Λίγο πριν λήξει η σχολική χρονιά, το υπουργείο Παιδείας έφερε στη Βουλή το νομοσχέδιο υπό τον παραπλανητικό τίτλο «Αναδιοργάνωση των δομών υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις».
Οι διατάξεις του σχεδίου νόμου ικανοποιούν ένα από τα προαπαιτούμενα της τέταρτης αξιολόγησης («η ελληνική κυβέρνηση πρέπει (i) να εγκρίνει νομοθετικά μέτρα σχετικά με… την αξιολόγηση των διευθυντών και του ανώτερου εκπαιδευτικού προσωπικού, για να εξασφαλίσει μια αποπολιτικοποιημένη, διαφανή και αξιοκρατική διαδικασία… και για να αναβαθμίσει το ρόλο των στελεχών αυτών στις σχολικές μονάδες προσδιορίζοντας τις προοπτικές σταδιοδρομίας τους, (ii) να εγκρίνει νόμο για την αναβάθμιση των φορέων που είναι αρμόδιοι για τις αξιολογήσεις και (iii) να εγκρίνει νόμο για την αξιολόγηση του προσωπικού της ανώτερης εκπαίδευσης, την αυτοαξιολόγηση των σχολείων και την ορθολογική χρήση των πόρων») και παράλληλα έρχονται σε μια χρονική στιγμή (τέλος σχολικής χρονιάς), που είναι δύσκολο να οργανωθεί η αντίσταση της εκπαιδευτικής κοινότητας.
Σαν τον κλέφτη, ύπουλα και με πολλά ψεύδη και τεχνάσματα, η συγκυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ επιβάλει την αυτοαξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, που είναι το πρώτο βήμα για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και την αξιολόγηση και κατά συνέπεια κατηγοριοποίηση των σχολικών μονάδων.
Ταυτόχρονα επιχειρείται μια άνευ προηγουμένου διαδικασία συγκεντρωτισμού των διοικητικών και «υποστηρικτικών» δομών της εκπαίδευσης, με στόχο να διασφαλίζεται ο έλεγχος από την κεντρική εξουσία τόσο σε επίπεδο προσώπων όσο και εφαρμογής της αντιεκπαιδευτικής πολιτικής και να επιτυγχάνεται η μείωση των δαπανών, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου διαβάζουμε σχετικά: «Με τον τρόπο αυτό (σ.σ. τις νέες δομές) εξορθολογίζεται η οργάνωση των περιφερειακών υπηρεσιών και επιτυγχάνεται η εξοικονόμιση πόρων και προσωπικού».
Συγκεντρωτικές δομές με στόχο τον έλεγχο και την αξιολόγηση
Οι Περιφερειακές Διευθύνσεις Εκπαίδευσης (αποκεντρωμένη μορφή της κεντρικής υπηρεσίας του υπουργείου Παιδείας) υπάγονται στον Διοικητικό Γραμματέα του υπουργείου Παιδείας, ενώ οι λοιπές υπηρεσίες υπάγονται στις Περιφερειακές Διευθύνσεις Εκπαίδευσης. Στις Περιφερειακές Διευθύνσεις υπάγονται οι Διευθύνσεις Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, τα Περιφερειακά Κέντρα Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού (ΠΕΚΕΣ) και τα Κέντρα Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης (ΚΕΣΥ).
♦ Με κεντρικούς στόχους τον έλεγχο εποπτείας στην υλοποίηση της εκπαιδευτικής πολιτικής και την εφαρμογή των διαδικασιών της αυτοαξιολόγησης ιδρύονται τα Περιφερειακά Κέντρα Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού (ΠΕΚΕΣ), στις οικείες Περιφερειακές Διευθύνσεις Εκπαίδευσης (24 στο σύνολο).
Τα ΠΕΚΕΣ συγκεντρώνουν τις αρμοδιότητες των ΠΕΚ, των Προϊσταμένων Παιδαγωγικής Καθοδήγησης και των Σχολικών Συμβούλων.
