«Tο πρόβλημα δεν είναι ποιοι μπαίνουν στο πανεπιστήμιο και ποιοι μένουν απέξω (γιατί τελικά σχεδόν όλοι μπαίνουν). Το αίτημα της ελεύθερης πρόσβασης στα Πανεπιστήμια έχει ικανοποιηθεί. Το πρόβλημα είναι πού μπαίνουν και τι σπουδάζουν». Τα παραπάνω ισχυρίστηκε ο Αντώνης Λιάκος, επικεφαλής της Επιτροπής Διαλόγου, σε συνέντευξή του στο αγαπημένο του «Βήμα».
Ποια είναι η αλήθεια; Ισχύει αυτό που λέει ο επικεφαλής της Επιτροπής Διαλόγου, ότι δηλαδή κατ' ουσίαν δεν υφίσταται ζήτημα ελεύθερης πρόσβασης στα Πανεπιστήμια, αφού στην πραγματικότητα «τελικά όλοι μπαίνουν»; Ας ρίξουμε μια ματιά στα περσινά δεδομένα.
Η καρμανιόλα του ισχυρότατου ταξικού φραγμού των πανελλαδικών εξετάσεων απέκλεισε 33.628 υποψήφιους. Από τους 104.616 που υπέβαλαν μηχανογραφικό, εισήχθησαν 70.988 υποψήφιοι (1.775 λιγότεροι από το 2014). Παρέμειναν κενές 788 θέσεις (Αύγουστος 2015).
Ας δούμε και τα προπέρσινα: Από τους 99.958 υποψήφιους που συμμετείχαν στις εξετάσεις εισήχθησαν στα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ 72.763. Δηλαδή, έμειναν εκτός νυμφώνος 27.195 υποψήφιοι. Κενές έμειναν 1.164 θέσεις (Αύγουστος 2014).
Η ίδια εικόνα συνεχίζεται όλες τις προηγούμενες χρονιές. Δεκάδες υποψήφιοι μένουν πάντα εκτός των πυλών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Συνεπώς, ή ο Αντώνης Λιάκος είναι «αδιάβαστος» ή συνειδητά ψεύδεται. Την πρώτη εκδοχή την απορρίπτουμε, καθότι ο πολυπράγμων επικεφαλής του διαλόγου είναι πανεπιστημιακός και επομένως γνωρίζει -και οφείλει να γνωρίζει- τα σχετικά στοιχεία.
Κατά τη γνώμη μας, ο Αντώνης Λιάκος προέβη στον παραπάνω ισχυρισμό για δυο λόγους:
Ο ένας είναι ότι έτσι αποφεύγει τελικά να τοποθετηθεί στο επίμαχο ζήτημα, την ελεύθερη πρόσβαση στα Πανεπιστήμια, που κατά την περίοδο που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν ακόμη αγκαλιά με την εξουσία, υπήρξε ένα από τα προεκλογικά σλόγκαν παραπλάνησης των ψηφοφόρων. Με τον τρόπο αυτό απαλλάσσει και τους συριζαίους από την υποχρέωση να εξηγήσουν (λέμε τώρα) γιατί απέρριψαν την προεκλογική πρότασή τους.
Αλλωστε, ο ίδιος ο Αντώνης Λιάκος, σε προηγούμενη συνέντευξη απέρριψε ως ανέφικτη την πάγια πρόταση της Αριστεράς για ελεύθερη πρόσβαση, γιατί «όποιος διατείνεται ότι θα εξασφαλίσει ελεύθερη πρόσβαση σε όλες τις σχολές του πανεπιστημίου, θα έπρεπε να εξηγήσει πώς θα το κάνει πρακτικά δεδομένου ότι οι σχολές υψηλής ζήτησης δεν θα μπορούν ποτέ να προσφέρουν τόσες θέσεις ώστε να καλύψουν τη ζήτηση».
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι με αυτόν τον τρόπο καλύπτει και τη διατήρηση της εξεταστικής καρμανιόλας για την εισαγωγή στις σχολές υψηλής ζήτησης και δικαιολογεί την πρόταση της Επιτροπής Διαλόγου για την καθιέρωση του λεγόμενου συντελεστή προτεραιότητας.
Θυμίζουμε ότι η πρόταση αυτή γίνεται με το πρόσχημα ότι οι υποψήφιοι κατά κανόνα δεν εισάγονται στη σχολή πρώτης προτίμησής τους. Ο συντελεστής προτεραιότητας πριμοδοτεί τις ελάχιστες δηλώσεις σχολών. Πρακτικά ο συντελεστής προτεραιότητας για την πρόσβαση σε ένα τμήμα εξαρτάται από τον αριθμό των επιλογών. Οσο λιγότερες είναι οι επιλογές, τόσο ισχυρότερος είναι ο συντελεστής.
Η πριμοδότηση των επιλογών σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στην Αττική και τη Θεσσαλονίκη κατοικεί το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, θα αδειάσουν από φοιτητές τα τμήματα των ΤΕΙ και κάποια των ΑΕΙ που βρίσκονται στην επαρχία (αυτά τα τμήματα αποτελούσαν το «πηγάδι» στο οποίο κατέληγαν οι υποψήφιοι όταν δεν έπιαναν τις σχολές πρώτης προτίμησής τους). Αυτός είναι ένας εύσχημος τρόπος για να αναμορφωθεί ο χάρτης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης χωρίς τις αναταράξεις που έφερε το «σχέδιο Αθηνά».