Φθηνά επικοινωνιακά τεχνάσματα μετέρχεται το υπουργείο Παιδείας (όπως π.χ. πομπώδεις τίτλους: «πρώτα ο μαθητής» – «πρώτα η σχολική μονάδα» Νέα Διοίκηση για το Νέο Σχολείο, ή τη γελοιότητα της «δημόσιας διαβούλευσης») για να προωθήσει την «αναδιοργάνωση» της διοίκησης της εκπαίδευσης, την οποία θεωρεί «ραχοκοκαλιά του εκπαιδευτικού συστήματος, που θα στηρίξει όλες τις επί μέρους πολιτικές της παιδείας».
Οι πολιτικές αυτές δεν μας είναι άγνωστες. Πρώτον, έχουν περιγραφεί από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας και από τον ίδιο τον πρωθυπουργό: Υμνοι αναπέμπονται πια στο «στοχοκεντρικό σχολείο», που είναι μέρος ενός «ανταγωνιστικού εκπαιδευτικού συστήματος στο πλαίσιο της ΕΕ και στο διεθνή χώρο», που θα επιδιώκει να εκπληρώσει τους «μετρήσιμους στόχους που θέτει για την εκπαίδευση και την κατάρτιση η ΕΕ και ο ΟΟΣΑ», στο «ανοικτό σχολείο», στο οποίο έχουν λόγο οι επιχειρήσεις και η «τοπική κοινωνία», στο σχολείο του οποίου βασική παράμετρος είναι η «αυτοαξιολόγηση» σε πρώτη φάση και στη συνέχεια η αξιολόγηση, στο σχολείο στο οποίο η θέση του εκπαιδευτικού τίθεται υπό συνεχή αμφισβήτηση.
Διαφημίζεται ως πρόοδος η λειτουργία συνολικά του εκπαιδευτικού συστήματος με όρους «αποτελεσματικότητας» και «αποτελεσματικότερης χρήσης πόρων» (το τελευταίο αποτελεί δέσμευση του Μνημονίου Νο 3). Δεύτερον, έχουν σ’ ένα βαθμό πάρει ήδη σάρκα και οστά: Τραγικές διαστάσεις έχει πάρει η υποχρηματοδότηση των σχολείων, ο σχολικός «Καλλικράτης» αφάνισε πλήθος σχολικών μονάδων, τα πολυπληθή τμήματα μαθητών δίνουν και παίρνουν, τα κενά σε εκπαιδευτικό προσωπικό εξακολουθούν να υπάρχουν ενώ βαίνουμε προς το τέλος της σχολικής χρονιάς, καταργήθηκε στην ουσία η Πρόσθετη Διδακτική Στήριξη, είδος υπό εξαφάνιση αποτελούν οι τάξεις υποδοχής και τα τμήματα ένταξης, καταργήθηκαν τα αθλητικά σχολεία, ενώ για τον εκπαιδευτικό δημιουργήθηκε ένας πραγματικός Γολγοθάς για το διορισμό, τη μονιμοποίηση και στη συνέχεια για την παραμονή του στο σχολείο.
Προβάλλεται, λοιπόν, ένα σχολείο που αποτελεί φωτογραφική αποτύπωση μιας επιχείρησης: Επιχειρηματικά κριτήρια λειτουργίας, εκπαιδευτικό προσωπικό επισφαλές και άρα φοβισμένο και υποταγμένο και «προϊόν» (δηλαδή μαθητές) φθηνό, με ρηχές γνώσεις και δεξιότητες που απαιτεί η αγορά εργασίας. Ενα τέτοιο σχολείο απαιτεί και νέο μοντέλο διοίκησης. Απαιτεί διευθυντή με αρμοδιότητες και ικανότητες μάνατζερ, αυταρχικό και γενικό δερβέναγα, σύλλογο διδασκόντων-διακοσμητικό στοιχείο, που θα εφαρμόζει απαρέγκλιτα τις εντολές του υπουργείου Παιδείας, φορέας των οποίων θα είναι ο διευθυντής και μαθητές στρατιωτάκια.
Την αναγκαιότητα αυτή έρχεται να υπηρετήσει το σχέδιο του υπουργείου Παιδείας. Χρησιμοποιείται και πάλι η ψευδεπίγραφη «αποκέντρωση», δηλαδή η μεταφορά αρμοδιοτήτων σε περιφερειακές δομές χωρίς τη μεταφορά των απαραίτητων πόρων, με αποτέλεσμα το κόστος να μετακυλίεται στις πλάτες των «χρηστών» και εύηχες φράσεις, όπως «λογοδοσία», «βέλτιστη αξιοποίηση πόρων», «συντονισμός», «απλούστευση διοικητικών διαδικασιών», κ.λπ. για να περιγραφεί ένα σχολείο φθηνό, ευέλικτο και «αποτελεσματικό» κι ένα σύστημα διοίκησης, στην ουσία του, άκρως συγκεντρωτικό.
