Επανέρχεται δριμύτερη η συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΠΟΣΔΕΠ, δίνοντας ηχηρό χαστούκι σε Μητσοτάκη και Κεραμέως. Να μην κατατεθεί το νομοσχέδιο ζητά με ομόφωνη απόφασή της και πάλι η Εκτελεστική Γραμματεία της, η οποία σημειώνει ότι σε περίπτωση που αυτό ψηφιστεί «ξεκινάει μια γκρίζα εποχή για τα Πανεπιστήμια με επικράτηση μηχανισμών διαπλοκής, υπόγειες συνεννοήσεις συμφερόντων και ανταλλάγματα».
Η ΠΟΣΔΕΠ καλεί τους συλλόγους μελών ΔΕΠ να εντείνουν τις ενέργειές τους για την ενημέρωση της ελληνικής κοινωνίας και της πανεπιστημιακής κοινότητας για τις επιπτώσεις που θα έχει ο νόμος στα ελληνικά πανεπιστήμια και να αναλάβουν πρωτοβουλίες συντονισμού και κοινών δράσεων.
Τους καλεί επίσης να αντιδράσουν με προειδοποιητική απεργία την ημέρα κατάθεσης του νομοσχέδιου στη Βουλή και να προετοιμαστούν για κλιμάκωση του αγώνα.
Την ίδια στιγμή καθημερινά δημοσιεύονται αποφάσεις είτε μελών ΔΕΠ είτε Συγκλήτων Πανεπιστημίων, που χαρακτηρίζουν το νομοσχέδιο ως μη ανταποκρινόμενο στις πραγματικές ανάγκες των Ιδρυμάτων, που καταστρατηγεί το θεμέλιο του αυτοδιοίκητου των Πανεπιστημίων και ζητούν την απόσυρσή του, μεγαλώνοντας τον εκνευρισμό του Μητσοτάκη και της υπουργού Παιδείας.
Παραθέτουμε τις αποφάσεις της ΠΟΣΔΕΠ, της Συγκλήτου του Ιόνιου Πανεπιστήμιου και της Γενικής Συνέλευσης του Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού (ΕΕΠ) ΑΠΘ.
Απόφαση Ε.Γ. ΠΟΣΔΕΠ
Ομόφωνη απόφαση για το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας «Νέοι Ορίζοντες στην Ανώτατη Εκπαίδευση»
Η ΕΓ της ΠΟΣΔΕΠ επιβεβαιώνει την αρχική της ομόφωνη τοποθέτηση για το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας «Νέοι Ορίζοντες στην Ανώτατη Εκπαίδευση»:
- Η γενική κατεύθυνση του νομοσχεδίου βρίσκεται στον αντίποδα της σύγχρονης και υψηλού επιπέδου πανεπιστημιακής εκπαίδευσης που έχει ανάγκη η νεολαία και η χώρα μας.
- Εάν το νομοσχέδιο ψηφιστεί στη Βουλή των Ελλήνων, ξεκινάει μια γκρίζα εποχή για τα Πανεπιστήμια με επικράτηση μηχανισμών διαπλοκής, υπόγειες συνεννοήσεις συμφερόντων και ανταλλάγματα.
Το γεγονός ότι τόσο την περίοδο πριν την κατάθεση του νομοσχεδίου, όσο και στο ασφυκτικό διάστημα διαβούλευσης από την δημοσίευσή του, το Υπουργείο Παιδείας δεν επιδίωξε την οποιαδήποτε επαφή με την ΠΟΣΔΕΠ, παρά τα επανειλημμένα αιτήματα εκ μέρους μας, αποδεικνύει για ακόμη μία φορά την αδιαφορία του για τις θέσεις των πανεπιστημιακών.
Η ΕΓ της ΠΟΣΔΕΠ, λαμβάνοντας υπόψη τις θέσεις των συλλόγων των πανεπιστημιακών και των ακαδημαϊκών οργάνων των πανεπιστημίων θεωρεί πως το νομοσχέδιο δεν πρέπει να κατατεθεί προς ψήφιση στη Βουλή.