Αποστολή τους είναι ο εκπαιδευτικός σχεδιασμός και ο έλεγχος της εφαρμογής του από τις σχολικές μονάδες (παρακολούθηση, συντονισμός, στήριξη), η οργάνωση της επιμόρφωσης, καθώς και η «υποστήριξη του συλλογικού προγραμματισμού και της ανατροφοδοτικής αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου», όπως ψευδεπίγραφα αποκαλείται η προώθηση και ο έλεγχος της αυτοαξιολόγησης, σε περιφερειακό επίπεδο.
Η διοικητική δομή της εκπαίδευσης, το περιεχόμενό της, οι κυρίαρχες κατευθύνσεις στις οποίες αυτή κάθε φορά επικεντρώνεται, σύμφωνα με τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης και του κεφαλαίου, οι διαδικασίες επιλογής των προσώπων που στελεχώνουν τις διοικητικές και εκπαιδευτικές δομές, κρατούνται στα χέρια της κεντρικής εξουσίας. Ολα αυτά είναι αδιαπραγμάτευτα για τον καπιταλισμό, αφού η Παιδεία αποτελεί όρο ύπαρξης και αναπαραγωγής των εκμεταλλευτικών σχέσεων και της κυρίαρχης ιδεολογίας. Επιμέρους πινελιές, που δεν αναιρούν τον πυρήνα του εκπαιδευτικού περιεχόμενου, εισάγονται μέσω της «αυτονομίας» των σχολικών μονάδων, που τελικά και αυτή είναι το όχημα για την αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας.
Στο πλαίσιο του «συλλογικού προγραμματισμού και της ανατροφοδοτικής αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου», τα ΠΕΚΕΣ «μελετούν συστηματικά τις εκθέσεις συλλογικού προγραμματισμού και ανατροφοδοτικής αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου των σχολικών μονάδων και Ε.Κ. της περιοχής ευθύνης τους, με σκοπό την αποδελτίωση των αιτημάτων και των αναγκών των εκπαιδευτικών για επιμόρφωση και υποστήριξη, και προβαίνουν στον κατάλληλο σχεδιασμό και συλλογικό προγραμματισμό του έργου τους».
Στα ΠΕΚΕΣ υπάγονται τα Κέντρα Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης (ΚΕΣΥ), τα Κέντρα Εκπαίδευσης για την Αειφορία (ΚΕΑ), τα Εργαστηριακά Κέντρα Φυσικών Επιστημών (ΕΚΦΕ) και τα Εργαστηριακά Κέντρα (ΕΚ).
Τα ΠΕΚΕΣ «υποστηρίζονται στο έργο τους από το ΙΕΠ και τη Γενική Διεύθυνση Σπουδών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας, Ερευνας και Θρησκευμάτων, στην οποία και υποβάλλουν τις εκθέσεις για τον ετήσιο προγραμματισμό και την αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου τους». Λογοδοτούν, δηλαδή, στο Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής και το υπουργείο Παιδείας για τον τρόπο οργάνωσης και υλοποίησης της κεντρικά σχεδιασμένης εκπαιδευτικής πολιτικής και την υλοποίηση της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου, αφού έχουν προηγουμένως συγκεντρώσει τις εκθέσεις «προγραμματισμού και αποτίμησης» των σχολικών μονάδων. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται ο ασφυκτικός έλεγχος από κάτω μέχρι πάνω στην ιεραρχική δομή της εκπαίδευσης.
Τα ΠΕΚΕΣ στελεχώνονται από τους Συντονιστές Εκπαιδευτικού Εργου (νέα ονομασία των Σχολικών Συμβούλων) και προϊστάμενοί τους είναι οι Οργανωτικοί Συντονιστές, οι οποίοι ορίζονται με απόφαση του υπουργού Παιδείας και πρόταση του Περιφερειακού Συμβουλίου Επιλογής (επιλέγονται με τον αναπληρωτή τους μεταξύ των Συντονιστών Εκπαιδευτικού Εργου). Σε κάθε Συντονιστή Εκπαιδευτικού Εργου ανατίθεται η επιστημονική και παιδαγωγική ευθύνη μίας ενότητας σχολικών μονάδων και Εργαστηριακών Κέντρων.
♦ Στις Περιφερειακές Διευθύνσεις Εκπαίδευσης ιδρύονται τα Κέντρα Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης (ΚΕΣΥ).
