Οταν αφαιρείς το οικονομικό-πολιτικό-κοινωνικό πλαίσιο, από την τοποθέτησή σου για τα ζητήματα της Παιδείας (όπως και για κάθε άλλο ζήτημα) τότε γίνεσαι σαλτιμπάγκος, ταχυδακτυλουργός της κακιάς ώρας, που ενδιαφέρεσαι μόνο και μόνο με ψεύτικα κόλπα και ωραιοποιημένα λόγια να αποσπάσεις τη συναίνεση της «κοινής γνώμης».
Ο λόγος και πάλι για τον Αντώνη Λιάκο, επικεφαλής της Επιτροπής Διαλόγου για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση των συριζαίων.
Σε συνέντευξη που έδωσε στην Αυγή (18-4-2016), είπε μεταξύ άλλων:
«Ερώτηση δημοσιογράφων: Σε μια εποχή οικονομικής ασφυξίας, η αυτονομία μπορεί να σημαίνει και ότι το κράτος, αδυνατώντας να ανταποκριθεί, μετακυλίει την εξεύρεση πόρων και τις ευθύνες στα σχολεία ή τους δήμους. Και ο ΟΟΣΑ σε ένα τέτοιο πλαίσιο δεν υποστηρίζει την αυτονομία των εκπαιδευτικών μονάδων;
Αντώνης Λιάκος: Την αυτονομία, ναι την υποστηρίζει ο ΟΟΣΑ και όλοι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, αλλά και ολόκληρη η σύγχρονη παιδαγωγική. Ολοι μιλούν για περιορισμό του συγκεντρωτισμού, για ενίσχυση της έγνοιας της κοινότητας για το σχολείο. Αλλά υπάρχουν αναβαθμίσεις και διαφορές. Αυτονομία του σχολείου δεν σημαίνει ότι ο διευθυντής ή οι τοπικές αρχές θα προσλαμβάνουν καθηγητές. Αυτονομία και ενδυνάμωση σημαίνει ότι το σχολείο πρέπει να το “τρέχουν'' οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί, ο σύλλογος των καθηγητών να σχεδιάζει τους σχολικούς στόχους και το πρόγραμμα της χρονιάς, να συνεδριάζει κάθε βδομάδα για να παρακολουθεί την εξέλιξη του σχολείου, να συνεργάζονται και να αυτενεργούν οι καθηγητές, και στο τέλος της χρονιάς να αναστοχάζονται πάνω στη δουλειά τους και να την αλλάζουν. Αυτός δεν οφείλει να είναι ο στόχος μια προοδευτικής μεταρρύθμισης»;
Στην τοποθέτησή του ο Αντώνης Λιάκος αποφεύγει να μιλήσει για τις υλικές ανάγκες της σημερινής κοινωνίας -καπιταλισμός-, που με τη σειρά τους καθορίζουν και το έργο του σχολείου.
Το έργο αυτό είτε το εκπαιδευτικό σύστημα λειτουργεί συγκεντρωτικά είτε με «νησίδες» «αυτονομίας» οφείλει να παράγεται αδιασάλευτα, αν ο καπιταλισμός δε θέλει να υπογράψει τη θανατική του καταδίκη. Εδώ επινοούνται κατά καιρούς από τους εκάστοτε κυβερνώντες αμέτρητα αξιολογικά συστήματα προκειμένου να μην πληθαίνει ο «στρατός της ανατροπής», που δυνητικά δημιουργείται μέσω της επαφής με τη γνώση. Εξ ου και η επιμήκυνση της υποχρεωτικής φοίτησης για το σύνολο του μαθητικού πληθυσμού υπήρξε πάντα συνδυασμός των αναγκών της παραγωγής, αλλά και της πίεσης που ασκούσε το εργατικό κίνημα και γενικά η εργαζόμενη κοινωνία για μόρφωση των παιδιών της.
Αυτή η «αυτονομία», λοιπόν, είναι κάλπικη και εξ ορισμού κινείται μέσα σε συγκεκριμένο πλαίσιο, υπηρετεί, δηλαδή, και αυτή με τη σειρά της τους γενικότερους σκοπούς του σχολείου μέσα στον καπιταλισμό.
Το πλαίσιο το βάζουν τα αναλυτικά προγράμματα, τα σχολικά εγχειρίδια, το μορφωτικό επίπεδο των εκπαιδευτικών, η πολιτική συνείδηση των δασκάλων, των γονιών, του κοινωνικού περίγυρου μέσα στον οποίο είναι ενταγμένο το σχολείο, ο ρόλος και η δράση των τοπικών θεσμών, με τους οποίους θα κληθεί να συνεργαστεί η σχολική μονάδα, η χρηματοδότηση που παρέχεται από το κράτος.