Η ΕΓ της ΠΟΣΔΕΠ ζητά να ξεκινήσει ένας ειλικρινής και οργανωμένος διάλογος με χρονοδιάγραμμα, με όλους τους φορείς της ακαδημαϊκής κοινότητας, για την υιοθέτηση ενός πλαισίου που να συγκεντρώνει τη συναίνεση, η οποία είναι απαραίτητη για την ενίσχυση του δημόσιου πανεπιστήμιου.
Η ΕΓ της ΠΟΣΔΕΠ καλεί τους συλλόγους μελών ΔΕΠ να εντείνουν τις ενέργειές τους για την ενημέρωση της ελληνικής κοινωνίας και της πανεπιστημιακής κοινότητας για τις επιπτώσεις που θα έχει ο νόμος στα ελληνικά πανεπιστήμια και να αναλάβουν πρωτοβουλίες συντονισμού και κοινών δράσεων που να αγκαλιάζουν το σύνολο της πανεπιστημιακής κοινότητας διεκδικώντας να μην κατατεθεί το νομοσχέδιο και να ξεκινήσει ουσιαστικός διάλογος. Στην ίδια κατεύθυνση η ΕΓ της ΠΟΣΔΕΠ θα αναλάβει πρωτοβουλίες συντονισμού και ενημέρωσης, ξεκινώντας άμεσα με όλα τα κόμματα του Κοινοβουλίου.
Η ΕΓ της ΠΟΣΔΕΠ αναλογιζόμενη την κρισιμότητα της κατάστασης που διαμορφώνεται, καλεί τους συλλόγους μελών ΔΕΠ όλων των ιδρυμάτων, στην περίπτωση που προωθηθεί το νομοσχέδιο, να αποφασίσουν την προκήρυξη προειδοποιητικής απεργίας την ημέρα κατάθεσής του στη Βουλή, και να προετοιμασθούν για την κλιμάκωση του αγώνα για να μην ψηφισθεί.
Ψήφισμα της Συγκλήτου του Ιονίου Πανεπιστημίου
Η Σύγκλητος του Ιονίου Πανεπιστημίου κατά την 21η συνεδρίασή της που έλαβε χώρα στις 15 Ιουνίου 2022 συζήτησε διεξοδικά επί του υπό διαβούλευση κατατεθειμένου νομοσχεδίου «Νέοι Ορίζοντες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα» του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων. Ενός ογκωδέστατου σχεδίου νόμου το οποίο ενσωματώνει προβλέψεις που στοχεύουν στην ρύθμιση της λειτουργίας του Ελληνικού Δημοσίου Πανεπιστημίου σε ένα πλαίσιο επί της αρχής υπερρυθμιστικό και με διατάξεις που περιορίζουν επί της ουσίας το αυτοδιοίκητο των Ιδρυμάτων.
Μέσα από έναν μεγάλο αριθμό άρθρων, το νομοσχέδιο κωδικοποιεί ισχύουσες διατάξεις και εισάγει νέες που αφορούν στο σύνολό τους σε τομείς όπως η οργάνωση και λειτουργία της εκπαίδευσης σε όλους τους κύκλους σπουδών, η οργάνωση της έρευνας, η διάρθρωση της διοίκησης, η στελέχωση των Ιδρυμάτων και η ακαδημαϊκή ζωή σε αυτά. Στο παραπάνω πλαίσιο, η θετικά εκτιμώμενη ρύθμιση παγίων και διαχρονικών αιτημάτων των Πανεπιστημίων, όπως για παράδειγμα η θεσμοθέτηση της πρακτικής άσκησης, η απλοποίηση διαδικασιών εκπόνησης και χρηματοδότησης της έρευνας, αλλά και η υποστήριξη της διεθνοποίησης και οι προβλέψεις διατάξεων που προσαρμόζουν τη μορφή των παρεχόμενων σπουδών στο ευρωπαϊκό και διεθνές ακαδημαϊκό γίγνεσθαι, επισκιάζεται από ένα νομοθετικό πλέγμα άκρως ρυθμιστικό, το οποίο δεν αφήνει περιθώρια λήψης αποφάσεων με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε Πανεπιστημιακού Ιδρύματος.