Σε αυτά συγχωνεύονται όλες οι υφιστάμενες δομές «υποστήριξης του εκπαιδευτικού έργου» (ΚΕΔΔΥ, Συμβουλευτικός Σταθμός Νέων, Κέντρα Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού, ΕΚΦΕ).
Αποστολή των ΚΕΣΥ, υποτίθεται ότι είναι η υποστήριξη των σχολικών μονάδων και ΕΚ της περιοχής ευθύνης τους «για τη διασφάλιση της ισότιμης πρόσβασης όλων ανεξαιρέτως των μαθητών στην εκπαίδευση και την προάσπιση της αρμονικής ψυχοκοινωνικής τους ανάπτυξης και προόδου».
Και μόνον η ενσωμάτωση τόσων και διαφορετικών αρμοδιοτήτων στα ΚΕΣΥ, σηματοδοτεί το τέλος της Ειδικής Αγωγής. Αντί να στελεχωθούν με το απαραίτητο προσωπικό τα υφιστάμενα ΚΕΔΔΥ, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα να περιμένουν μήνες στη σειρά για να αξιολογηθούν και να διαγνωστούν οι μαθητές με ειδικές ανάγκες, αυτά καταργούνται και ενσωματώνονται μαζί με άλλες υπηρεσίες στα ΚΕΣΥ. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το προσωπικό των ΚΕΔΔΥ (εκπαιδευτικό, ειδικό επιστημονικό, διοικητικό) μεταφέρεται στα ΚΕΣΥ σε αντίστοιχες θέσεις και αν τέτοιες δεν προβλέπονται, τότε οι θέσεις τους γίνονται προσωποπαγείς, δηλαδή καταργούνται με την αποχώρηση του προσωπικού αυτού από την υπηρεσία.
♦ Τα Κέντρα Εκπαίδευσης για την Αειφορία (ΚΕΑ) είναι η μετονομασία των υφιστάμενων Κέντρων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης (ΚΠΕ). Στα Κέντρα αυτά υπάγονται πλέον όλες οι αρμοδιότητες των Κέντρων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης και οι αρμοδιότητες των υπεύθυνων για τα Προγράμματα Αγωγής Υγείας και Πολιτισμού των Διευθύνσεων Εκπαίδευσης.
Εργο τους είναι, μεταξύ των άλλων, και η «διασύνδεση της εκπαιδευτικής κοινότητας και της τοπικής κοινωνίας, για τη διασφάλιση της αειφορικής διαχείρισης του περιβάλλοντος και την ανάδειξη βιώσιμων λύσεων στα τοπικά ζητήματα».
Η «αειφορική διαχείριση» και οι «βιώσιμες λύσεις» σε θέματα περιβάλλοντος παραπέμπουν σε παραδείγματα τύπου πρώην πάρκου Ελληνικού. Οι μαθητές, μέσω των «καινοτόμων προγραμμάτων», που αποκτούν τώρα αυτήν τη συγκεκριμένη διάσταση, πρέπει να έρθουν σε επαφή και να ενστερνιστούν την επιχειρηματική εκμετάλλευση των ελάχιστων περιβαλλοντικών παραδείσων που έχουν απομείνει.
♦ Καταργούνται τα Περιφερειακά Επιμορφωτικά Κέντρα (ΠΕΚ), τα Κέντρα Διαφοροδιάγνωσης, Διάγνωσης και Υποστήριξης Ειδικών Εκπαιδευτικών Αναγκών (ΚΕΔΔΥ), τα Περιφερειακά Κέντρα Στήριξης Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού (ΠΕΚΕΣΕΣ), οι Συμβουλευτικοί Σταθμοί Νέων (ΣΣΝ), τα Κέντρα Συμβουλευτικής – Προσανατολισμού (ΚΕΣΥΠ) και τα Γραφεία Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού (ΓΡΑΣΕΠ), τα Κέντρα Πληροφορικής και Νέων Τεχνολογιών (ΚΕΠΛΗΝΕΤ), οι Αθλητικές Ακαδημίες, τα Τμήματα Επιστημονικής και Παιδαγωγικής Καθοδήγησης Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, οι γραμματείες των σχολικών συμβούλων, τα Κέντρα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης (ΚΠΕ).