Μπορούμε να αναφέρουμε κάποια παραδείγματα που αποδεικνύουν την κάλπικη ουσία των επιχειρημάτων του προέδρου της Επιτροπής Διαλόγου, ότι τάχα η «αυτονομία» θα λύσει το πρόβλημα της εκπαίδευσης.
Ας θεωρήσουμε λόγου χάριν ότι το μάθημα της Ιστορίας σχεδιάζεται από τον σύλλογο διδασκόντων κάθε σχολείου.
Εχει τη γνώση, αλλά και τη δυνατότητα (δυνατότητα που παρέχεται μέσα από το νομοθετικό πλαίσιο, τον δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα, κ.λπ.) ο δάσκαλος να εξηγήσει επιστημονικά στα παιδιά την ιστορική πορεία διά μέσου των αιώνων ή εκείνο που έμαθε να κάνει είναι να την κατακερματίζει, να την εξαντλεί σε απίστευτες λεπτομερειακές περιγραφές ορισμένων πολιτισμών (Αρχαία Ελλάδα, Ρώμη, Βυζάντιο, Ισλαμισμός, κ.λπ.), χάνοντας τελικά την ουσία, παραμερίζοντας την αλληλουχία, την αλληλεπίδραση, τα αίτια, την εξέλιξη;
Μπορεί, ας πούμε, ο εκπαιδευτικός να καταφύγει σε εγχειρίδια, χωρίς να υποστεί διώξεις, που δεν περιέχουν την επίσημη -αστική- άποψη για τα ιστορικά ζητήματα;
Δεν είναι μακριά οι εποχές που εκπαιδευτικοί καλούνταν σε απολογία γιατί δίδασκαν την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης από τον Μακρυγιάννη.
Δεν είναι και ο δάσκαλος γέννημα θρέμμα του ίδιου εκπαιδευτικού συστήματος; Δε στερείται οιασδήποτε επιμόρφωσης και όταν αυτή γίνεται με πασαλείμματα σε ποια κατεύθυνση κινείται;
Συμφέρει τελικά το αστικό σύστημα να φτιάξουμε στα σχολεία μας ολοκληρωμένες προσωπικότητες, με κριτική σκέψη, με αισθητήριο πολιτικό και όχι ανθρώπους πολιτικά αδιάφορους, άρα και πολιτικά διαχειρίσιμους;
Μπορεί, π.χ. ένας χαρισματικός εκπαιδευτικός, που τιμά το ψωμί που τρώει και πασχίζει να δώσει κάτι παραπάνω στα παιδιά των λαϊκών στρωμάτων που έχει στα χέρια του, να επιλέξει δράσεις έξω από το συγκεκριμένο αναλυτικό πρόγραμμα, χωρίς να ζητήσει την οικονομική βοήθεια των γονιών, μιας και η χρηματοδότηση των δημόσιων σχολείων δεν φθάνει να καλύψει ούτε τις στοιχειώδεις ανάγκες;
Είναι τελικά αυτός ο τομέας ναι ή όχι πεδίον δόξης λαμπρόν για την παρέμβαση τοπικών αρχών και επιχειρηματιών -με το αζημίωτο- στο χώρο της εκπαίδευσης, με την αιτιολογία ότι έτσι καλύπτονται οι «τρύπες» της χρηματοδότησης και η αναγκαιότητα να ξεφύγει το σχολείο από την μονότονη, μίζερη καθημερινότητα που φθείρει;
Τέλος, ποιο είναι το επίπεδο της κοινωνικής συνείδησης, είτε πρόκειται στενά για την εκπαιδευτική κοινότητα, είτε πρόκειται για τους γονείς, είτε τη γειτονιά, είτε την εργαζόμενη κοινωνία, που θα καθορίσει και το περιεχόμενο και την κατεύθυνση της περίφημης «αυτονομίας» στη λειτουργία της σχολικής μονάδας;
Και αν υπάρξει ο κίνδυνος αυτή να κινηθεί σε άλλες ατραπούς, επικίνδυνες για το σύστημα (ταξική συνείδηση λέγεται αυτό), έχει κανείς την αυταπάτη ότι θα αφεθεί ελεύθερο το σχολείο να δράσει;
Ο ΟΟΣΑ δεν έχει αναστολές, σαν τις κουτοπόνηρες του Λιάκου και των συριζαίων, να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Υπερασπίζει την αποδέσμευση του εκπαιδευτικού συστήματος από τον συγκεντρωτισμό («απογαλακτισμό» της εκπαίδευσης το είπε ο Λιάκος) και την «αυτονομία» ως λύση για την απαλλαγή του αστικού κράτους από τις υποχρεώσεις του και την μετακύλιση του κόστους στους γονείς και τους δήμους (που και αυτοί με τη σειρά τους θα το φορτώσουν στους δημότες τους με πρόσθετα «ανταποδοτικά τέλη»).