Παράλληλα, η υλοποίηση των προβλέψεων που περιλαμβάνονται στο νομοσχέδιο, ειδικά αυτών που αφορούν στην εκπαίδευση και στη σύσταση μηχανισμών υποστήριξης της λειτουργίας της διοίκησης απαιτούν πρόσθετους πόρους και ανθρώπινο δυναμικό, για τους οποίους δεν παρέχονται κάποιου είδους δεσμεύσεις διάθεσής τους εκ μέρους της πολιτείας. Η έλλειψη παρόμοιων δεσμεύσεων διαπιστώνεται ότι επεκτείνεται σε όλο το εύρος των προβλέψεων του νομοσχεδίου, γεγονός που συνδυαζόμενο με τη χρόνια υποχρηματοδότηση και την εξαιρετικά περιορισμένη ή κατά περίπτωση ανύπαρκτη διάθεση ανθρώπινων πόρων εκμηδενίζει τις πιθανότητες επιτυχούς εφαρμογής του. Αν και σε θέματα νέων τύπων προγραμμάτων σπουδών το νομοσχέδιο ορίζει το θεσμικό πλαίσιο οργάνωσής τους χωρίς να υποχρεώνει τα Ιδρύματα να προχωρήσουν στον σχεδιασμό και υλοποίησή τους, εντούτοις η Σύγκλητος εκφράζει τον έντονο προβληματισμό της για την πιθανή, μελλοντική υιοθέτησή τους ως αξιολογικών δεικτών ποιότητας.
Η Σύγκλητος του Ιονίου Πανεπιστημίου δηλώνει επίσης αντίθετη στις ισχύουσες ρυθμίσεις περί δυνατότητας συγχώνευσης και κατάργησης ακαδημαϊκών μονάδων και Πανεπιστημίων χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των συλλογικών τους οργάνων, οι οποίες καταστρατηγούν το θεμέλιο του αυτοδιοίκητου των Πανεπιστημίων, ενώ παράλληλα έρχονται σε αντίθεση με κάποιες εκ των αρμοδιοτήτων περί στρατηγικού σχεδιασμού που εκχωρούνται στα νέα όργανα διοίκησης των Ιδρυμάτων. Επαναφέρει δε για άλλη μια φορά το αίτημα περί καθορισμού μιας σε ικανό βάθος χρόνου εθνικής στρατηγικής που θα οριοθετήσει τις προτεραιότητες της χώρας στους τομείς της απασχόλησης και της ανάπτυξης, βάσει των οποίων τα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα θα μπορούν να καθορίσουν αυτοδύναμα την εσωτερική τους δομή, με όρους ακαδημαϊκής ποιότητας.
Παράλληλα, η Σύγκλητος διαπιστώνει ότι δεν υφίσταται καμία, η οποιαδήποτε, νομοθετική πρόβλεψη για την ενίσχυση των περιφερειακών Πανεπιστημίων. Μια τέτοια πρόβλεψη θα αποτελούσε, όπως έχει ήδη επισημανθεί σε προηγούμενες αποφάσεις της Συγκλήτου, έμπρακτη απόδειξη βούλησης στήριξης των περιφερειακών πανεπιστημίων από την πλευρά της Πολιτείας. Συγχρόνως, όμως, αποτελούσε και αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη συνέχιση της λειτουργίας της Ανώτατης Εκπαίδευσης στην περιφέρεια της χώρας. Η απουσία αυτή, λοιπόν, είναι δηλωτική των προθέσεων της Πολιτείας και συμπληρώνεται και από: α) τη δημιουργία νομικού πλαισίου για την λειτουργία Τμημάτων Εφαρμοσμένων Επιστημών και Τεχνολογίας, το οποίο, σε συνδυασμό με την πρόθεση συρρίκνωσης του χάρτη της ανώτατης εκπαίδευσης, υποκρύπτει πρόθεση άκριτου ακαδημαϊκού μετασχηματισμού και υποβάθμισης πανεπιστημιακών τμημάτων, ειδικά περιφερειακών, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη τους και β) το ότι συγκεκριμένες διατάξεις του νομοσχεδίου, όπως για παράδειγμα αυτές του νέου μοντέλου διοίκησης, θα καταστούν ανεφάρμοστες για πρακτικούς λόγους (π.χ. περιορισμένος αριθμός υποψηφίων) στα – κατά κανόνα – μικρού μεγέθους περιφερειακά Ιδρύματα. Επισημαίνεται επίσης ο κίνδυνος, χωρίς τις κατάλληλες προβλέψεις, η κινητικότητα των φοιτητών σε εθνικό επίπεδο να δημιουργήσει μονόδρομες ροές φοιτητικού πληθυσμού από τα περιφερειακά ιδρύματα προς τα κεντρικά.