Επιλογή στελεχών εκπαίδευσης
Με στόχο την επίφαση δημοκρατικότητας, αλλά και τον ασφυκτικότερο έλεγχο των στελεχών εκπαίδευσης καθιερώνεται τριετής θητεία και δεν επιτρέπεται η επιλογή για τρίτη συναπτή θητεία σε όμοια θέση στελέχους της εκπαίδευσης (εξαιρούνται οι διευθυντές σχολείων).
Κάθε στέλεχος εκπαίδευσης αξιολογείται από τους αμέσως προηγούμενους προϊσταμένους του. Οι Διευθυντές ή Προϊστάμενοι των σχολικών μονάδων αξιολογούνται από τον Συντονιστή Εκπαιδευτικού Εργου και τον Διευθυντή Πρωτοβάθμιας ή Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Γεύση των κριτηρίων αξιολόγησης που θα ισχύσουν και για τον εκπαιδευτικό και τη σχολική μονάδα, μας δίνουν τα κριτήρια αξιολόγησης των στελεχών εκπαίδευσης. Τα κριτήρια αυτά κατατάσσονται στις εξής κατηγορίες:
α) υπηρεσιακές σχέσεις και διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού,
β) γνώση και εφαρμογή αρχών εκπαιδευτικής διοίκησης και παιδαγωγικής καθοδήγησης και
γ) αποτελεσματικότητα και ποιότητα στην άσκηση καθηκόντων.
Εξειδικεύοντας τα κριτήρια αυτά το σχέδιο νόμου αναφέρει μεταξύ άλλων: τη συνδιαμόρφωση σκοπού, οράματος και επιμέρους στόχων και την παρώθηση όλων στην υλοποίησή τους, τον προγραμματισμό, οργάνωση, συντονισμό και εποπτεία του διοικητικού και παιδαγωγικού έργου, την επιτυχή εφαρμογή συμμετοχικών μοντέλων στην οργάνωση και διοίκηση της εκπαιδευτικής δομής, την ενημέρωση των αξιολογουμένων περί των διαδικασιών και των κριτηρίων της αξιολόγησης, τον προγραμματισμό της αξιολόγησης και την τεκμηρίωση της αξιολόγησης βάσει των προβλεπόμενων κριτηρίων, την επιτυχή υλοποίηση της εκπαιδευτικής πολιτικής στον τομέα ευθύνης, την τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων των υπηρεσιακών υποχρεώσεων, τη συμβολή στην επίτευξη των στόχων μέσω της συνεργασίας και συμμετοχής όλων των εμπλεκομένων της εκπαιδευτικής δομής, την ορθή διαχείριση διοικητικών, επιστημονικών και παιδαγωγικών ζητημάτων στον τομέα ευθύνης, την εύρυθμη λειτουργία της εκπαιδευτικής δομής κ.λπ.
Κοντολογίς, τα εκπαιδευτικά στελέχη έχουν την ευθύνη της αδιατάρακτης και χωρίς κλυδωνισμούς εφαρμογής της εκπαιδευτικής πολιτικής (ελέγχεται ακόμη και η εφαρμογή των συγκεκριμένων χρονοδιαγραμμάτων). Ιδιαίτερη βαρύτητα αποδίδεται στον έλεγχο της τήρησης των διαδικασιών αξιολόγησης, ενώ καλούνται να εμπλέξουν σε αυτές τις διαδικασίες όλους τους υφισταμένους τους και να τους «παρωθήσουν» στην επίτευξη των στόχων. Αυτό, στην περίπτωση των διευθυντών σχολικών μονάδων έχει ιδιαίτερη σημασία, όπως θα δούμε παρακάτω.
Η κατάταξη των στελεχών εκπαίδευσης γίνεται ανάλογα με την κλίμακα βαθμολογίας: άριστα στελέχη, τα στελέχη που έχουν σημειώσει κατά την περίοδο αξιολόγησης όλως εξαιρετική επίδοση, πολύ επαρκή (στελέχη, τα οποία μπορούν να ανταποκριθούν πλήρως στις απαιτήσεις της υπηρεσίας τους και να αντιμετωπίσουν κάθε υπηρεσιακό ζήτημα), επαρκή, μερικώς επαρκή, μέτρια, ανεπαρκή στελέχη, ακατάλληλα για τη θέση στελέχη (οι εμφάσεις δικές μας).
