Κάθε λογικός άνθρωπος θεωρεί πως η διά ζώσης διδασκαλία και γενικά η άμεση και ζωντανή επαφή του παιδιού με το σχολείο είναι απολύτως αναγκαία και αναντικατάστατη για την κοινωνικοποίησή του, για την ψυχική του υγεία, για τη συναισθηματική του ανάπτυξη, για την ανάπτυξη της γλωσσικής του δεξιότητας, για τη μόρφωσή του, για τη διαμόρφωση γενικά της προσωπικότητάς του. Είναι το έδαφος για να αποκτήσει και καλλιεργήσει σχέσεις πολύτιμες, σχέσεις φιλίας.
Κάθε λογικός άνθρωπος ξέρει πως η τηλεκπαίδευση δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αναπληρώσει και πολύ περισσότερο να αντικαταστήσει τη διά ζώσης εκπαιδευτική διαδικασία, την ατμόσφαιρα μέθεξης που δημιουργείται στο περιβάλλον της ζωντάνιας της τάξης μεταξύ μαθητών και δασκάλου και μαθητών μεταξύ τους, πράγματα τόσο απαραίτητα για την κατανόηση και κατάκτηση της γνώσης, για την ανατροφοδότησή της.
Είναι, όμως, η στιγμή για να θεωρήσουμε ότι τούτα τα αγαθά στέκονται πάνω και από την ίδια τη ζωή, πάνω από την υγεία;
Τα παιδιά δεν είναι κλεισμένα σε γυάλα. Και νοσούν -συνήθως ηπιότερα ή και ασυμπτωματικά- και μεταδίδουν. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΟΔΥ, από την αρχή της πανδημίας μέχρι τις 12 Σεπτέμβρη 2021 τα κρούσματα στις ηλικίες 0-17 ετών ήταν 75.890. Ενώ μέσα σε τρεις μόλις μήνες, από τις 13 Σεπτέμβρη μέχρι και 2 Δεκέμβρη που λειτουργούν δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια σκαρφάλωσαν στις 83.080 (158.970-75.890= 83.080).
Εχουν γονείς, έχουν παππούδες και γιαγιάδες, κοινωνικό περίγυρο και μερίδιο ευθύνης στο να τους μεταδώσουν -άθελά τους- τον ιό, που μπορεί να είναι και θανατηφόρος για τα άτομα μεγάλης ηλικίας ή με υποκείμενα νοσήματα.
Η πανδημία δείχνει τα δόντια της και αυτήν τη στιγμή θρηνούμε μια εκατόμβη νεκρών καθημερινά και εκατοντάδες διασωληνωμένους, εξαιτίας της εγκληματικής διαχείρισης της πανδημίας από την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Με τον αλματώδη ρυθμό των μολύνσεων, με την τεράστια διασπορά στην κοινότητα με τα ορφανά κρούσματα να σκαρφαλώνουν στο 94% (γεγονός που φανερώνει ότι έχει χαθεί παντελώς το στοίχημα της ιχνηλάτησης -έστω στο μικρό βαθμό που γινόταν), με τα κρούσματα στις ηλικίες 0-17 ετών, μόνο τις τελευταίες δύο εβδομάδες, από 22/11 έως και 2/12, να είναι 17.588 (ποσοστό στο σύνολο των ημερήσιων συνολικών κρουσμάτων 24,44%) (βλέπε Πίνακα παρακάτω), με το ποσοστό εμβολιασμού σε τραγικά χαμηλά επίπεδα, οφείλει κανείς, αυτήν τη στιγμή, να ιεραρχήσει τα ζητήματα και να βάλει στη ζυγαριά τα ανοικτά σχολεία από τη μια και τη δημόσια υγεία από την άλλη.
Υπάρχουν, βέβαια, και όλοι αυτοί που συνεχίζουν, ακόμη και τώρα, που έχουμε φθάσει στο μη παρέκει, να κάνουν εκκλήσεις στην κυβέρνηση και το υπουργείο Παιδείας να πάρει μέτρα ώστε να αναχαιτιστούν, κατά το δυνατόν, τα κρούσματα στα σχολεία. Να αραιώσουν τα τμήματα των μαθητών, να προσληφθούν εκπαιδευτικοί και προσωπικό καθαριότητας, να εξευρεθούν, νέες αίθουσες διδασκαλίας, κ.λπ.
