Αν η μισή μας καρδιά απορρίπτει την κατάλυση του δημόσιου Πανεπιστήμιου, που επιχειρείται με τους νόμους Διαμαντοπούλου-Αρβανιτόπουλου, η άλλη μισή οφείλει να τηρήσει την αστική νομιμότητα, διότι σε αντίθετη περίπτωση κινδυνεύουμε να διωχθούμε από τους εισαγγελείς κατ’ εντολή των Αρχών, για παράβαση καθήκοντος. Αυτό θα μπορούσε να είναι με δυο λόγια το περιεχόμενο του ομόφωνου ψηφίσματος της έκτακτης συνόδου των πρυτάνεων (Λαύριο, 20/10).
«Κότες», λοιπόν, οι πρυτανικές αρχές, όταν ζορίζουν τα πράγματα. Θυμίζουν, τηρουμένων των αναλογιών, τους πανεπιστημιακούς που παρακολουθούσαν σιωπηλοί το παραλήρημα του δικτάτορα Παπαδόπουλου.
«Κότες», λοιπόν, οι πρυτανικές αρχές, όταν ζορίζουν τα πράγματα. Θυμίζουν, τηρουμένων των αναλογιών, τους πανεπιστημιακούς που παρακολουθούσαν σιωπηλοί το παραλήρημα του δικτάτορα Παπαδόπουλου.
Κάποιοι, τους θυμίζουν ότι υπάρχει και ο δρόμος της έντιμης παραίτησης, μιας και δεν μπορούν να σηκώσουν στις πλάτες τους τις ευθύνες ενός συνεπούς αγώνα ενάντια στο ξεπάτωμα του δημόσιου Πανεπιστήμιου. Μόνο που το ανώτατο πανεπιστημιακό κατεστημένο δε μπορεί ν’ απαρνηθεί το ρόλο του, ως θεσμού του αστικού συστήματος. Οι τυχόν εξαιρέσεις που μπορεί να υπάρξουν στο μέλλον θα επιβεβαιώνουν απλώς τον κανόνα.
Οι πρυτάνεις δείχνουν ότι πατούν σε δυο βάρκες. Και η βάρκα που πατά το «αριστερό» τους πόδι έχει επιβάτες και μεγάλη μερίδα των απλών μελών ΔΕΠ, αλλά και το φοιτητικό κίνημα, που αυτή τη στιγμή δίνουν μάχη (όχι, βέβαια, στο βαθμό και την έκταση που απαιτούν οι περιστάσεις) για να μην εκλεγούν τα Συμβούλια διοίκησης, που θα τεθούν επικεφαλής του Πανεπιστήμιου-Ανώνυμη Επιχείρηση. Γι’ αυτό και οι πρυτάνεις αισθάνονται την ανάγκη να καταγγείλουν το αδιέξοδο στο οποίο έχουν καταδικαστεί τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, εξ αιτίας της ασκούμενης πολιτικής από κυβέρνηση και τρόικα, την οποία, όμως παρακολουθούν κλαψουρίζοντας, είτε καταφεύγοντας, στην καλύτερη περίπτωση, στο ΣτΕ, ζητώντας την ακύρωση διατάξεων των νόμων Διαμαντοπούλου-Αρβανιτόπουλου.
Ιδού, ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το ομόφωνο ψήφισμα της έκτακτης συνόδου των πρυτάνεων:
«Η Σύνοδος των Πρυτάνεων υπογραμμίζει τις δραματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες έχουν περιορισθεί να λειτουργούν σήμερα τα Πανεπιστήμια, με την πλήρη κατάλυση της διοικητικής και οικονομικής τους αυτοτέλειας, σε ευθεία αντίθεση με το άρθρο 16 του Συντάγματος. Οι Πρυτανικές Αρχές διοικούν πλέον τα Πανεπιστήμια υπό τη Δαμόκλειο σπάθη της παράβασης καθήκοντος και την προσεπίκληση του Εισαγγελέα κατ’ εντολή των Αρχών. Τα αδιέξοδα στα οποία οδηγούνται οι εκλογικές διαδικασίες αναδεικνύουν τα προβλήματα του ν.4009/11-4076/12 και επιβάλλουν την κατάδειξή τους στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας. Η αίτηση ακύρωσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας για την αντισυνταγματικότητα διατάξεων των ν.4009/11 και 4076/12 υποβάλλεται μετά από αποφάσεις των συλλογικών οργάνων των Πανεπιστημίων και συνοδεύεται με αίτηση ακύρωσης αναφορικά με τις εκλογικές διαδικασίες της ταξινομικής, επιστολικής/ ηλεκτρονικής ψήφου και άλλων που στερούνται φερεγγυότητας ως προς την αξιοπιστία τού εκλογικού αποτελέσματος. Με αυτά τα δεδομένα, με Συμβούλια εκλεγμένα ή διορισμένα, τα Πανεπιστήμια δεν μπορούν να επιτελέσουν την αποστολή τους».
Στη συνέχεια, στο ψήφισμά τους, οι πρυτάνεις καταγγέλλουν την «προτεινόμενη νομοθετική ρύθμιση που προβλέπει τη μεταβίβαση της πανεπιστημιακής περιουσίας στο ΤΑΙΠΕΔ», που «ουσιαστικά δημεύει τις υποδομές και την περιουσία των Πανεπιστημίων, χάριν κάλυψης του δημοσίου χρέους», την «ανυπέρβλητη οικονομική δυσπραγία μέσω της δραματικής συρρίκνωσης της ετήσιας δημόσιας επιχορήγησης καθώς και της απαγόρευσης της ρευστοποίησης και χρήσης των αποθεματικών (που παρέμειναν μετά το αυθαίρετο κούρεμα των ομολόγων), για την κάλυψη των άμεσων αναγκών», την «εξοντωτική μείωση των μισθών των εργαζομένων στα Πανεπιστήμια», την «εργασιακή ανασφάλεια», το μη διορισμό των εκλεγμένων μελών ΔΕΠ και τον «περιορισμό της φοιτητικής μέριμνας», που «οδηγεί σε ουσιαστική κατάργησή της, σε μια εποχή που είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαία για τις ελληνικές οικογένειες».
Την ίδια στιγμή, όμως, οι πρυτάνεις φαίνονται να συναινούν στο κυβερνητικό σχέδιο «Αθηνά» (συγχωνεύσεις-καταργήσεις τμημάτων, σχολών, ΑΕΙ), αρκεί ο σχεδιασμός να γίνει με τη δική τους συμμετοχή και με «ακαδημαϊκά, αναπτυξιακά και εθνικά κριτήρια». Βλάκες, λοιπόν, ή συνένοχοι; Το ερώτημα είναι απλώς ρητορικό, στους καιρούς μας, που τα πάντα μπαίνουν κάτω από την καρμανιόλα των Μνημονίων και της δραστικής περικοπής και εξαφάνισης όλων των κοινωνικών αγαθών, της δημόσιας Παιδείας μη εξαιρουμένης.
Γιούλα Γκεσούλη