Και από εδώ συμπεραίνεται ότι στόχος είναι η πλήρης υποταγή των στελεχών στην κεντρικά χαραγμένη εκπαιδευτική πολιτική. Επίσης σημειώνουμε το χαρακτηρισμό «ακατάλληλα στελέχη», που εμμέσως, πλην σαφώς, παραπέμπει στην απόλυσή τους ή τη μετάταξή τους σε άλλες θέσεις. Η μεταφορά αυτού του χαρακτηρισμού στην κλίμακα αξιολόγησης των εκπαιδευτικών (όταν εφαρμοστεί) οδηγεί σε ανάλογα συμπεράσματα.
Επίφαση δημοκρατικότητας επιχειρείται να δοθεί και από το γεγονός ότι στην αξιολόγηση των στελεχών της εκπαίδευσης «λαμβάνεται υπόψη και η αξιολόγηση του μόνιμου προσωπικού που υπάγεται στα στελέχη αυτά».
Η ρύθμιση αυτή, όσον αφορά στην αξιολόγηση των διευθυντών και υποδιευθυντών των σχολείων (οι εκπαιδευτικοί των σχολείων τους, τους αξιολογούν συμπληρώνοντας ανώνυμα ερωτηματολόγια), παίζει και έναν επιπλέον ρόλο: να εκμαιεύσει από τους εκπαιδευτικούς την αποδοχή της διαδικασίας της αξιολόγησης, μέσω της αυταπάτης που δημιουργεί σε αυτούς, ότι τάχα έχουν λόγο στον ορισμό της διοίκησης και κατ’ επέκταση στο περιεχόμενο και τον τρόπο επιβολής της εκπαιδευτικής πολιτικής.
Οταν αυτοί αποδεχθούν να γίνουν αξιολογητές, εμπεδώνοντας «κουλτούρα αξιολόγησης», φυσικό είναι να τους ζητηθεί στη συνέχεια να γίνουν και αξιολογούμενοι.
Αξιολόγηση εκπαιδευτικού έργου
Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και κατ’ επέκταση η αξιολόγηση-κατηγοριοποίηση της σχολικής μονάδας και του εκπαιδευτικού εισάγεται, όπως προείπαμε, υπό τον ψευδεπίγραφο τίτλο «Συλλογικός προγραμματισμός και ανατροφοδοτική αποτίμηση» του εκπαιδευτικού έργου των σχολικών μονάδων.
Εχοντας κατά νου το προηγούμενο της αντίστασης των εκπαιδευτικών στην επιχειρούμενη επιβολή της αξιολόγησης από τους Διαμαντοπούλου-Αρβανιτόπουλο-Λοβέρδο, της μαζικής άρνησής τους να προσέλθουν στις «ειδικές συνεδριάσεις», για την «έκφραση γνώμης» για τους υποψήφιους διευθυντές, με την κάλυψη που τους είχε προσφέρει η σχετική απόφαση της ΑΔΕΔΥ, της ΔΟΕ και των ΕΛΜΕ για απεργία-αποχή από τις συνεδριάσεις αυτές, οι συριζαίοι επιλέγουν προσεχτικά βήματα.
Με ωραιοποιημένα λόγια («ο συλλογικός προγραμματισμός και η ανατροφοδοτική αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου των σχολικών μονάδων είναι μια συνεχής δυναμική, συμμετοχική διαδικασία εντοπισμού, ανάλυσης και αντιμετώπισης των προβλημάτων και των αναγκών του σχολείου, που στηρίζεται σε εσωτερικά κίνητρα βελτίωσης της εκπαιδευτικής λειτουργίας») προσπαθούν να κρύψουν την ουσία της αυτοαξιολόγησης-αξιολόγησης, όπως έκανε και ο Γαβρόγλου επανειλημμένα με το να διακηρύττει ότι η αξιολόγηση δε θα είναι τιμωρητική.
Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έχει όλα τα χαρακτηριστικά της αξιολόγησης του Αρβανιτόπουλου: Προγραμματισμό στην αρχή της σχολικής χρονιάς με αποσαφήνιση και διατύπωση «στόχων» και «επιλογή στοχευμένων δράσεων», με τη δυνητική συμμετοχή στελεχών του ΠΕΚΕΣ, του ΚΕΣΥ ή του ΚΕΑ, μελών ΔΕΠ ή και άλλων εποπτευόμενων από το υπουργείο Παιδείας φορέων, κατάρτιση «σχεδίων δράσης», εμπλουτισμό του αρχικού προγραμματισμού και των σχεδίων δράσης κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, κριτική αποτίμηση του παραγόμενου εκπαιδευτικού έργου στο τέλος της χρονιάς.
Τον «προγραμματισμό» και την «αποτίμηση», ο σύλλογος διδασκόντων, καταρτίζει «λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση ανατροφοδοτικής αποτίμησης του προηγούμενου σχολικού έτους, καθώς και τις απόψεις του σχολικού συμβουλίου στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, το οποίο οφείλει να έχει προηγουμένως συγκληθεί για αυτό το θέμα». Με το σχολικό συμβούλιο σε ρόλο συμβουλάτορα, οι δήμοι και οι σύλλογοι γονέων έχουν λόγο στην αυτοαξιολόγηση-αξιολόγηση της σχολικής μονάδας.
Για να μην υπάρξουν «παρασπονδίες» θα εκδοθεί Υπουργική Απόφαση, ύστερα από εισήγηση του ΙΕΠ, με την οποία θα καθορίζονται «οι θεματικοί άξονες», καθώς και «ο τύπος των σχετικών εκθέσεων».
Οι αρχικές φήμες ότι ο προγραμματισμός και η αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου θα ήταν αποκλειστική εσωτερική υπόθεση της σχολικής μονάδας, έγιναν καπνός.
Στο νομοσχέδιο αναφέρεται ότι «Οι εκθέσεις συλλογικού προγραμματισμού και ανατροφοδοτικής αποτίμησης κάθε σχολικής μονάδας, υποβάλλονται στο οικείο ΠΕΚΕΣ».
Τη συνέχεια αναλαμβάνουν οι Συντονιστές Εκπαιδευτικού Εργου, που «μελετούν τις ανωτέρω εκθέσεις των σχολικών μονάδων», «διατυπώνουν, εφόσον κρίνουν απαραίτητο, παρατηρήσεις» και «εισηγούνται πιθανές βελτιώσεις».
Το ΠΕΚΕΣ, «αφού λάβει υπόψη τις εκθέσεις αποτίμησης των σχολικών μονάδων, συντάσσει συνολική συμπερασματική έκθεση για τη διαδικασία του συλλογικού προγραμματισμού και της ανατροφοδοτικής αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου των σχολικών μονάδων της οικείας Περιφέρειας, την οποία υποβάλλει στο ΙΕΠ».
Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι πρόκειται για μια γραφειοκρατική διαδικασία με απίστευτη «χαρτούρα», που υποτίθεται ότι θα μελετούν οι Συντονιστές Εκπαιδευτικού Εργου, το ΠΕΚΕΣ και το ΙΕΠ. Τίποτε από όλα αυτά που περιγράφονται με ιεραρχική δομή δεν πρόκειται να γίνει επί της ουσίας. Ο στόχος είναι το πέρασμα της αξιολόγησης, η καλλιέργεια «κουλτούρας αξιολόγησης» στους εκπαιδευτικούς, ώστε να ακολουθήσουν τα επόμενα βήματα σε επίπεδο νομοθεσίας.
Εδώ θυμίζουμε την πρόβλεψη στο Μνημόνιο-3 ότι η αξιολόγηση «των εκπαιδευτικών και των σχολικών µονάδων θα συνάδει µε το γενικό σύστηµα αξιολόγησης της δηµόσιας διοίκησης».
Αλλά και την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών προβλέπει το σχέδιο νόμου. Οχι μόνον εμμέσως με τις διαδικασίες που εισάγει στην αξιολόγηση των στελεχών εκπαίδευσης και με τη διαδικασία αυτοαξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου, αλλά ρητώς και κατηγορηματικώς με το άρθρο 53 του νομοσχέδιου, που αναφέρεται στις αρμοδιότητες του ΙΕΠ.
Από τη μια ακυρώνει -υποτίθεται- την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού, καταργώντας το Π.Δ. 152 με το άρθρο 112 και από την άλλη την επανεισάγει με το άρθρο 53.
