Η Νίκη Κεραμέως δεν είναι μόνο πολιτικός του «σωλήνα», που δεν έχει -και δεν θέλει να έχει- την παραμικρή επαφή με τη ζώσα πραγματικότητα των δημόσιων σχολείων και της ιστορίας των αγώνων μαθητών και εκπαιδευτικών, ούτε μόνο πολιτικός που φανατικά υπηρετεί τα ιδιωτικά επιχειρηματικά συμφέροντα και στην εκπαίδευση. Είναι ταυτόχρονα μια πολιτικός με αναχρονιστικές, οπισθοδρομικές, κοντολογίς αντιδραστικότατες αντιλήψεις, μια «θεούσα» κατά το κοινώς λεγόμενο.
Δείγματα γραφής σε αυτόν τον τομέα έχει δώσει ουκ ολίγα:
- Με το καλημέρα, στον 21ο αιώνα, σε μια σύγχρονη κοινωνία που εμπνέεται υποκριτικά από τα μηνύματα του Διαφωτισμού (λέμε τώρα), κάλεσε τους σκοταδιστικούς κύκλους να συνδράμουν το έργο του υπουργείου Παιδείας: «καλώ όλους τους ιεράρχες, τους ιεροδιδασκάλους και τους σχετιζόμενους φορείς να συνδράμουν στο έργο μας και να καταθέσουν τις γνώσεις και την πολύτιμη εμπειρία τους».
- Επέβαλε την ορθόδοξη κατήχηση και με αφορμή την ημέρα εορτής των Τριών Ιεραρχών (εκκλησιασμός και μετά κατήχηση στα σχολεία, με απουσίες στους μαθητές), ενώ διατήρησε τα Θρησκευτικά σε όλη τη διάρκεια της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ακόμη και στη Γ΄Λυκείου).
- Θεωρεί ότι η Ιστορία, μια κατεξοχήν κοινωνική επιστήμη, που οφείλει να ερευνά το ιστορικό παρελθόν με κριτική και διεισδυτική ματιά, πρέπει να έχει στόχο την καλλιέργεια της εθνικοφροσύνης («να καλλιεργεί την εθνική συνείδηση») και να μην έχει «κοινωνιολογικό χαρακτήρα».
- Κατήργησε το μάθημα της κοινωνιολογίας και επανέφερε την εξέταση στο μάθημα των Λατινικών, γιατί έτσι υπηρετούνται καλύτερα και με ασφάλεια τα διαχρονικά ιδεολογήματα της προγονόπληκτης, αντιδραστικής μέχρι αηδίας δεξιάς.
Τελευταίο «ατόπημα» της υπουργού Παιδείας ήταν η έγκριση ενός προγράμματος της «Ελληνικής Εταιρείας Προγεννητικής Αγωγής», μιας ΜΚΟ που, σύμφωνα με το επίσημο σάιτ της, προσφέρει στους νέους και τους μέλλοντες γονείς «γνώσεις της σύγχρονης επιστήμης, οι οποίες συμπλέουν με την πανάρχαια Ελληνική φιλοσοφία, την νεοελληνική παράδοση και την πατερική διδασκαλία»!
Το πρόγραμμα με τίτλο «Σεξουαλικότητα-Γονιμότητα-Γονεϊκότητα: μια αδιαχώρητη ενόητα», είναι γεμάτο από προλήψεις, αναχρονιστικές θεωρίες, σεξιστικές και ρατσιστικές αντιλήψεις, ενώ προωθεί και τη θεωρία του «αγέννητου παιδιού».
Μια φυλετική θεωρία που δεν αντιμετωπίζει τη γυναίκα γενικά ως άνθρωπο με δικαιώματα, ισότιμο μέλος μιας σύγχρονης κοινωνίας, αλλά αποκλειστικά ως μητέρα. Μια θεωρία που διαγράφει τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες μέσα στις οποίες έρχεται στη ζωή το παιδί και που επιδρούν καθοριστικά στην εξέλιξή του, στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του, στην ψυχική και σωματική του υγεία (διαφορετικά θα θεωρήσουμε ότι τα ψυχικά, διανοητικά, συναισθηματικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου, η συνείδηση και θέλησή του για παρέμβαση και διαμόρφωση των συνθηκών μέσα στις οποίες ζει και εργάζεται είναι προϊόν επίδρασης της προγεννητικής του ζωής, μέσα στη μήτρα της μητέρας του).
Μια θεωρία που ορίζει ως ημερομηνία γέννησης τη στιγμή της σύλληψης και ακόμα παραπέρα τη στιγμή που η μητέρα συλλαμβάνει ως ιδέα να γεννήσει ένα παιδί. Από τη στιγμή «που ανθίζει στο νου της αυτή η ιδέα»!
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτές οι αντιδραστικές θεωρίες χρησιμοποιήθηκαν σαν βάση για την απαγόρευση των αμβλώσεων στις κοινωνίες που πάνω τους βαραίνουν καταθλιπτικά αναχρονιστικές, ρατσιστικές, φασιστικές αντιλήψεις.
Το πρόγραμμα εγκρίθηκε από το υπουργείο Παιδείας κατόπιν εισήγησης του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (για να μην ξεχνιόμαστε για το ρόλο των διορισμένων διοικήσεων και αυτού του think tank του υπουργείου Παιδείας). Με απύθμενο θράσος, η Κεραμέως, είπε ότι αυτό «αποτελούσε μία από τις περίπου 1.000 εγκρίσεις που δίνονται κάθε χρόνο από το ΙΕΠ»!
Και μόνον αυτό φθάνει για να αντιληφθεί κανείς την προχειρότητα, την αδιαφορία στον τρόπο που επιλέγονται τα διάφορα «καινοτόμα προγράμματα», αλλά και τη στόχευσή τους. Σκοπός δεν είναι ο εμπλουτισμός του σχολικού προγράμματος με νέα αντικείμενα που θα λειτουργήσουν θετικά στην ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού και στην όξυνση της κριτικής του σκέψης. Αλλωστε γι’ αυτό δεν επιλέγονται με ποιοτικά κριτήρια και ούτε εντάσσονται στο υποχρεωτικό πρόγραμμα, αλλά αποτελούν άλλοθι, μια «επιλογή» των διδασκόντων, που ως γνωστόν, είναι ένα από τα κριτήρια βάσει των οποίων θα αξιολογούνται οι σχολικές μονάδες και οι εκπαιδευτικοί.
Γιούλα Γκεσούλη