Η εφαρμογή του μοντέλου διοίκησης που αποτυπώνεται στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου δημιουργεί θέμα δημοκρατικής νομιμοποίησης των προβλεπόμενων οργάνων διοίκησης. Μέσω της περιθωριοποίησης της Συγκλήτου συντελείται υπερσυγκέντρωση αρμοδιοτήτων, συμπεριλαμβανομένων αυτών που σχετίζονται με την καθημερινότητα της λειτουργίας των Ιδρυμάτων, στο ολιγομελές Συμβούλιο Διοίκησης, τα εξωτερικά μέλη του οποίου είναι αποκομμένα από την ακαδημαϊκή κοινότητα και πιθανότατα δεν γνωρίζουν τις ειδικές συνθήκες του ακαδημαϊκού χώρου. Οι υπερεξουσίες του Πρύτανη με ταυτόχρονη υποβάθμιση του ρόλου των Αντιπρυτάνεων στα συλλογικά όργανα δεν συνάδουν με τον – μόνο έμμεσα αντιπροσωπευτικό – τρόπο εκλογής του από έναν ελάχιστο αριθμό εκλεκτόρων. Η παράλληλη δε έλλειψη λογοδοσίας, αλλά και θεσμικών αντίβαρων σε επίπεδο συλλογικών οργάνων, δημιουργεί κινδύνους πελατειακών σχέσεων σε ανώτατο διοικητικό επίπεδο. Τέλος, η απουσία ξεκάθαρων δεσμεύσεων για την υλοποίηση των στρατηγικών σχεδίων ανάπτυξης των Πανεπιστημίων από την Πολιτεία, εκτιμάται ότι δύναται να αποτελέσει την θρυαλλίδα της αποτυχίας του θεσμού των Συμβουλίων Διοίκησης, στον μοναδικό ίσως τομέα αρμοδιότητάς τους όπου η λειτουργία τους εντός των Πανεπιστημίων θα μπορούσε να είναι ουσιαστικού ενδιαφέροντος.
Το εξαιρετικά σύντομο διάστημα διαβούλευσης, σε συνδυασμό με την απουσία ουσιαστικού διαλόγου κατά το προηγούμενο διάστημα μεταξύ των Πανεπιστημίων και του Υπουργείου Παιδείας επί των επιμέρους πτυχών και λεπτομερειών – και όχι μόνο επί των αρχών – του σχεδίου νόμου δυσχεραίνουν την όποια προσπάθεια καταγραφής προτάσεων αλλαγών ή/και βελτιώσεων. Μια σειρά σημαντικών θεμάτων χρήζουν επίσης ιδιαίτερα προσεκτικής αντιμετώπισης και αναθεώρησης, όπως ενδεικτικά τα προσόντα εκλογής των μελών ΔΕΠ, η μη-μονιμοποίηση των επίκουρων Καθηγητών, η ουσιαστική κατάργηση των Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών χωρίς δίδακτρα, η κατάργηση του θεσμού των Ακαδημαϊκών Υποτρόφων και της δυνατότητας μετάταξης εκπαιδευτικών της Α/θμιας και Β/θμιας εκπαίδευσης σε θέσεις Ε.ΔΙ.Π, η απουσία εκπροσώπησης των διοικητικών υπαλλήλων στα όργανα διοίκησης του ιδρύματος, αλλά και οι μεταβατικές διατάξεις στο σύνολό τους.