Κυβέρνηση και υπουργείο Παιδείας, όμως, έχουν αποδείξει με την τακτική τους ότι δεν είναι διατεθειμένοι να ξοδέψουν ούτε ένα ευρώ για τη λειτουργία των σχολείων με τη μέγιστη δυνατή ασφάλεια για την υγεία και τη ζωή των εκπαιδευτικών, των μαθητών και των οικογενειών τους. Ανοιξαν τα σχολεία όπως ακριβώς είχαν εξαναγκαστεί να τα κλείσουν. Και όχι μόνο αυτό, αλλά αύξησαν και από πάνω τον αριθμό των μαθητών στο τμήμα (έχουμε τμήματα με 25, 27, 28 και 29 μαθητές), συγχώνευσαν τμήματα και εφήρμοσαν και εφαρμόζουν τα «υγειονομικά» πρωτόκολλα του αίσχους, σύμφωνα με τα οποία για να κλείσει ένα τμήμα απαιτείται να νοσεί ταυτόχρονα το 50%+1 των μαθητών του!
Αλλά ακόμη και αν θεωρήσουμε ότι τώρα αλλάζουν τακτική γιατί μια καλή νεράιδα τους άλλαξε τα μυαλά και τις επιλογές με το μαγικό ραβδί της, θα χρειαστεί αρκετός καιρός για να γίνουν όλα τούτα τα πολύ σωστά και άγια.
Οφείλει, λοιπόν, κανείς, ειδικά αν είναι εργάτης και απλός εργαζόμενος, να σκεφθεί προτάσσοντας το συλλογικό συμφέρον, το συμφέρον της τάξης του, που βάλλεται με ιδιαίτερη μανία, ειδικά αυτή, από την πανδημία και την εγκληματική διαχείρισή της από την κυβέρνηση.
Οφείλει να ιεραρχήσει τα ζητήματα, και βάζοντας στη ζυγαριά από τη μια μεριά τα ανοικτά σχολεία και από την άλλη την προστασία της δημόσιας υγείας, να επιλέξει χωρίς αναστολές, αυτήν τη στιγμή, να κλείσουν χωρίς χρονοτριβή τα σχολεία, αποκόπτοντας το μερίδιο συνεισφοράς τους στη διασπορά του ιού.
Μόνον αυτοί που οι επιλογές τους χαρακτηρίζονται από την αγωνία να μη δυσαρεστήσουν μικρούς και μεγάλους καπιταλιστές, που θα υποχρεωθούν να δώσουν ειδικές άδειες στους εργαζόμενους γονείς, να μην επιβαρυνθεί το αστικό κράτος από πρόσθετες δαπάνες για να καλυφθούν αυτές οι ανάγκες, να μην χαθούν «κουκιά» από τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους επιχειρηματίες, αλλά και εργαζόμενους που δεν έχουν -δυστυχώς- πολιτική συνείδηση, που τέλος πάντων έχουν την αγωνία διαχείρισης του συστήματος με τις λιγότερες λαβωματιές για το κεφάλαιο ή αποβλέπουν σε αυτήν τη διαχείριση, έχουν αντίθετη άποψη.
Τέτοιοι είναι και ο Μητσοτάκης και ο Τσίπρας. Κονταροχτυπήθηκαν στη Βουλή για τη συνταγή των πρωτοκόλλων, που είχαν όμως ένα και μοναδικό στόχο: να μην κλείσουν τα σχολεία ούτε και τώρα που ο κοροναϊός θερίζει.
Ο Μητσοτάκης απεφάνθη ότι δεν θεωρεί ότι έχει βάση η επιστημονική άποψη να κλείνουν τα σχολεία με λιγότερα κρούσματα και φρόντισε να φορτώσει τα «υγειονομικά» πρωτόκολλα του αίσχους στην Επιτροπή, πους ως καλή κότα στο κοτέτσι του συστήματος κάθεται στ’ αυγά της και εισηγείται μέτρα που διευκολύνουν την κυβέρνηση: «Εχετε να εισηγηθείτε άλλο υγειονομικό πρωτόκολλο, κύριε Ξανθέ (σ.σ. πρώην υπουργός Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ), για τη λειτουργία των σχολείων; Πείτε το. Πείτε ότι τα σχολεία πρέπει να κλείνουν με λιγότερα κρούσματα. Θα ήταν μία επιστημονική άποψη. Δεν την ακολουθούμε, διότι δεν ήταν αυτή η εισήγηση της Επιτροπής των ειδικών. Οι ειδικοί μας εισηγήθηκαν αυτό το πρωτόκολλο στα σχολεία».
