Ολα αρχίζουν με την Οδηγία 2005/36 της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η ευρωπαϊκή Οδηγία με την οποία έγιναν ένας αχταρμάς όλων των ειδών τα πτυχία, οι τίτλοι, οι βεβαιώσεις επάρκειας, τα πιστοποιητικά, κ.λπ., όλα τα επαγγέλματα που απορρέουν από πανεπιστημιακά πτυχία, μέχρι και δραστηριότητες που προϋποθέτουν απλά επαγγελματική πείρα, θεσπίστηκε στο όνομα της «ανάγκης για ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης τίτλων εκπαίδευσης», της «ελευθερίας εγκατάστασης» και της «ελεύθερης παροχής υπηρεσιών», μεταξύ των κρατών-μελών.
Είχε προηγηθεί βεβαίως η κακόφημη Διακήρυξη της Μπολόνια, η οποία έβαζε τις βάσεις για μια τέτοιου είδους εξέλιξη, που σηματοδοτούσε καθαρά την υποβάθμιση των πανεπιστημιακών σπουδών και πτυχίων και την οποία είχε υπογράψει και ο τότε υπουργός Παιδείας Γεράσιμος Αρσένης.
Στην Ελλάδα, οι υποτελείς των ιμπεριαλιστικών κρατών έσπευσαν να ενσωματώσουν την ευρωπαϊκή Οδηγία στο ελληνικό δίκαιο με το ΠΔ 38/2010. Από τότε άρχισε μια διαρκής σκυταλοδρομία μεταξύ των διαφόρων ελληνικών κυβερνήσεων που τροποποιούσαν το αρχικό ΠΔ 38 χωρίς, όμως να αλλοιώσουν την ουσία του, με μοναδικό γνώμονα την επίσπευση των διαδικασιών αναγνώρισης των πτυχίων και τίτλων σπουδών που αποκτούσαν οι αιτούντες την αναγνώριση σε χώρες της ΕΕ εκτός Ελλάδας.
Σημειωτέον, ότι τα ιμπεριαλιστικά ευρωπαϊκά κράτη, με πρωτοπόρο το Ηνωμένο Βασίλειο, είχαν σπεύσει να αγκαλιάσουν τη Μπολόνια και βεβαίως να εκδώσουν τη σχετική Οδηγία, αφού είχαν μετατρέψει τα πανεπιστημιακά τους ιδρύματα σε οίκους εμπορίου για κάθε επίπεδο και κάθε τσέπη, προσδοκώντας να αποκτήσουν περισσότερους φοιτητές-πελάτες στον ανταγωνισμό τους με τα αμερικανικά πανεπιστήμια.
Τη διαδικασία αναγνώρισης διευκόλυνε η επιστράτευση ενός αντιδραστικού ιδεολογήματος, του διαχωρισμού των επαγγελματικών προσόντων από το πτυχίο, από το οποίο αυτά απορρέουν. Εξ ου και η κατάργηση του ΔΙΚΑΤΣΑ και η δημιουργία δύο διαφορετικών οργάνων, του ΔΟΑΤΑΠ, αρμόδιου για την ακαδημαϊκή ισοτιμία και του ΣΑΕΠ αρμόδιου για την επαγγελματική ισοτιμία. Υπήρξαν πάμπολλες παρεμβάσεις και ερμηνείες, όπως π.χ. η επιστράτευση της επαγγελματικής ισοδυναμίας και η, μετά των συνεχών πιέσεων των αμερικανών μέσω της πρεσβείας, επέκταση της αναγνώρισης επαγγελματικής ισοδυναμίας και για τους κατόχους τίτλων τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης που απονέμουν ιδρύματα «τρίτων χωρών».