«Ερώτηση δημοσιογράφων: Πώς σκοπεύετε να παρέμβετε για να αλλάξει αυτή η κατάσταση (σ.σ.: ο τρόπος πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση);
Αντώνης Λιάκος: Το σενάριο, η υπόθεση εργασίας -γιατί δεν υπάρχει κάποια ειλημμένη απόφαση ακόμη- με το οποίο εργάζεται η Επιτροπή Διαλόγου, αποσκοπεί στη μελέτη της δυνατότητας σταδιακής απελευθέρωσης των λιγότερο ζητούμενων τμημάτων από τις εξετάσεις. Επειδή το σύστημα των εξετάσεων, παρά το διαστροφικό του χαρακτήρα, χαίρει εκτίμησης ως αντικειμενικό και αμερόληπτο, σε πρώτο στάδιο δεν χρειάζεται να ανατραπεί. Η υπόθεση είναι ότι σε όσα τμήματα οι υποψήφιοι είναι λιγότεροι από τις προσφερόμενες θέσεις θα αρκεί για την εισαγωγή το (αναμορφωμένο) απολυτήριο του Λυκείου. Εκεί όμως όπου οι υποψήφιοι υπερβαίνουν τις προσφερόμενες θέσεις, μπορεί να χρησιμοποιηθεί το ισχύον σύστημα εξετάσεων. Σε δεύτερη φάση, όταν αποδειχθεί το εύρος, η αξιοπιστία και η λειτουργικότητα του νέου συστήματος θα επιχειρηθεί η σταδιακή αλλαγή των εξετάσεων και στις σχολές υψηλής ζήτησης.
Μια άλλη σκέψη είναι ότι θα μπορούσε να βελτιωθεί το Λύκειο, μέσα από το σύστημα 4 χρόνια Γυμνάσιο + 2 Λύκειο, ώστε να παραγάγει ένα αξιόπιστο δίπλωμα. Το σχήμα 4+2 μπορεί να εξασφαλίσει έναν κορμό εκπαίδευσης στο Γυμνάσιο, ενώ το Λύκειο στο σχήμα αυτό θα γίνει περισσότερο ερευνητικό, με δυνατότητες επιλογών ομάδων μαθημάτων. Ταυτόχρονα, χρειαζόμαστε ένα αξιόπιστο επαγγελματικό διετές λύκειο με δυνατότητες εκπαίδευσης και στους τόπους εργασίας. Η παρέμβαση στο εξεταστικό σύστημα είναι εκ των ων ουκ άνευ για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, θα ανακουφίσει τις οικογένειες ως προς τα έξοδα για φροντιστήρια, θα σταματήσει τις μεταγραφές οι οποίες ερημώνουν τα περιφερειακά πανεπιστήμια και δημιουργούν συνωστισμό στα κεντρικά. Κυρίως θα φέρει τους φοιτητές πλησιέστερα στις προτιμήσεις τους, πριμοδοτώντας, δίνοντας σχετική προτεραιότητα σε όσους επιλέγουν ως πρώτη ή δεύτερη προτεραιότητα μια σχολή ή ένα τμήμα.
Φυσικά, το σύστημα πρέπει να συμπληρωθεί με τη δυνατότητα οι φοιτητές να μπορούν να συνδυάσουν ή να αλλάξουν κατευθύνσεις μέσα στα τριτοβάθμια ιδρύματα, κάτω από συγκεκριμένους κανόνες και περιορισμούς.
Καταλαβαίνω ότι υπάρχουν δισταγμοί πώς να αλλάξουμε αυτόν τον κεντρικό μηχανισμό των εξετάσεων. Θα πρόκειται όμως για τη “μητέρα των αλλαγών'' και θα βρει, πιστεύω, πολύ ευρύτατη λαϊκή στήριξη».
Τί ομολογεί εδώ ο πρόεδρος της Επιτροπής Διαλόγου;
Πρώτον, ότι ο διαχωρισμός των σχολών, σε σχολές χαμηλής προτίμησης (οι υποψήφιοι είναι λιγότεροι από τις προσφερόμενες θέσεις) και σε σχολές μεγάλης ζήτησης είναι το επακόλουθο του ταξικού διαχωρισμού της κοινωνίας. Οι «αζήτητες» σχολές προορίζονται για τα παιδιά των φτωχών λαϊκών στρωμάτων και αυτές που αποτελούν την «αφρόκρεμα» προορίζονται για τα παιδιά που προέρχονται από στρώματα με υψηλότερο κοινωνικοοικονομικό-μορφωτικό επίπεδο.