Σύμφωνα με το σχέδιο του υπουργείου Παιδείας:
Ο διευθυντής του σχολείου «καθίσταται ο ηγέτης, ο εμψυχωτής και ο διευκολυντής των αλλαγών στη σχολική του μονάδα». Απαλλάσσεται από τα διδακτικά καθήκοντα στις μεγαλύτερες σχολικές μονάδες όχι μόνο γιατί θα έχει αυξημένες αρμοδιότητες, αλλά γιατί πρέπει να αποκοπεί τελείως από το διδασκαλικό σώμα, να απαλλαγεί από κάθε συναδελφική, συγκαταβατική προς τους συναδέλφους του συμπεριφορά, για να μπορέσει να παίξει με επιτυχία το ρόλο του αξιολογητή και του πειθαρχικού προϊστάμενου. Είναι υπεύθυνος:
♦ Για την εποπτεία της λειτουργίας του σχολείου, την τήρηση των νόμων, των εγκυκλίων και των υπηρεσιακών εντολών, καθώς και του ωρολογίου προγράμματος του σχολείου.
♦ Για «το σχεδιασμό, την υλοποίηση και αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, την εκπόνηση και υλοποίηση ολοκληρωμένων σχεδίων δράσης βελτίωσής της και σε συνεργασία με τα στελέχη Παιδαγωγικής Καθοδήγησης, για την κατάρτιση προγραμμάτων ενδοσχολικής επιμόρφωσης». Η πειθάρχηση, η υποταγή στις απόψεις και τις οδηγίες του διευθυντή, ο οποίος θα είναι φορέας των αποφάσεων του υπουργείου Παιδείας θα αποτελεί απαρέγκλιτο όρο για τη μονιμοποίηση των νεοδιόριστων, αλλά και για τη μισθολογική και βαθμολογική εξέλιξη των εκπαιδευτικών και τέλος για τη μονιμότητά τους (σύνδεση μισθού-απόδοσης). Η Χριστοφιλοπούλου εξήγγειλε ήδη την επιστροφή του επιθεωρητισμού από το Σεπτέμβρη στα σχολεία. Η αξιολόγηση, όρος απαράβατος για τη μονιμότητα και την εξέλιξη του εκπαιδευτικού θα συνοδεύεται από τον εξαναγκασμό της συμμετοχής στα ταχύρυθμα σεμινάρια επιμόρφωσης της πλάκας, στη διαμόρφωση των οποίων θα έχει λόγο και ο διευθυντής.
♦ Για «τη βέλτιστη αξιοποίηση του εκπαιδευτικού προσωπικού, την άσκηση αποτελεσματικής διεύθυνσης, ελέγχου και εποπτείας». Κοντολογίς, ο δάσκαλος δεν πρέπει να παίρνει ανάσα, βουλώνοντας συνεχώς τις «τρύπες» στη λειτουργία του σχολείου. Γεύση της «αξιοποίησης» του εκπαιδευτικού προσωπικού έχουν πάρει ήδη τα σχολεία με τις συνεχείς μετακινήσεις των εκπαιδευτικών από σχολείο σε σχολείο για να καλυφθεί το διδακτικό τους ωράριο.
♦ Για «την ηλεκτρονική ενημέρωση των ατομικών υπηρεσιακών φακέλων των εκπαιδευτικών και την αξιόπιστη έγκυρη και έγκαιρη ηλεκτρονική αποτύπωση των στοιχείων της σχολικής μονάδας, καθώς και των οικονομικών δεδομένων και των στοιχείων της αυτοαξιολόγησης….»
♦ Για «την προώθηση και την εποπτεία εφαρμογής καινοτόμων δράσεων»… και για «τη συστηματική επαφή με την τοπική κοινωνία και τους θεσμούς της Διά Βίου Μάθησης».
Σύμφωνα με όσα περιγράφονται στο σχέδιο δράσης για το «νέο σχολείο», η «αυτοαξιολόγηση»/αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, που δήθεν συμβάλλει στη «βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης», θα αφορά στους πόρους της σχολικής μονάδας (μεταξύ των οποίων και οικονομικοί πόροι, που σηματοδοτεί ευθεία αναφορά σε αποκόμιση πόρων από «τρίτους»), στη διοίκηση της σχολικής μονάδας, όπου θα κρίνονται η διαμόρφωση-εφαρμογή του σχολικού προγράμματος και η αξιοποίηση μέσων και πόρων, στην υλοποίηση του προγράμματος χωρίς απώλεια διδακτικών ωρών (φωτογραφίζονται οι μαθητικές κινητοποιήσεις, οι καταλήψεις, οι απεργίες του εκπαιδευτικού προσωπικού), στο κλίμα και στις σχέσεις μεταξύ των παραγόντων της εκπαιδευτικής κοινότητας, στην εφαρμογή «καινοτόμων προγραμμάτων», στα αποτελέσματα της φοίτησης-επίδοσης των μαθητών (προαναγγέλλεται μαραθώνιος αξιολογικών κρίσεων και εξετάσεων, για να υπάρξει «αντικειμενικό» κριτήριο).