Ιδιαίτερα δυσμενής, για μια ακόμα φορά, είναι η αντιμετώπιση των ανθρωπιστικών επιστημών και καλλιτεχνικών σπουδών, για τις οποίες σειρά διατάξεων είναι ανεφάρμοστες και προβληματικές. Δημιουργεί εύλογη ανησυχία για το μέλλον των σπουδών σε αυτές τις κατηγορίες η στραμμένη προς την αγορά λογική του νομοσχεδίου, όπως είναι οι προτεινόμενες ποικίλες μορφές μεταπτυχιακών προγραμμάτων και η επιδίωξη με κάθε τρόπο “συνεργασίας” με ιδιωτικούς φορείς, δίνοντας νέες προτεραιότητες για την κατεύθυνση της ούτως ή άλλως πενιχρής χρηματοδότησης.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, η Σύγκλητος ζητά από το Υπουργείο Παιδείας πρόσθετο και ικανό χρονικό διάστημα ουσιαστικής διαβούλευσης προς την κατεύθυνση της αναθεώρησης του σχεδίου νόμου. Οι όποιες σχετικές προτάσεις των μελών της Συγκλήτου θα συγκεντρωθούν και θα αποσταλούν στο Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων. Παράλληλα, η Σύγκλητος παροτρύνει όλα τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας να καταγράψουν τις προτάσεις τους και να τις υποβάλουν στο σύστημα της δημόσιας διαβούλευσης.
Το θεσμικό πλαίσιο οργάνωσης και λειτουργίας των Πανεπιστημίων έχει υποστεί πολλαπλές και εκτενείς τροποποιήσεις κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, συχνά αποσπασματικές και με εξαιρετικά σύντομη μεταβατική περίοδο, αλλά και χωρίς προβλέψεις ενίσχυσης των Ιδρυμάτων με πόρους ικανούς για την προσαρμογή τους στη νέα πραγματικότητα που κάθε φορά αυτές οι αλλαγές δημιουργούν. Παρόλα αυτά, τα Πανεπιστήμια έχουν διαχρονικά καταφέρει υπό εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες να προσαρμοστούν στις ανωτέρω αλλαγές, εις βάρος όμως της αναπτυξιακής τους πορείας. Η υλοποίηση στην πράξη του στρατηγικού σχεδίου ανάπτυξης των Δημόσιων Πανεπιστημίων απαιτεί τη διάθεση των απαραίτητων πόρων χωρίς εκπτώσεις και με σαφείς δεσμεύσεις της Πολιτείας.
Απαιτεί επίσης ένα σταθερό νομικό πλαίσιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, το οποίο θα λαμβάνει υπόψη τις πραγματικές ανάγκες των Ελληνικών Πανεπιστημίων και θα παρέχει δυνατότητες καθορισμού των παραμέτρων της λειτουργίας τους στα ίδια τα Ιδρύματα, σεβόμενο τη συνταγματική επιταγή του αυτοδιοίκητού τους. Είναι δε υψίστης σημασίας η εμπιστοσύνη στις ικανότητες, στις δυνατότητες και στην ακεραιότητα των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας, συνθήκες οι οποίες αμφισβητούνται από το πνεύμα του κατατεθειμένου νομοσχεδίου.
Απόφαση της Γ.Σ του Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού (ΕΕΠ) ΑΠΘ
σχετικά με το υπό διαβούλευση Νομοσχέδιο «Νέοι Ορίζοντες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα: Ενίσχυση της ποιότητας, της λειτουργικότητας και της σύνδεσης των ΑΕΙ με την κοινωνία και άλλες διατάξεις»
Η Γενική Συνέλευση του Συλλόγου ΕΕΠ σε συνεδρίαση της (15.6.2022) αφού συζήτησε διεξοδικά το υπό διαβούλευση Νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων αποφάσισε ότι:
Το προτεινόμενο νομοσχέδιο υποβαθμίζει θεσμικά στο σύνολό του τον ρόλο και την φυσιογνωμία των μελών του Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού(ΕΕΠ), τα οποία είναι αναπόσπαστα ενεργά μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας από το 1982.