Σημειώνουμε ότι ως «τίτλος τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης» θεωρείται «ο αναγνωρισμένος τίτλος τουλάχιστον τριετούς διάρκειας σπουδών και φοίτησης, όταν πρόκειται για πτυχίο πρώτου κύκλου σπουδών, μικρότερο τριετούς διάρκειας σπουδών και φοίτησης όταν πρόκειται για μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης και τουλάχιστον τριετούς διάρκειας σπουδών και φοίτησης όταν πρόκειται για διδακτορικό κύκλο σπουδών, που απονέμεται από ίδρυμα τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης ή τρίτης χώρας». Ο πυρήνας αυτός ουδέποτε αμφισβητήθηκε (συμπεριλαμβανομένων των συριζαίων) παρότι οι πανεπιστημιακές σπουδές στην Ελλάδα έχουν διάρκεια τουλάχιστον τέσσερα (4) έτη. Αυτό από μόνο του σηματοδοτεί την υποβάθμιση των πανεπιστημιακών ελληνικών πτυχίων.
Η αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων και της επαγγελματικής ισοδυναμίας δεν αφορά μόνο τους κατόχους τίτλων σπουδών, τους οποίους απέκτησαν φοιτώντας εξ ολοκλήρου σε ξένα πανεπιστήμια. Αφορά και αυτούς που φοίτησαν στα γνωστά ελληνικά κολλέγια, τα οποία έχουν συνάψει συμφωνίες δικαιόχρησης με ξένα πανεπιστήμια και τα «πτυχία» και τους «τίτλους σπουδών» απονέμουν τα ξένα ιδρύματα, με τα οποία είναι συμβεβλημένα τα εν λόγω «μαγαζιά» των εμπόρων γνώσης και ελπίδων. Κοντολογίς, έχουμε μια ντε φάκτο αναγνώριση των κολλεγίων ως οιονεί πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και μια από την πίσω πόρτα καραμπινάτη παραβίαση του άρθρου 16 του Συντάγματος, που απαγορεύει την ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων στη χώρα μας.
Την αλήθεια αυτή γνωρίζει πολύ καλά και ο ΣΥΡΙΖΑ, που δημαγωγεί δεόντως ως ακραιφνής υπερασπιστής του άρθρου 16.
Είναι χαρακτηριστική η εξής σκόπιμα αποκρυβείσα αντίφαση. Στην αιτιολογική έκθεση για την τροποποίηση άρθρων του ΠΔ 38 (έγιναν με το Ν. 4610/2019), ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται ότι προχωρεί στην κατάργηση των μεταγενέστερων τροποποιήσεων του ΠΔ 38 διότι οι νόμοι αυτοί (Ν.4093/2012 και 4111/2013) «οδήγησαν σε πλήθος στρεβλώσεων όσον αφορά στην αναγνώριση της ισοδυναμίας των τίτλων σπουδών, η οποία συνίσταται σε εκτίμηση τίτλων σπουδών και του περιεχομένου τους, εφόσον οι τίτλοι αυτοί δεν προσδίδουν στον κάτοχό τους επαγγελματικά προσόντα ή δυνατότητα πρόσβασης σε επάγγελμα σε κράτος μέλος» και επομένως αυτό «έχει ως συνέπεια να παρακάμπτονται οι διατάξεις του άρθρου 16 του Συντάγματος και οι αρμοδιότητες που έχει για τα θέματα αναγνώρισης τίτλων σπουδών ο Διεπιστημονικός Οργανισμός Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης (ΔΟΑΤΑΠ)».
Την ίδια στιγμή, όμως, οι συριζαίοι διατήρησαν αλώβητη την παράγραφο 1 α) και β) του άρθρου 14 του ΠΔ 38 στην πρωτότυπη δημοσίευσή του, η οποία αναφέρει τα εξής:
«1. Το άρθρο 13 δεν κωλύει την αρμόδια αρχή του άρθρου 54 να απαιτεί από τον αιτούντα την πραγματοποίηση πρακτικής άσκησης προσαρμογής επί τρία έτη, κατ’ ανώτατο όριο, ή την υποβολή σε δοκιμασία επάρκειας σε μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) εφόσον η διάρκεια της εκπαίδευσης που επικαλείται δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφοι 1 ή 2, είναι μικρότερη κατά τουλάχιστον ένα έτος από εκείνη που απαιτείται στην Ελλάδα·
β) εφόσον η εκπαίδευση που έχει λάβει αφορά τομείς γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικούς από εκείνους που καλύπτονται από τον απαιτούμενο στην Ελλάδα τίτλο εκπαίδευσης·
γ) εφόσον το νομοθετικώς ρυθμιζόμενο επάγγελμα στην Ελλάδα περιλαμβάνει μία ή περισσότερες νομοθετικώς ρυθμιζόμενες επαγγελματικές δραστηριότητες, οι οποίες δεν υπάρχουν στο αντίστοιχο επάγγελμα στο κράτος μέλος προέλευσης του αιτούντος, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 2, και εφόσον η εν λόγω διαφορά συνίσταται στη συγκεκριμένη εκπαίδευση που απαιτείται στην Ελλάδα και η οποία αφορά τομείς γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικούς από εκείνους που καλύπτονται από τη βεβαίωση επάρκειας ή τον τίτλο εκπαίδευσης που διαθέτει ο αιτών» (οι εμφάσεις δικές μας).
