Αλληλοκατηγόριες εκτοξεύουν στη βουλή ΠΑΣΟΚ και ΝΔ με αφορμή την τραγική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.
Οπως και πολλά άλλα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο, έπεσε θύμα της μίζερης κρατικής χρηματοδότησης.
Η εξακτίνωση του Πανεπιστήμιου σε τέσσερις πόλεις της Θράκης και η διεύρυνσή του με νέα τμήματα και σχολές (από 11 έγιναν 18), ειδωμένα κυρίως στα πλαίσια του ανταγωνισμού της «δικής μας» αστικής τάξης με αυτήν της γειτονικής «προαιώνιας εχθρού» Τουρκίας, αλλά και της πολιτικής των τελευταίων χρόνων, της τεχνητής αύξησης του φοιτητικού πληθυσμού χωρίς αντίκρισμα («μεταρρύθμιση» Αρσένη), έγιναν ως είθισται στην ελληνική επικράτεια, με τη μέθοδο του τυχαίου.
Το 75% των εξόδων λειτουργίας των νέων σχολών και το 100% των ανελαστικών εξόδων αντλούνταν από ευρωπαϊκά προγράμματα, τα οποία στις 31 του περασμένου Αύγουστου είχαν καταληκτική ημερομηνία.
Και ενώ ο αριθμός του διδακτικού προσωπικού και ο αριθμός των φοιτητών αυξήθηκαν (αντίστοιχα κατά 64% και 105%), η αύξηση των πόρων ακολουθούσε φθίνουσα πορεία.
Το 2001 η αύξηση των πόρων ήταν αυξημένη κατά 10,5%-11% σε σχέση με το 2000, το 2002 ήταν μόλις 0,20% (σχεδόν μηδενική) και το 2003 7,75% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Δηλαδή το 2002 και το 2003 η αύξηση ήταν κατά μέσο όρο μόλις 3,5%.
Η χρηματοδότηση σε ευρώ ανά φοιτητή αποδίδει με χαρακτηριστικό τρόπο την πολιτική της ελληνικής πολιτείας: ιδρύουμε ένα Πανεπιστήμιο, παριστάνουμε δήθεν ότι ενδιαφερόμαστε για την ευρωστία του και το αφήνουμε στην τύχη του. Το 1999 κάθε φοιτητής έπαιρνε για το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο 922 ευρώ. Το 2000 έπαιρνε 776, το 2001 750 ευρώ, το 2002 έπαιρνε 643 ευρώ, το 2003 618 και το 2004 ο κάθε φοιτητής πήρε 573 ευρώ.
Ετσι με μαθηματική ακρίβεια το Δημοκρίτειο έφθασε να έχει σήμερα ένα έλλειμμα 10 εκατομμυρίων ευρώ, να μη μπορεί να πληρώσει τη ΔΕΗ, το τηλέφωνο, την καθαριότητα, να καλύψει δηλαδή στοιχειώδεις λειτουργικές του δαπάνες και να καταβάλει δαπάνες που αφορούν υποχρεώσεις του Πανεπιστήμιου σχετιζόμενες με το παραγόμενο επιστημονικό έργο.
Με το γνωστό της αλαζονικό ύφος, η υπουργός Παιδείας, διεμήνυσε στις πρυτανικές αρχές «να κόψουν τα συνέδρια και να πληρώσουν τη ΔΕΗ», «να πείσουν τους υπαλλήλους να δουλέψουν τζάμπα», ενώ αρνείται επίμονα να συναντηθεί μαζί τους.
Και αφού δεν υπάρχει μαζικό, μαχητικό, διεκδικητικό κίνημα φοιτητών και το παιχνίδι παίζεται στα υπουργεία και στα υποκριτικά κονταροχτυπήματα στη βουλή, το μπαλάκι κύλησε απ’ την υπουργό στη διοίκηση του Πανεπιστήμιου. Ο πρόεδρος του Τμήματος Μηχανικών Περιβάλλοντος κάλεσε κιόλας με έγγραφό του τα μέλη του διδακτικού προσωπικού να απαντήσουν αν δέχονται να συνεχίσουν να διδάσκουν με μειωμένες αμοιβές ή και χωρίς αμοιβή!
