Σύσσωμα τα πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας –24 τον αριθμό– προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά της εφαρμογής των διατάξεων του νόμου για τα ΑΕΙ. Η Διαμαντοπούλου δε βρήκε ούτε έναν σύμμαχο και υπέστη ένα ακόμη στραπατσάρισμα.
Στο ΣτΕ κατατέθηκαν το πρωί της προηγούμενης Δευτέρας δυο αιτήσεις ακυρότητας. Με την πρώτη τα Πανεπιστήμια υποστηρίζουν ότι το νέο εκλογικό σύστημα της ταξινομικής ψήφου προσβάλλει την αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου και καθιστά πρακτικά αδύνατο τον έλεγχο από την εφορευτική επιτροπή, καθώς η εξαγωγή των αποτελεσμάτων γίνεται μόνο με τη χρήση ειδικού λογισμικού. Με τη δεύτερη, τα ΑΕΙ θέτουν το θέμα της παραβίασης της συνταγματικής επιταγής της πλήρους αυτοδιοίκησής τους. Χαρακτηριστικά τονίζουν ότι «τα εξωτερικά μέλη του συμβουλίου του ΑΕΙ αποτελούν ένα σημαντικό μέρος του όλου αριθμού του συμβουλίου, πράγμα που μπορεί να επηρεάζει αποφασιστικά και άμεσα τις αποφάσεις του και ενώ τα μέλη αυτά δεν διαθέτουν ακαδημαϊκή ιδιότητα και δεν διαθέτουν εκ προοιμίου προσόντα αντίστοιχα με εκείνα των μελών ΔΕΠ των ελληνικών πανεπιστημίων, ούτε συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με το ακαδημαϊκό έργο που επιτελεί το συγκεκριμένο ίδρυμα». Επίσης υπογραμμίζουν ότι «η συμμετοχή των εξωτερικών μελών του συμβουλίου του ΑΕΙ δεν δικαιολογείται από προφανείς λόγους δημοσίου συμφέροντος…».
Τα κότσια του αστικού στρώματος των πανεπιστημιακών, φτάνουν μέχρις εκεί, όμως ανεξάρτητα από την τελική έκβαση των προσφυγών, για την οποία δεν πρέπει να τρέφουμε ελπίδες, σημασία έχει το «μπετόν». Ολες οι διοικήσεις των πανεπιστημίων από τη μια και η Διαμαντοπούλου από την άλλη. Τόσο σημαντική ήταν η μεταρρύθμισή της που δεν μπόρεσε να πιάσει «μπάζα» ούτε σ’ ένα τόσο συντηρητικό στρώμα όπως είναι οι διοικούντες τα πανεπιστήμια.