Δηλαδή, ο ΣΥΡΙΖΑ υπερασπίζει το άρθρο 16 από τις «στρεβλώσεις» και την ίδια στιγμή θεωρεί ότι η διαδικασία αναγνώρισης εφαρμόζεται και για αυτούς που η εκπαίδευσή τους αφορά γνώσεις ουσιωδώς διαφορετικές από αυτές που καλύπτονται από τον απαιτούμενο τίτλο σπουδών στην Ελλάδα και οι δραστηριότητες του επαγγέλματός τους στο κράτος προέλευσης δεν υπάρχουν στο νομοθετικώς ρυθμιζόμενο επάγγελμα στην Ελλάδα! Και όλα αυτά μπορούν κάλλιστα να λυθούν -κατά τον νομοθέτη και τον ΣΥΡΙΖΑ- με μια πρακτική άσκηση τριών ετών κατ’ ανώτατο όριο ή με μια δοκιμασία επάρκειας! Δηλαδή η «εμπειρία» τίθεται πάνω από το πανεπιστημιακό πτυχίο και ουσιαστικά το καταργεί. Τη διάταξη αυτή διατηρεί και η Κεραμέως. Τα παραπάνω δείχνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε απλώς κάποιες επιλεκτικές παρεμβάσεις ίσα-ίσα για να δημαγωγεί.
Στη σκυταλοδρομία αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων και επαγγελματικής ισοδυναμίας -που υποκρύπτει, όπως είπαμε την ισοτιμία των πτυχίων-, τη σκυτάλη τώρα έχει η Κεραμέως.
Η οποία με τις επείγουσες ρυθμίσεις που προωθεί:
υ Επαναφέρει τις καταργηθείσες από τον ΣΥΡΙΖΑ παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 2 του ΠΔ 38.
Σύμφωνα με αυτές, οι διατάξεις για την επαγγελματική ισοδυναμία εφαρμόζονται και γι’ αυτούς που θέλουν να ασκήσουν νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα στην Ελλάδα και ενώ κατέχουν «τίτλο τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης», σαν αυτόν που περιγράψαμε παραπάνω, από ίδρυμα τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης άλλου κράτους μέλους, εν τούτοις δεν έχουν αποκτήσει τα επαγγελματικά προσόντα (ως αυτοαπασχολούμενοι ή μισθωτοί) στο κράτος προέλευσης.
-Στον «τίτλο τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης» συμπεριλαμβάνει και τον τίτλο που απονέμεται από ίδρυμα «τρίτης χώρας», φωτογραφίζοντας τα αμερικανικά κολλέγια. Οι επισκέψεις αμερικανών στο υπουργείο Παιδείας δεν πήγαν τσάμπα (δες Κόντρα αρ. φύλ. 1023).
υ Διατηρεί ως αρμόδια Αρχή για να δέχεται τις αιτήσεις των ενδιαφερομένων και να εκδίδει τις αποφάσεις αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων και αναγνώρισης επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλων σπουδών κρατών μελών της ΕΕ ή τρίτων χωρών το Αυτοτελές Τμήμα Εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας (ΑΤΕΕΝ), αποδεχόμενη την κατάργηση και αυτού ακόμη του ΣΑΕΠ από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Γενικά διευρύνει το πεδίο των αναγνωρίσεων σύμφωνα με το αρχικό ΠΔ 38 και βάζει και αυτή το χεράκι της στην επιτάχυνση των διαδικασιών και στην άρση κάθε εμποδίου.