Υπεραμύνθηκε του «επιτυχημένου» τέστινγκ με τα παντελώς αναξιόπιστα self test, που τάχα έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πολύ καλής επιδημιολογικής εικόνας (σ.σ. αδιάψευστος μάρτυρας του ψεύδους τα χιλιάδες κρούσματα στους μαθητές), ενώ έριξε και κάποια κροκοδείλια δάκρυα για «τα λιγότερο προνομιούχα παιδιά που δυσκολεύονται με την τηλεκπαίδευση δεν θα έχουν πρόσβαση στο σχολείο», για τα οποία, βεβαίως, η κυβέρνησή του δεν έκανε απολύτως τίποτε δυο χρόνια τώρα για να μη χρειαστεί να φθάσουμε σε αυτό το τραγικό αδιέξοδο.
Και πάνω σε αυτό το υποκριτικό έδαφος στρίμωξε και τον Τσίπρα να πάρει θέση, γνωρίζοντας ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την ίδια αστική λογική στη διαχείριση της πανδημίας: «Αν πιστεύετε, λοιπόν, ότι στα σχολεία πρέπει να υπάρχει άλλο πρωτόκολλο, θα σημαίνει ότι θα έχουμε πιο πολλά κλειστά σχολεία. Να το ξεκαθαρίσουμε αυτό. Σημαίνει ότι τα τμήματα θα κλείνουν πιο νωρίς. Σημαίνει ότι θα χρειαζόμαστε περισσότερη τηλεκπαίδευση». «Πιστεύετε, ναι ή όχι, ότι πρέπει να αλλάξουν τα υγειονομικά πρωτόκολλα στα σχολεία, έτσι ώστε να κλείνουν τα σχολεία πιο εύκολα; Ερώτηση συγκεκριμένη, μπορείτε να την απαντήσετε με ένα ‘’ναι’’ ή με ένα ‘’όχι’’».
«Ζεματισμένος» ο Τσίπρας, αφού είπε κάποια λόγια κριτικής για το ότι δεν αραιώνουν τα τμήματα, για τις συγχωνεύσεις τμημάτων και την αύξηση των μαθητών ανά τμήμα, πέρασε στο διά ταύτα, έχοντας την αγωνία να ξεκαθαρίσει ότι τα πρωτόκολλα που εισηγείται δεν αφορούν το κλείσιμο των σχολείων, αλλά κάποιων τμημάτων για λίγες ημέρες: «Κατέθεσα από το Βήμα την πρότασή μας. Δεν ξέρω αν την ακούσατε. Κλείνει κάθε τμήμα -όχι σχολείο, το σχολείο μπορεί να μην κλείνει και ποτέ- όταν θα μολυνθούν το 50% +1 των μαθητών στην τάξη. Δηλαδή, στην πραγματικότητα έχετε νομοθετήσει το να μην κλείνει ποτέ. Κι έρχεστε και μου κουνάτε και το δάχτυλο και μου ζητάτε να τριτολογήσω. Με κολλήσατε στον τοίχο τώρα με αυτό. Ερχεστε, λοιπόν, εδώ και σας λέμε ότι αυτό που κάνετε είναι παράλογο. Στην πραγματικότητα έχετε αποφασίσει τα σχολεία μας να είναι χώροι όπου επωάζεται ο ιός και μεταφέρεται στην κοινότητα. Το αυτονόητο, λοιπόν, θα ήτανε το τμήμα –όχι το σχολείο- στο πρώτο κρούσμα να κλείνει για τρεις μέρες. Αυτό σας είπα. Να κλείνει για τρεις μέρες, όχι να κλείνει για πάντα. Και να πηγαίνουν οι μαθητές την τέταρτη μέρα στο σχολείο έχοντας κάνει όχι rapid τεστ, αλλά με αρνητικό μοριακό τεστ, το οποίο θα τους το δίνει δωρεάν το δημόσιο σύστημα της υγείας, έχοντας την ευθύνη. Αυτή είναι η πρόταση την οποία σας καταθέτουμε».
Γιούλα Γκεσούλη