Πιο συγκεκριμένα:
- Θέτει σε αμφισβήτηση την αυτοδύναμη διδασκαλία των μελών ΕΕΠ
- Δημιουργεί συνθήκες άνισης μεταχείρισης προσωπικού παρέχοντας το δικαίωμα σε κάθε Πανεπιστήμιο να ορίζει με μη προκαθορισμένα κριτήρια τη διαδικασία προκήρυξης θέσεων, εκλογής, αξιολόγησης, αλλά και διδακτικής απασχόλησης των μελών ΕΕΠ, τα οποία θα πρέπει να περιγράφονται στο Νόμο κατ’ αναλογία με τα μέλη ΔΕΠ.
- Καταργεί τη διάταξη για κατάληψη θέσης από μέλη ΕΕΠ, τα έχουν γνωστικά αντικείμενα εξαιρετικής και αδιαμφισβήτητης ιδιαιτερότητας, για τα οποία δεν είναι δυνατή ή συνήθης η εκπόνηση διδακτορικής διατριβής κατά τους κανόνες της οικείας τέχνης ή επιστήμης (de lege artis).
- Καταργεί την αυτοδύναμη εκπροσώπηση του Κλάδου ΕΕΠ στα μονοπρόσωπα και πολυπρόσωπα όργανα διοίκησης, προβλέποντας σε ορισμένα από αυτά έναν/μια εκπρόσωπο από όλες τις κατηγορίες προσωπικού.
- Προσθέτει αυθαίρετα 2 ώρες επιπλέον φυσικής συνολικής παρουσίας χωρίς αντίστοιχη αύξηση των αποδοχών και χωρίς να λαμβάνει υπόψη την κατ’ αναλογία ως προς το ωράριο με τα μέλη ΔΕΠ όπως ισχύει σήμερα.
- Δεν επαναφέρει το δικαίωμα ψήφου των μελών ΕΕΠ για τις εκλογικές διαδικασίες μονοπρόσωπων και πολυπρόσωπων οργάνων της ακαδημαϊκής κοινότητας (Πρυτανικές εκλογές, εκλογές Προέδρων Τμημάτων και Διευθυντών τομέων), αλλά ούτε και για το προτεινόμενο Διοικητικό Συμβούλιο του εκάστοτε ΑΕΙ.
- Σύμφωνα με το παρόν σχέδιο νόμου, τα μέλη ΕΕΠ είναι η μοναδική βαθμίδα μεταξύ ΔΕΠ, ΕΕΠ, ΕΔΙΠ που δεν αναβαθμίζεται οικονομικά, ενώ εξομοιώνει με τα μέλη ΕΕΠ μισθολογικά τον κλάδο ΕΔΙΠ, μια κατηγορία προσωπικού με διαφορετικό έργο, διαφορετικά κριτήρια πρόσληψης και διαφορετικά προσόντα. Ενας προτεινόμενος νόμος με ορίζοντα την επόμενη δεκαετία, που προσπαθεί να συνδέσει την ακαδημαϊκή κοινότητα με την κοινωνία, την έρευνα με την ανάπτυξη της χώρας και την εξωστρέφεια των ελληνικών πανεπιστημίων σε σχέση με την παρούσα κατάσταση, θα έπρεπε να δίνει τη δυνατότητα εξέλιξης και προοπτικής, δημιουργώντας κίνητρα για ένα ακόμη πιο ποιοτικό ακαδημαϊκό έργο και απόδοση σε ένα περιβάλλον ακαδημαϊκής ασφάλειας χωρίς αυτό να παρεμποδίζει την εκλογή νέων ανθρώπων σε νέες θέσεις Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού.