Μόνος χαμένος είναι τα δημόσια πανεπιστήμια στη χώρα μας και ό,τι εμπεριέχεται στην έννοια των πανεπιστημιακών σπουδών και πτυχίων.
Για το ΠΔ 38/2010 είχαμε δημοσιεύσει μια ανάλυση στην Κόντρα αρ. φύλ. 586, 6.2.2010, τα βασικά σημεία της οποίας θεωρούμε χρήσιμο να θυμίσουμε.
Κατεδαφίζεται το άρθρο 16
Το ΠΑΣΟΚ ξεκίνησε επίσημα το χορό της υποβάθμισης των ελληνικών πανεπιστημίων, βάζοντας φαρδιά πλατιά την υπογραφή του στην κακόφημη Μπολόνια, το ΠΑΣΟΚ βάζει τώρα και την ταφόπλακα με το ΠΔ που ενσωματώνει την ευρωπαϊκή Οδηγία 2005/36. Το ΠΔ σηματοδοτεί την κατεδάφιση του άρθρου 16 του Συντάγματος, αφού αναγνωρίζει ουσιαστικά ως ιδιωτικά πανεπιστήμια τα κολέγια που συνεργάζονται με ξένα πανεπιστημιακά ιδρύματα.
Στο όνομα της «ανάγκης» για ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης τίτλων εκπαίδευσης, της «ελευθερίας εγκατάστασης» και της «ελεύθερης παροχής υπηρεσιών», μπαίνουν σ’ ένα γουδί και αλέθονται όλων των ειδών τα πτυχία, οι τίτλοι, οι βεβαιώσεις επάρκειας, τα πιστοποιητικά, κ.λπ., όλα τα επαγγέλματα, από αυτά που απορρέουν από πανεπιστημιακά πτυχία, πτυχία αντίστοιχα των ελληνικών ΤΕΙ, επαγγελματικές σχολές κάθε είδους μέχρι και δραστηριότητες που προϋποθέτουν απλά επαγγελματική πείρα. Αυτό είναι ενδεικτικό της υποβάθμισης των πανεπιστημιακών σπουδών.
Ας θυμηθούμε πώς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο -κατά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης για την Ελλάδα επειδή παραβίαζε την κοινοτική νομοθεσία για την αναγνώριση των διπλωμάτων- απαξίωνε πλήρως την ουσία της εκπαίδευσης που βρίσκεται πίσω από ένα πτυχίο, αποδεικνύοντας ότι για το μόνο που νοιάζεται το ευρωπαϊκό κεφάλαιο είναι η απόκτηση βασικών δεξιοτήτων, που θα καθιστούν εφικτό το μέγιστο βαθμό εκμετάλλευσης των εργαζόμενων και την «ελεύθερη» διακίνησή τους. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο τότε δήλωνε ότι η εκτίμησή του βασίζεται στο γεγονός ότι «με το σύστημα της οδηγίας 89/48 (προπάτορα της οδηγίας 36/05), ένα δίπλωμα αναγνωρίζεται όχι λόγω της ουσιαστικής αξίας της εκπαιδεύσεως που πιστοποιεί, αλλά διότι καθιστά δυνατή την πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα». Ενα άλλο, επίσης χαρακτηριστικό παράδειγμα της υποτίμησης των πανεπιστημιακών σπουδών από το ΠΔ, είναι ότι το «δίπλωμα (μπορεί να) βεβαιώνει επιτυχή ολοκλήρωση της εκπαίδευσης μεταδευτεροβάθμιου επιπέδου διάρκειας τουλάχιστον τριών και όχι άνω των τεσσάρων ετών… σε πανεπιστήμιο ή ίδρυμα ανώτατης εκπαίδευσης ή άλλο ίδρυμα του αυτού εκπαιδευτικού επιπέδου», όταν ως τώρα στην Ελλάδα ακόμα και το Μετσόβειο Πολυτεχνείο πάλευε να χαρακτηρίσει τα πτυχία του «διπλώματα», ενώ είναι γνωστό ότι το δίπλωμα αναφέρεται στις μεταπτυχιακές σπουδές.
