Το καλοκαίρι καραδοκεί η κυβέρνηση για να ψηφίσει το νομοσχέδιο για την έρευνα, ελπίζοντας ότι θα αποφύγει ένα νέο γύρο φοιτητικού κινήματος και κινητοποιήσεων των πανεπιστημιακών.
Αυτό διεφάνη από την τοποθέτηση του υφυπουργού Παιδείας Ταλιαδούρου, κατά τη συνάντηση που είχε με τους καθηγητές των ΤΕΙ.
Ο Ταλιαδούρος δήλωσε ότι το νομοσχέδιο βρίσκεται στο τελικό στάδιο προετοιμασίας και ότι θα κατατεθεί άμεσα στη βουλή.
Οπως όλα δείχνουν, λοιπόν, το πανηγύρι της «δημόσιας διαβούλευσης» των «προτάσεων νόμου της διυπουργικής επιτροπής» (έτσι είχε παρουσιαστεί από τη Γιαννάκου το νομοσχέδιο στη σύνοδο των πρυτάνεων στην Καστοριά τον περασμένο Απρίλη, ώστε να αποφευχθούν οι άμεσες αντιδράσεις και να κερδηθεί χρόνος) τελειώνει, και στη βουλή θα έρθει ένα νομοσχέδιο που ελάχιστα θα διαφέρει από αυτό που παρουσιάστηκε ως «πρόταση νόμου» και που συνάντησε την καθολική αντίδραση της πανεπιστημιακής κοινότητας.
Θυμίζουμε ότι στο κείμενο της διυπουργικής επιτροπής
-Δε γίνεται καμιά νύξη για αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης για την έρευνα. Παρά τα μεγάλα λόγια για «αναβάθμιση» των Πανεπιστημίων στο επίπεδο των ευρωπαϊκών στον τομέα της έρευνας, που αποτελεί βασικό συστατικό της υπόστασης των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, η κυβέρνηση εξακολουθεί να εφαρμόζει την πολιτική που επιτάσσει ο κομπραδόρικος χαρακτήρας του ελληνικού καπιταλισμού, η οποία δεν επιτρέπει «σπατάλες» για τη βασική έρευνα.
Ετσι το ποσοστό των κρατικών κονδυλίων για την έρευνα παραμένει καθηλωμένο στο 0,55% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος στις χώρες της ΕΕ είναι 2,7%.
-Υποβαθμίζεται ο ρόλος των Πανεπιστημίων στην έρευνα, παρόλο που αυτά σηκώνουν το βάρος της βασικής έρευνας. Η πίτα μοιράζεται σε ΝΠΙΔ, ενώσεις προσώπων, ερευνητικούς και τεχνολογικούς φορείς, καθώς και σε νομικά πρόσωπα της αλλοδαπής, τα οποία μπορούν να πραγματοποιούν έρευνα.
Ο υπουργός Ανάπτυξης, κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής σχετικής διάταξης, μπορεί να αναθέτει απευθείας με σύμβαση έργου, μελέτες, έρευνες και αξιολογήσεις σε ειδικούς έλληνες ή αλλοδαπούς επιστήμονες, εμπειρογνώμονες ή σε ειδικά γραφεία ή εταιρίες και γενικά σε νομικά πρόσωπα της ημεδαπής ή της αλλοδαπής.
-Καθιερώνεται ασφυκτικός έλεγχος και πάει περίπατο η φιλολογία περί «αυτοδιοίκητου» των Πανεπιστημίων. Η Διυπουργική Επιτροπή για την Ερευνα και Τεχνολογία (ΔΕΕΤ), στην οποία μετέχει ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχει το γενικό πρόσταγμα στη χάραξη της πολιτικής για την έρευνα και στην κατανομή των κονδυλίων.
Οι -υποτίθεται- ελεύθεροι επιστήμονες των ΑΕΙ, που ο διττός τους ρόλος, εκτός από το διδακτικό έργο, περιλαμβάνει την ελεύθερη, ενδελεχή έρευνα για την προαγωγή της επιστήμης και της γνώσης, τίθενται κάτω από τον ασφυκτικό έλεγχο της ΔΕΕΤ και λογοδοτούν στη Γενική Γραμματεία Ερευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) που ανήκει στο υπουργείο Ανάπτυξης!
-Συγκροτείται το Εθνικό Συμβούλιο Ερευνας και Τεχνολογίας (ΕΣΕΤ), το οποίο εισηγείται στην ΔΕΕΤ τα θέματα που αφορούν στην πολιτική της έρευνας, τεχνολογίας και καινοτομίας, στην κατανομή των κονδυλίων και το οποίο αξιολογεί την πορεία εφαρμογής αυτής της πολιτικής. Στο ΕΣΕΤ συμμετέχει το ίδιο το μεγάλο κεφάλαιο, με αντιπροσώπους του. 5 μέλη του ΕΣΕΤ είναι ανώτατα στελέχη επιχειρήσεων ή βιομηχανίας.
Η συμμετοχή των εκπροσώπων των καπιταλιστών στα υψηλότατα κλιμάκια χάραξης και αξιολόγησης της πολιτικής στην έρευνα σηματοδοτεί την ενίσχυση της εφαρμοσμένης έρευνας και της έρευνας στο τομέα των λεγόμενων «τεχνολογικών καινοτομιών», δηλαδή την ενίσχυση της έρευνας σε τομείς που έχουν άμεσα πρακτικά αποτελέσματα για την αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Στο κείμενο δίνεται μεγάλη έμφαση σε όρους, όπως «τεχνολογική καινοτομία», «τεχνολογική ανάπτυξη», «ανάπτυξη πρωτότυπων πειραματικών συστημάτων» κ.λπ., γεγονός που υπογραμμίζει την έμφαση στη διεξαγωγή έρευνας σε τομείς που αφορούν πρωτίστως την ικανοποίηση των απαιτήσεων και συμφερόντων του κεφαλαίου.
Είναι σαφές ότι ρίχνεται στον Καιάδα και υποβαθμίζεται η έρευνα στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, μιας και αυτές θεωρούνται «αντιπαραγωγικές».
-Η έρευνα συνδέεται άμεσα με την αξιολόγηση, που αποτελεί και βασική προϋπόθεση για τη χρηματοδότηση.
Δε χρειάζεται φιλοσοφία για να αντιληφθεί κανείς τα κριτήρια τούτης της αξιολόγησης, που θα κατευθύνει τους πόρους της χρηματοδότησης σε επιλεγμένα ιδρύματα, που θα ανταποκρίνονται στους όρους των επιχειρήσεων.
Γιούλα Γκεσούλη