Συγκεκριμένα, στο άρθρο 53 αναφέρονται τα εξής:
«Για την εκπλήρωση του σκοπού του, το ΙΕΠ, ασκεί ιδίως τις εξής αρμοδιότητες:
α) γνωμοδοτεί ύστερα από σχετικό ερώτημα του Υπουργού Παιδείας, Ερευνας και Θρησκευμάτων ή εισηγείται αυτεπαγγέλτως προς τον Υπουργό Παιδείας, Ερευνας και Θρησκευμάτων για θέματα σχετικά με: (…)
δδ) την αξιολόγηση των διοικητικών και εκπαιδευτικών δομών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, των εκπαιδευτικών και των λοιπών απασχολουμένων που συμβάλλουν στην πραγμάτωση του εκπαιδευτικού έργου, με στόχο τη βελτίωση της ποιότητάς του».
♦ Με το νομοσχέδιο καθιερώνεται η λειτουργία ομάδων εκπαιδευτικών που διδάσκουν τα ίδια ή συναφή γνωστικά αντικείμενα ή διδάσκουν στην ίδια τάξη, οι οποίες συνεδριάζουν σε τακτική βάση σε όλη τη διάρκεια του σχολικού έτους. Οι ομάδες εκπαιδευτικών συνεργάζονται συστηματικά με τους Συντονιστές Εκπαιδευτικού Εργου των αντίστοιχων κλάδων.
♦ Οι Διευθύνσεις Εκπαίδευσης ορίζουν ομάδες όμορων σχολείων, ώστε να «ανταλλάσσονται ιδέες, προτάσεις και προβληματισμοί γύρω από την ανάπτυξη πρωτοβουλιών και δράσεων για την επίλυση παιδαγωγικών ζητημάτων».
Η ανταπόκριση των εκπαιδευτικών σε όλα αυτά τα καθήκοντα συνεπάγεται έναν μεγάλο αριθμό συνεδριάσεων μετά το πέρας του διδακτικού ωραρίου. Η υποχρεωτική παραμονή επί 30 ώρες την εβδομάδα των εκπαιδευτικών στο σχολείο, προαπαιτούμενο της τρίτης αξιολόγησης, γίνεται πλέον γεγονός, παρά τις αμφιλεγόμενες και καθησυχαστικές δηλώσεις Γαβρόγλου.
Αναβάθμιση ΑΔΙΠΠΔΕ
Στην «ανεξάρτητη» (υποτίθεται) αυτή Αρχή ανατίθεται επιτελικός ρόλος. Η Αρχή:
♦ Αξιολογεί την ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος.
♦ Μεταξιολογεί τα συστήματα αξιολόγησης του εκπαιδευτικού συστήματος και των στελεχών της εκπαίδευσης.
♦ Διαμορφώνει, οργανώνει, εξειδικεύει, τυποποιεί και δημοσιοποιεί εκ των προτέρων τις διαδικασίες αξιολόγησης του εκπαιδευτικού συστήματος και τα σχετικά κριτήρια και δείκτες, στο πλαίσιο, ιδίως, αντίστοιχων διεθνών προτύπων.
♦ Αναπτύσσει ολοκληρωμένο πληροφοριακό σύστημα διαχείρισης και βάση δεδομένων της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού συστήματος, σε συνεργασία με τις υπηρεσίες του υπουργείου Παιδείας και τους φορείς που εποπτεύονται από αυτό.
Ο Πρόεδρος της ΑΔΙΠΠΔΕ ορίζεται από τον υπουργό Παιδείας. Αντιπρόεδρος είναι ο πρόεδρος του ΙΕΠ και μέλος, ένα μέλος ΔΕΠ πανεπιστημίου της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, «με εξειδίκευση στην αξιολόγηση εκπαιδευτικών συστημάτων ή στην οργάνωση και διοίκηση της εκπαίδευσης ή στην παιδαγωγική επιστήμη» (οι εμφάσεις δικές μας).
Τέλος στο νομοσχέδιο περιλαμβάνονται και 13 άρθρα για την εκπαίδευση των προσφυγόπουλων, τα οποία σχολιάζουμε στη διπλανή στήλη.
Γιούλα Γκεσούλη