Ενας αχταρμάς, λοιπόν, τα πτυχία και από κει και πέρα γενικός δερβέναγας η αγορά, που στις μέρες μας, της τεράστιας ανεργίας και του εξευτελισμού των μισθών και των εργασιακών σχέσεων, έχει πάμπολλες επιλογές, αφού μπορεί να διαλέξει πάμφθηνους απόφοιτους με «βαρβάτα» πτυχία. Είναι, όμως, τόσο εύκολο να ξεμπερδεύει κανείς με το ζήτημα, καταφεύγοντας σε αυτό που θα συμβαίνει στη ζωή (η αγορά ως ρυθμιστής); Οχι, βέβαια. Γιατί υποτίμηση του ΠΔ με το οποίο ενσωματώνεται η ευρωπαϊκή Οδηγία, σημαίνει υποτίμηση των προσπαθειών του κεφαλαίου να περιορίσει ασφυκτικά την πρόσβαση στη γνώση σε μια περιορισμένη ελίτ, επιφυλάσσοντας για τη μεγάλη πλειοψηφία την αμορφωσιά και την απόκτηση δεξιοτήτων που γρήγορα αποχτιούνται και γρήγορα χάνονται, σημαίνει υποτίμηση του χτυπήματος που γίνεται για το σκοπό αυτό στις πανεπιστημιακές δομές, σημαίνει, τέλος, παραίτηση από τον αγώνα για το δικαίωμα στη μόρφωση και την ολοκλήρωση της προσωπικότητας (με όλους τους περιορισμούς που έχουν οι όροι αυτοί μέσα στον καπιταλισμό).
Με όσα αναφέρουμε πιο πάνω συνδέονται τρία κρίσιμα σημεία του ΠΔ, πάνω στα οποία εδράζεται όλη η φιλοσοφία του. Το ένα είναι ότι πουθενά δε γίνεται μνεία στο περιεχόμενο των σπουδών των αιτούντων την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, πουθενά δε γίνεται λόγος για τα αναλυτικά προγράμματα των σπουδών, ούτε για το ποιόν του εκπαιδευτικού προσωπικού. Και βέβαια, δεν προβλέπεται κανένας απολύτως έλεγχος από τις αρμόδιες αρχές του τόπου εγκατάστασης (δηλαδή της Ελλάδας στην προκειμένη περίπτωση) στα προγράμματα, στο περιεχόμενο σπουδών και στους καθηγητές.
Διαλύεται έτσι μια κι έξω ο μύθος που καλλιέργησαν ως τώρα η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, ότι δήθεν θα γίνονται αυστηροί έλεγχοι στα προγράμματα και στους καθηγητές, ώστε να διασφαλιστεί «ποιοτικά» ο χώρος των κολλεγίων και δικαιώνεται ο πρόεδρος των μαγαζατόρων του είδους που κραύγαζε περί του αντιθέτου. Τελειώνει επίσης και αυτό που διαλαλούσε η Διαμαντοπούλου, θέλοντας να υποβαθμίσει το ζήτημα για να προλάβει αντιδράσεις από την πανεπιστημιακή κοινότητα και τους φοιτητές, ότι δηλαδή τα κολλέγια ανήκουν στη μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση και συνεπώς είναι υποδεέστερα των πανεπιστημίων. Για την ευρωπαϊκή Οδηγία και το ΠΔ που την ενσωματώνει ατόφια, μετράει μόνο το γεγονός ότι το «πτυχίο» το αποδίδει το ξένο πανεπιστήμιο, με το οποίο συνεργάζεται το κολλέγιο. Αλλωστε, όπως είδαμε πιο πάνω, ονοματίζει «διπλώματα» τα πτυχία που απορρέουν από «εκπαίδευση μεταδευτεροβάθμιου επιπέδου διάρκειας τριών ετών σε πανεπιστήμιο ή ίδρυμα ανώτατης εκπαίδευσης ή άλλο ίδρυμα του αυτού εκπαιδευτικού επιπέδου». Θυμίζουμε ότι ως προς το ποιος θα κρίνει αν το ίδρυμα είναι «του αυτού εκπαιδευτικού επιπέδου» με ένα πανεπιστήμιο ή ένα ανώτατο ίδρυμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι κατηγορηματική: «Αποκλειστικώς η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που χορήγησε το δίπλωμα», πράγμα που φροντίζει να επαληθεύσει με τις διαδικασίες αναγνώρισης που θεσπίζει το ΠΔ για την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων.
