέπει να αναθεωρηθεί ολόκληρο το σύστημα. Η επαναφορά της ευθύνης στη Δασική Υπηρεσία ή η δημιουργία του ενιαίου φορέα δασοπυρόσβεσης θα είναι το πρώτο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Το επόμενο είναι να μάθουμε τους πολίτες να ζουν με τις δασικές πυρκαϊές, χωρίς να κινδυνεύουν οι ίδιοι και οι περιουσίες τους. Μόνο τότε θα συμβαδίσουμε με τις υπόλοιπες προηγμένες χώρες και θα σταματήσουμε τον μόνιμο θρήνο. Δεν χρειάζεται γενναιότητα. Χρειάζεται γνώση».