Δεύτερον, ότι το απολυτήριο του Λυκείου θα είναι «αναμορφωμένο», άρα και περισσότερο «αξιόπιστο», αφού θα αποτελεί το μοναδικό εισιτήριο για την πρόσβαση στις σχολές χαμηλής ζήτησης. Κοντολογίς, θα αποκτάται με διαδικασίες που θα ορίζονται με «αντικειμενικά κριτήρια». Τέτοια κριτήρια ήταν στο παρελθόν – και δεν μπορεί να είναι διαφορετικά σήμερα- εξετάσεις πανελλαδικού χαρακτήρα π.χ. για την προαγωγή από τάξη σε τάξη ή εξετάσεις τέτοιου τύπου σε βασικά μαθήματα, ή πλαφόν στη βαθμολογία κάποιων βασικών μαθημάτων, κ.ά. Σε κάθε περίπτωση το μείγμα των «αντικειμενικών κριτηρίων» που θα επιλεγεί δεν έχει απεριόριστες δυνατότητες.
Τρίτον, ότι οι εξετάσεις εισαγωγής, όπως είναι σήμερα, παραμένουν ως έχουν για την πρόσβαση στις σχολές υψηλής ζήτησης, με το επιχείρημα ότι αυτές είναι «αξιόπιστος θεσμός». Σε κάποιο μακρινό μέλλον «θα επιχειρηθεί η σταδιακή αλλαγή των εξετάσεων και στις σχολές υψηλής ζήτησης».
Η ελεύθερη πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που θα ανακούφιζε σ' ένα βαθμό τις λαϊκές οικογένειες, χωρίς να καταλύει βεβαίως κάθε ταξικό φραγμό, που ο καπιταλισμός υψώνει με χίλιους δυο τρόπους στα παιδιά της εργατικής τάξης και της εργαζόμενης κοινωνίας γενικά, παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες.
Ο πρόεδρος της Επιτροπής Διαλόγου προτείνει επίσης την «πριμοδότηση» εκείνων των υποψηφίων που θα επιλέξουν σχολές με βάση όχι το τί θέλουν πραγματικά να σπουδάσουν, αλλά με βάση την εντοπιότητα και το αν η σχολή είναι υψηλής ή χαμηλής ζήτησης. Το γεγονός αυτό από μόνο του, την εποχή της μεγάλης κρίσης, που τα λαϊκά νοικοκυριά αδυνατούν να στηρίξουν τη μόρφωση των παιδιών τους, ενισχύει τον ταξικό διαχωρισμό. Οι περιζήτητες σχολές για την ελίτ και οι άλλες για την «πλέμπα».
Τέταρτον, το Λύκειο γίνεται πλέον και με τη βούλα σχολείο αποκλειστικής ειδίκευσης, προβαθμίδα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, προνοιακός χώρος εκπαίδευσης για τα ευνοημένα παιδιά («Το σχήμα 4+2 μπορεί να εξασφαλίσει έναν κορμό εκπαίδευσης στο Γυμνάσιο, ενώ το Λύκειο στο σχήμα αυτό θα γίνει περισσότερο ερευνητικό, με δυνατότητες επιλογών ομάδων μαθημάτων»). Το ανάχωμα για τα παιδιά της εργατικής τάξης υψώνεται και πάλι με την αποφοίτηση από το Γυμνάσιο, που επιμηκύνεται κατά ένα έτος. Βέβαια, όλα αυτά είναι σχέδια επί χάρτου του Λιάκου, γιατί ακόμα και το ένα έτος επιπλέον στο Γυμνάσιο, που οριοθετεί και το τέλος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, σημαίνει και παραπάνω κρατικές δαπάνες, πράγμα ανέφικτο τον καιρό των Μνημονίων, ενώ δεν δικαιολογείται με τη μεγάλη κρίση που υπάρχει στην παραγωγή και την ύπαρξη απέραντης στρατιάς ανέργων.
Πέμπτον, το «επαγγελματικό διετές λύκειο με δυνατότητες εκπαίδευσης και στους τόπους εργασίας» σηματοδοτεί τη γενίκευση της μαθητείας, της τσάμπα δηλαδή εργασίας στα καπιταλιστικά κάτεργα, από ακόμη πιο χαμηλή εκπαιδευτική βαθμίδα, αντί της προσθήκης τέταρτου έτους μαθητείας στα επαγγελματικά λύκεια.
Εκτον, ο Αντώνης Λιάκος επαναλαμβάνει το επιχείρημα όλων των επίδοξων μεταρρυθμιστών της εκπαίδευσης του παρελθόντος, ότι θα ανακουφιστούν οι οικογένειες από τα έξοδα των φροντιστηρίων. Η ζωή απέδειξε ότι όσο υπάρχουν αξιολογικές διαδικασίες με τη μια ή την άλλη μορφή για την εισαγωγή σε ΑΕΙ-ΤΕΙ, τα φροντιστήρια ανθούν. Πόσω δε μάλλον τώρα που το Λύκειο θα μετατραπεί, σύμφωνα με την πρόταση Λιάκου, σε σχολείο απόλυτης εξειδίκευσης.