Ετσι το δεύτερο κρίσιμο σημείο του ΠΔ είναι ότι η αναγνώριση των τίτλων και των αντίστοιχων επαγγελματικών προσόντων γίνονται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους καταγωγής του τίτλου (εν προκειμένω του ξένου πανεπιστήμιου), ενώ το κράτος υποδοχής ή εγκατάστασης αρκείται σε τυπικούς ελέγχους διασταύρωσης των στοιχείων. Το τρίτο σημείο είναι ότι το ΠΔ δεν ενδιαφέρεται διόλου για τον τόπο ή το ίδρυμα στο οποίο έχει πραγματοποιήσει τις σπουδές του ένας πολίτης της ΕΕ, εφόσον οδηγούν σε επαγγελματικά δικαιώματα στη χώρα καταγωγής (ή προέλευσης) των τίτλων σπουδών. Δεν υπάρχει δηλαδή καμιά διαφορά ανάμεσα σε αυτούς που επέλεξαν να βγουν στο εξωτερικό για σπουδές και σε αυτούς που φοίτησαν σε κολλέγιο στην Ελλάδα που συνεργάζεται με ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο, αφού το «πτυχίο» το απονέμει το ξένο πανεπιστήμιο, το οποίο εδράζεται σε χώρα της ΕΕ.
Συνεπώς, το ΠΔ βάζει τέλος, καθαρά πραξικοπηματικά, στην ταχτική που ακολουθούσε το ΔΙΚΑΤΣΑ (νυν ΔΟΑΤΑΠ) να μην αναγνωρίζει ως πανεπιστημιακές σπουδές το χρόνο σπουδών που διένυε ένας απόφοιτος ξένου πανεπιστήμιου σε κολέγιο στην Ελλάδα, με το οποίο συνεργάζονταν το ξένο πανεπιστήμιο. Ταχτική που είναι απολύτως συμβατή με το άρθρο 16 του Συντάγματος που απαγορεύει τα ιδιωτικά πανεπιστήμια στην Ελλάδα και αφού τα κολέγια δεν αναγνωρίζονταν καν ως εκπαιδευτικά ιδρύματα, αλλά ως εμπορικές επιχειρήσεις. Το πρώτο σημαντικό βήμα στην κατεύθυνση καταστρατήγησης του Συντάγματος, οφείλουμε να το πιστώσουμε στη ΝΔ και τον Στυλιανίδη, που με το γνωστό του νόμο (πέρα από τις παπάρες για τους αυστηρούς ελέγχους στα προγράμματα και το καθηγητικό προσωπικό) ενέταξε στο υπουργείο Παιδείας τα κολλέγια, ιδρύοντας μάλιστα και αρμόδια Διεύθυνση, το Γραφείο Κολλεγίων.