Στο πλαίσιο αυτό
- η Γενική Συνέλευση του Συλλόγου ΕΕΠ – ΑΠΘ θεωρεί ότι είναι απόλυτα ρεαλιστικό και επίκαιρο για τη στήριξη του διδακτικού και ερευνητικού έργου το πάγιο αίτημά του Κλάδου προς το Υπουργείο αναφορικά με την δυνατότητα εξέλιξης με ανοιχτές διαδικασίες στη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή για τα μέλη του που πληρούν τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα της αντίστοιχης βαθμίδας και αποφάσισε να το επαναθέσει στο Υπουργείο.
Επιπλέον στο γενικότερο πλαίσιο των αλλαγών που προτείνονται στον υπο διαβούλευση Νομοσχέδιο θεωρούμε ότι ο νομοθέτης δεν λαμβάνει υπόψη μεταξύ άλλων τα παρακάτω σημαντικά σημεία για την εύρυθμη διοίκηση και δημοκρατική λειτουργία του Πανεπιστημίου:
- την καθολική αποδοχή των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας στο πρόσωπο του Πρύτανη, πρόσωπο στο οποίο αποδίδει τεράστιο όγκο υποχρεώσεων.
- το σημαντικό ρόλο των αντιπρυτάνεων (αποκτούν δευτερεύοντα ή διακοσμητικό ρόλο)
- το αυτοδιοίκητο των ΑΕΙ με την κατάργηση ή θέσπιση τμημάτων με ασαφή μη ακαδημαϊκά κριτήρια (π.χ. σειρά προτίμησης στο μηχανογραφικό).
- τα Προγράμματα Σπουδών των τμημάτων προτείνοντας επιλογές περισσότερων προγραμμάτων σπουδών χωρίς κατοχυρωμένα επαγγελματικά δικαιώματα και εξειδικευμένη γνώση γεγονός που οδηγεί στην υποβάθμιση των πτυχίων.
- τις αυξημένες διδακτικές ανάγκες των ΑΕΙ και την μη ορθή αξιοποίηση επίλεκτων και επιλεγμένων εκπαιδευτικών όπως αυτών του Κλάδου ΕΕΠ θέτοντας υπό αμφισβήτηση την από τον Ν. 1268/1982 κατοχυρωμένη αυτοδύναμη διδασκαλία.
- την διαιώνιση της υποχρηματοδότησης των ΑΕΙ των τελευταίων ετών.
- τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας με την επιβολή διδάκτρων στα μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών και το κόστος για τον οικογενειακό προγραμματισμό που θα προκύπτει από την κατάργηση και μεταφορά τμημάτων και σχολών.
- την αξιοπρέπεια του διδακτικού προσωπικού με την έμμεση αύξηση των αποδοχών τους (σε υψηλό βαθμό) δια μέσου των μεταπτυχιακών προγραμμάτων και προγραμμάτων ΚΕΔΙΒΙΜ, γεγονός που θα λειτουργήσει εις βάρος της παρεχόμενης ποιότητας στα προπτυχιακά προγράμματα σπουδών και στην έρευνα.
- τις αντιδράσεις της πανεπιστημιακής κοινότητας (Συγκλήτων ΑΕΙ, Συνελεύσεις Τμημάτων, διδακτικό προσωπικό όλων των κατηγοριών, εργαστηριακό και διοικητικό προσωπικό, φοιτητικοί σύλλογοι) που δεν της ζητήθηκε πότε στη φάση του σχεδιασμού του νομοσχεδίου η ανταλλαγή και η κατάθεση προτάσεων.
Για όλους τους παραπάνω λόγους θεωρούμε ότι το προτεινόμενο Νομοσχέδιο δεν αναβαθμίζει τον ρόλο των δημοσίων πανεπιστημίων και δεν καλύπτει τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας για ένα σύγχρονο Δημόσιο Πανεπιστήμιο. και ως εκ τούτου προτείνουμε την απόσυρση του συγκεκριμένου νόμου, προκρίνοντας ως επιτακτική ανάγκη τη συνολική και ταυτόχρονα αναλυτική επεξεργασία κατά κεφάλαιο ενός σχεδίου νόμου, με ενεργό συμμετοχή της ακαδημαϊκής κοινότητας, η οποία θα είναι και ο αποδέκτης του. [Οι εμφάσεις δικές μας].