Κοντολογίς, περιγράφεται ένας διευθυντής που θα έχει άμεση εμπλοκή στη συγκρότηση του φακέλου του εκπαιδευτικού και ένας διευθυντής-μάνατζερ, κυνηγός πόρων για τη στήριξη της υλικοτεχνικής υποδομής και της λειτουργίας του σχολείου, απευθυνόμενος σε επιχειρηματίες, ιδιώτες και λοιπούς σπλαχνικούς «χορηγούς», στους οποίους θα εκχωρεί ένα μέρος του αναλυτικού προγράμματος να το διαμορφώσουν σύμφωνα με τις «ανάγκες» τους (εδώ υπεισέρχονται και τα «καινοτόμα προγράμματα»), καθώς και τους χώρους του σχολείου για τις παντός είδους δραστηριότητές τους («ανοιχτό σχολείο», αρχής γενομένης από τη πραγματοποίηση της φάμπρικας της «διά βίου μάθησης»).
Στην επιβολή αυτού του μοντέλου διευθυντή συνηγορεί η δραστική περικοπή των κρατικών δαπανών για την Παιδεία. Περιγράφεται ένας διευθυντής με αστυνομική νοοτροπία, που θα καταστέλλει κάθε μαθητική κινητοποίηση και θα λειτουργεί ως μπαμπούλας απέναντι σε κάθε εκπαιδευτικό που θα διανοηθεί να απεργήσει, κουνώντας την απειλή της κατάταξης του σχολείου στον πάτο της αξιολογικής κλίμακας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη χρηματοδότησή του, τους μαθητές και τους δασκάλους του.
Στον αντίποδα του διευθυντή-γενικού δερβέναγα τοποθετείται ένας περιθωριακός σύλλογος διδασκόντων, που απλά έχει την πολυτέλεια να προτείνει και η απόφαση περιέρχεται στο διευθυντή. Το κράτος θέτει «το εθνικό πλαίσιο αναλυτικού προγράμματος» και καλείται ο σύλλογος διδασκόντων να «αξιοποιήσει τις χρονικές δυνατότητες» που διατίθενται στη σχολική μονάδα. Επίσης προτείνει στο διευθυντή εκπαιδευτικά προγράμματα και καινοτόμες δράσεις, «επιλέγει» (sic) το διδακτικό και εποπτικό υλικό (πρόκειται για κοροϊδία, όταν τα σχολεία έχουν ανεπαρκέστατη υλικοτεχνική υποδομή, ενώ οι γονείς σπρώχνονται να βάζουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για να διατηρηθεί ένα επίπεδο στην εκπαιδευτική διαδικασία), προτείνει μορφές και είδη ενδοϋπηρεσιακής επιμόρφωσης και έχει την ευθύνη, μετά από διαβούλευση με όλη τη σχολική κοινότητα, για τη συμπλήρωση του «κανονισμού λειτουργίας σχολικής μονάδας».
Ο «κανονισμός λειτουργίας» είναι το νέο φρούτο που υπεισέρχεται στη λειτουργία του σχολείου για να δεθούν πιο σφιχτά τα λουριά του αυταρχισμού και του ασφυκτικού ελέγχου. Την κατεύθυνση αυτή -μαζί με το στόχο του περιορισμού των δαπανών- υπηρετεί και ο θεσμός της «Ενότητας σχολικών μονάδων». Σύμφωνα με αυτόν, «όμορες σχολικές μονάδες του ίδιου Δήμου ομαδοποιούνται και σχηματίζουν ενότητες για την προώθηση της συνεργασίας, τον συντονισμό του έργου τους και την ενιαία αντιμετώπιση διοικητικών θεμάτων».
Ο στόχος της άμεσης εποπτείας και του «εξορθολογισμού» στη χρήση των πόρων, τουτέστιν ο ασφυκτικός περιορισμός των δαπανών (από το διορισμό εκπαιδευτικών, τις συγχωνεύσεις-καταργήσεις τμημάτων και σχολείων έως τα λειτουργικά έξοδα των σχολείων), επιτυγχάνεται με τη δημιουργία της «καρτέλας του σχολείου», στην οποία θα γίνεται πλήρης αποτύπωση του ανθρώπινου δυναμικού (μαθητές, εκπαιδευτικοί) και των υποδομών, αλλά και με τον «σχεδιασμό του σχολικού χάρτη κατά Δήμο, που θα αποτελέσει τη βάση για μια δυναμική σχέση ανάμεσα στην τοπική κοινωνία, την ΤΑ και το σχολείο, ώστε να επιτυγχάνεται το ικανοποιητικό μέγεθος σχολείου».
Με το σχέδιο νόμου καταργούνται τα Γραφεία Εκπαίδευσης και η ιεραρχική διοικητική πυραμίδα έχει ως εξής:
α) Περιφερειακές Διευθύνσεις Εκπαίδευσης, που υπάγονται απευθείας στον υπουργό Παιδείας.
β) Διευθύνσεις Εκπαίδευσης, σε επίπεδο Περιφερειακής Ενότητας (νομού), οι οποίες υπάγονται στην οικεία Περιφέρεια Εκπαίδευσης.
γ) Σχολικές Μονάδες που υπάγονται στην οικεία Διεύθυνση Εκπαίδευσης.
Γιούλα Γκεσούλη