Ενα άλλο σημαντικό σημείο του ΠΔ είναι ότι δίνει μερίδιο από την πίτα της αναγνώρισης και στα κολλέγια που συνεργάζονται με αμερικανικά πανεπιστήμια (προβλέπεται ήδη από την οδηγία 36/05, αλλά και δεν πήγαν τσάμπα οι επισκέψεις αμερικανών βουλευτών και του πρέσβη στους υπουργούς Παιδείας). Στο άρθρο 3 του ΠΔ γίνεται λόγος για τίτλους εκπαίδευσης (διπλώματα, πιστοποιητικά και άλλοι τίτλοι που χορηγούνται από την Αρχή) που βεβαιώνουν επιτυχώς περατωθείσα επαγγελματική εκπαίδευση που έχει αποκτηθεί «κατά κύριο» λόγο στην Κοινότητα. Ενώ παρακάτω δηλώνεται ότι «εξομοιώνεται προς τίτλο εκπαίδευσης κάθε τίτλος εκπαίδευσης που χορηγείται από τρίτη χώρα, εφόσον ο κάτοχός του διαθέτει στο συγκεκριμένο επάγγελμα τριετή επαγγελματική πείρα στο έδαφος του κράτους μέλους, το οποίο αναγνώρισε τον εν λόγω τίτλο». Είναι γνωστό ότι τα αμερικανικά πανεπιστήμια δημιουργούν δομές-φαντάσματα στις ευρωπαϊκές χώρες (έχει καταγγελθεί στον Τύπο). Οι ευρωπαϊκές χώρες, λοιπόν, γίνονται «πλυντήριο» για τους απόφοιτους που διαθέτουν «πτυχίο» αμερικανικού πανεπιστήμιου, που αφού αποκτήσουν και μια «τριετή επαγγελματική πείρα» στο έδαφός τους, μπορούν στη συνέχεια να έρθουν και στην Ελλάδα και να εξασκήσουν το επάγγελμα.
Τέλος, οι απόφοιτοι των κολεγίων θα μπορούν να συμμετάσχουν σε διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ, για διορισμό στο δημόσιο, αφού το σχετικό ΠΔ 44 του 2005 προβλέπει ότι στις εξετάσεις γίνονται δεκτοί οι κάτοχοι πτυχίων ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, εφόσον έχουν τύχει αναγνώρισης από το αρμόδιο Συμβούλιο (ΣΑΕΠ). Το δρόμο θα τους τον έχει ανοίξει το άρθρο 4 του ΠΔ που ενσωματώνει την ευρωπαϊκή Οδηγία 36/05, που αναφέρει: «εφόσον αναγνωρίσει τα επαγγελματικά προσόντα στην Ελλάδα, ο δικαιούχος έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει πρόσβαση στο ίδιο επάγγελμα για το οποίο διαθέτει τα προσόντα στο κράτος μέλος καταγωγής και να το ασκεί στην Ελλάδα υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με τους Ελληνες υπηκόους».
Διαδικασία αναγνώρισης
Ο ενδιαφερόμενος καταθέτει στις αρμόδιες αρχές τα απαραίτητα έγγραφα και πιστοποιητικά. Σε περίπτωση «δικαιολογημένων αμφιβολιών», οι αρμόδιες ελληνικές αρχές απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές του άλλου κράτους μέλους που εξέδωσαν τους τίτλους, «επιβεβαίωση του γνησίου των βεβαιώσεων και πιστοποιητικών και των τίτλων εκπαίδευσης που χορηγούνται σε αυτό το κράτος μέλος και επιβεβαίωση του γεγονότος ότι ο δικαιούχος πληροί, όσον αφορά τα επαγγέλματα του Κεφαλαίου III τους ελάχιστους όρους εκπαίδευσης». Συνεπώς, πρόκειται για τυπικούς ελέγχους ταυτοποίησης και διασταύρωσης των εγγράφων και των τίτλων που κατατίθενται και όχι για ελέγχους ουσίας.
Σε περιπτώσεις «δικαιολογημένων αμφιβολιών» εφόσον έχουν εκδοθεί τίτλοι εκπαίδευσης και περιλαμβάνουν την εκπαίδευση «που έχει αποκτηθεί εν μέρει ή εξ ολοκλήρου σε εκπαιδευτικό ίδρυμα που εδρεύει νόμιμα σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας, στην ελληνική επικράτεια ή στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους, οι αρμόδιες ελληνικές αρχές επαληθεύουν με τον αρμόδιο φορέα στο κράτος μέλος καταγωγής του τίτλου κατά πόσον η εκπαίδευση στο ίδρυμα που παρέσχε την κατάρτιση έχει πιστοποιηθεί επισήμως, κατά πόσον οι τίτλοι εκπαίδευσης που έχουν εκδοθεί είναι οι ίδιοι με εκείνους που θα είχαν χορηγηθεί εάν η εκπαίδευση είχε πραγματοποιηθεί εξ ολοκλήρου στο κράτος καταγωγής του τίτλου και κατά πόσον οι τίτλοι εκπαίδευσης προσδίδουν τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα στην επικράτεια του κράτους μέλους που χορήγησε τον τίτλο.