Η τραγική κατάσταση, στην οποία έχει περιέλθει το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο δεν έχει μόνο αυτά τα ορατά αποτελέσματα. Οδηγεί βήμα-βήμα το Πανεπιστήμιο στην αγκαλιά των επιχειρήσεων και των κάθε είδους «τοπικών παραγόντων». Ηδη μεγάλο κομμάτι της έρευνας πραγματοποιείται κατ’ εντολή τούτων των επιχειρήσεων (φαινόμενο άλλωστε σύνηθες σε όλα τα ελληνικά Πανεπιστήμια, που ταλανίζονται από τα ίδια προβλήματα) και δεν έχει σχέση ούτε με τις πραγματικές ανάγκες της «τοπικής κοινωνίας» και γενικότερα του ελληνικού λαού. Το ίδιο συμβαίνει και με τα μεταπτυχιακά προγράμματα. Επειτα, διάφορες δραστηριότητες που αναπτύσσουν τα Πανεπιστήμια προωθούν μιας καλυμμένης μορφής ιδιωτικοποίηση.
Συνεπώς τα προβλήματα είναι βαθύτερα, πλατύτερα και ουσιαστικότερα και μαζί με τα γενικότερα προβλήματα των προγραμμάτων σπουδών, του προσανατολισμού τους, της μερικοποίησης και κατατεμάχισης των σπουδών, την προώθηση της εξειδίκευσης κ.λπ. επιτείνουν την κρίση στα πανεπιστημιακά ιδρύματα.
Ταφόπλακα θα είναι οι προωθούμενες κατευθύνσεις της Μπολόνιας (δυο κύκλοι σπουδών, κατάργηση ενιαίου πτυχίου, φοιτητές-πελάτες κ.λπ.), αλλά και οι διεργασίες για την καθιέρωση ιδιωτικών Πανεπιστημίων.
Σ’ όλα αυτά, που διαγράφουν ένα γκρίζο παρόν κι ένα ακόμη πιο μαύρο μέλλον, ομονοούν τα κόμματα εξουσίας.
Κανείς δεν πρέπει να ξεγελαστεί απ’ τον σκυλοκαυγά τους για το ποιος φταίει περισσότερο ή λιγότερο. Οπως δεν πρέπει να ξεγελαστεί και από τα φανταχτερά τους λόγια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίφημη πια «αυτοτέλεια» των ΑΕΙ. Που νοείται από ΝΔ και ΠΑΣΟΚ (Ταλιαδούρος, υφυπουργός Παιδείας και Μαρούλα Δαμανάκη στη βουλή) σαν διαχείριση μιας εξευτελιστικής χρηματοδότησης, μέσω του «εξορθολογισμού των δαπανών» και που θα οδηγήσει τα ιδρύματα σε σφιχτό εναγκαλισμό με τις επιχειρήσεις και το κεφάλαιο, στην εναγώνια προσπάθειά τους για εξεύρεση πόρων.
Στην ίδια και χειρότερη μοίρα είναι και τα ΤΕΙ.
Ακόμη ηχούν περιπαιχτικά στ’ αυτιά μας τα υβριστικά για τη νοημοσύνη μας λόγια του πρωθυπουργού από την ακριτική Ηπειρο, για έκτακτη επιχορήγησή τους με το εξευτελιστικό ποσό των 14 εκατομμυρίων ευρώ, τη στιγμή που τα προβλήματά τους είναι ζωής και θανάτου.
Και ακόμη μας ταλαιπωρούν οι ειδήσεις ότι βρέθηκαν μέλη της ΔΑΠ-σπουδαστές των εκεί ΤΕΙ, που τον ζητωκραύγαζαν ανενόχλητοι, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία παρέμεινε απαθής.
Αν και εδώ αφεθεί η κατάσταση στα χέρια μόνο των διδασκόντων των ΤΕΙ (που έκλεισαν τα Τεχνολογικά Ιδρύματα την περασμένη Πέμπτη 25/11 και απειλούν με επ’ αόριστον λουκέτο για μετά τα Χριστούγεννα), αν δε γίνει υπόθεση των ίδιων των σπουδαστών τους, αν τελικά δε γίνει υπόθεση όλης της εργαζόμενης κοινωνίας το παρόν και το μέλλον της δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τότε ας μην καταριόμαστε το κακό το ριζικό μας.
Γιούλα Γκεσούλη