Αυτά φωτογραφίζουν τα κολλέγια που συνεργάζονται με ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, τα οποία χορηγούν το «πτυχίο».
Ακόμα και στην περίπτωση που απαιτείται στην Ελλάδα η κατοχή συγκεκριμένων επαγγελματικών προσόντων για την άσκηση νομοθετικά ρυθμιζόμενου επαγγέλματος (ένας όρος άσκησης είναι η χρήση επαγγελματικού τίτλου), το Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων (ΣΑΕΠ) παρέχει τη δυνατότητα άσκησης του επαγγέλματος υπό τους ίδιους όρους με εκείνους που ισχύουν για τους Ελληνες, εάν οι αιτούντες είναι κάτοχοι βεβαίωσης επάρκειας ή τίτλου εκπαίδευσης που απαιτείται από άλλο κράτος μέλος για την ανάληψη ή την άσκηση του ίδιου επαγγέλματος στην επικράτειά του.
Επίσης είναι κατανοητό ότι πάραυτα πρέπει να ετοιμαστεί και το περίφημο «εθνικό πλαίσιο επαγγελματικών προσόντων», που θα ευθυγραμμίζεται με τα 8 επίπεδα τίτλων σπουδών της ΕΕ.
Το ΣΑΕΠ δεν κωλύεται να απαιτήσει πρακτική άσκηση προσαρμογής επί 3 έτη κατ’ ανώτατο όριο ή την υποβολή σε δοκιμασία επάρκειας εφόσον η διάρκεια εκπαίδευσης είναι μικρότερη κατά τουλάχιστον ένα έτος από εκείνη που απαιτείται στην Ελλάδα ή εφόσον η εκπαίδευση αφορά τομείς γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικούς από εκείνους που καλύπτονται από τον απαιτούμενο τίτλο εκπαίδευσης στην Ελλάδα.
Βλέπουμε δηλαδή ότι οι «αυστηροί όροι» που τίθενται σε περιπτώσεις κραυγαλέας μειονεξίας του ενδιαφερόμενου σε σχέση με τα ισχύοντα στην Ελλάδα, η αρμόδια Αρχή το περισσότερο που μπορεί να κάνει είναι να τον υποβάλλει σε δοκιμασία επάρκειας ή να τον αναγκάσει σε πρακτική άσκηση διάρκειας το πολύ τριών ετών, ενώ ο ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα να επιλέξει μεταξύ των δυο «ποινών»! Μάλιστα, το ΠΔ προβλέπει ότι η διαδικασία αυτή αποτελεί «παρέκκλιση», γίνεται δηλαδή κατ’ εξαίρεση και δεν πρέπει να αποτελεί τον κανόνα.
Αρμόδια Αρχή για να εκδίδει τις αποφάσεις αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων είναι το Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων (ΣΑΕΠ). Με την ίδρυσή του καταργείται το Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικής Ισοτιμίας Τίτλων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (ΣΑΕΙΤΤΕ) και το Συμβούλιο Επαγγελματικής Αναγνώρισης Τίτλων Εκπαίδευσης και Κατάρτισης.
Το ΠΔ θεσπίζει διαδικασίες εξπρές στην αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (μέσα σε τρεις μήνες το πολύ από τη συμπλήρωση του φακέλου του αιτούντος με όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά). Μόλις δε εκδοθεί η αναγνωριστική απόφαση από το Συμβούλιο, η αρμόδια Επαγγελματική Οργάνωση ή η αρμόδια διοικητική αρχή υποχρεούνται χωρίς καθυστέρηση να εγγράψουν στα μητρώα τους τον αιτούντα και να εκδώσουν την άδεια ασκήσεως του επαγγέλματός του. Το σημείο αυτό συνιστά έμμεση απειλή προς τις Επαγγελματικές Οργανώσεις, αλλά εμείς αμφιβάλλουμε τα μάλα ότι αυτές θα «τσιμπήσουν» (ειδικά το ΤΕΕ).
Γιούλα Γκεσούλη