Στις 12 Μαΐου πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες η 2941η Σύνοδος των υπουργών Παιδείας της ΕΕ. Δεν χρειάζεται να έχει κανείς ιδιαί-τερες μαντικές ικανότητες για να αντιληφθεί ποιο θα είναι το «στρατηγικό πλαίσιο στον τομέα της εκπαίδευσης και της κατάρτισης για την επόμενη δεκαετία, ως το 2020». Αρκεί να δει το βασικό θέμα της Συνόδου που ήταν, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο δελτίο Τύπου του ΥΠΕΠΘ, η «ενίσχυση των συνεργιών μεταξύ ιδρυμάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης και κοινωνικών εταίρων, συμπεριλαμβανομένων των εργοδοτών στο πλαίσιο της Δια Βίου Μάθησης».
Πριν λίγο καιρό μόλις, οι υπουργοί 46 ευρωπαϊκών χωρών, που είναι αρμόδιοι για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, συναντήθηκαν για να εκτιμήσουν τα αποτελέσματα της διαδικασίας της Μπολόνια και να καθορίσουν τις νέες προτεραιότητες για την επόμενη δεκαετία (δες προηγούμενο φύλλο της εφημερίδας). Εκεί αποφάσισαν την ενίσχυση και ένταση όλων των διαδικασιών που θα οδηγήσουν στην πλέρια σύνδεση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων με τις επιχειρήσεις (νομικό και οικονομικό καθεστώς των χωρών-μελών που να ευνοεί και διευκολύνει τη συνεργασία των Ιδρυμάτων με τις επιχειρήσεις, συμμετοχή των επιχειρήσεων στους μηχανι- σμούς αξιολόγησης, συνεχής παρουσία επιχειρηματιών στις πανεπιστημιουπόλεις, επέκταση μορφών συνεργασίας με τις επιχειρήσεις, ανάπτυξη επιχειρηματικού πνεύ-ματος, η συνεργασία με τις επιχειρήσεις μέτρο για την εξέλιξη της σταδιοδρομίας και το ύψος των αποδοχών του διδακτικού προσωπικού των ΑΕΙ, συμμετοχή επιχειρήσεων στην αναμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών, νέα συστήματα εσωτερικής «διακυβέρνησης» των Ιδρυμάτων, δηλαδή διοικήσεις-μάνατζερ, χρηματοδότηση από ιδιωτικές πηγές, ενίσχυση της Δια Βίου Μάθησης με διάφορα προγράμματα για όλες τις «προτιμήσεις», τις ανάγκες της αγοράς και τα βαλάντια και στην κατεύθυνση αυτή κατάργηση της «μονοδιάστατης» δομής των Πανεπιστημίων, κ.λ.π.).
Υπό το φως, λοιπόν, των συμπερασμάτων αυτής της συνόδου αποτίμησης των αποτελεσμάτων της Μπολόνια, συνήλθε και η Σύνοδος των ευρωπαίων υπουργών Παιδείας. Και προφανώς κινήθηκε στο ίδιο πνεύμα. Μιλώντας στη Σύνοδο αυτή ο Σπηλιωτόπουλος τόνισε ότι και στην Ελλάδα καταβάλλονται προσπάθειες για τη «συμμετοχή των νέων στο εργατικό δυναμικό με σύγχρονες και ευέλικτες δεξιότητες» (νέων δηλαδή ανταποκρινόμενων στις αδηφάγες ορέξεις του κεφαλαίου), ενώ παίρνονται μέτρα για «την παράταση της εργασιακής ζωής των ηλικιακά μεγαλύτερων» (εννοεί την ψήφιση των αντιασφαλιστικών νόμων).
Ο υπουργός Παιδείας τόνισε την ανάγκη της περαιτέρω υποταγής της εκπαίδευσης στις ανάγκες της αγοράς εργασίας και την ανάγκη προώθησης της διά βίου μάθησης, δηλαδή την ανάγκη επεξεργασίας του μαθητή, του φοιτητή, του εργαζόμενου, ώστε να αποδέχεται αδιαμαρτύρητα την εργασιακή επισφάλεια, το πέταγμά του στο καναβάτσο της ανεργίας, τη συνεχή εναλλαγή διάφορων μορφών απασχόλησης στη διάρκεια του εργασιακού του βίου. Μίλησε δε και για την ανάγκη προώθησης νέων μορφών συμπράξεων (ένα παράδειγμα είναι οι Συμπράξεις Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα στην ανέγερση εκπαιδευτηρίων), εννοώντας προφανώς την αποφασιστική είσοδο των ιδιωτών και των επιχειρήσεων σε όλες τις διαβαθμίσεις και τη λειτουργία της εκπαίδευσης.
Τέλος, περιέγραψε τις κατευθύνσεις της παρέμβασης στα εκπαιδευτικά πράγματα: Εκπαίδευση του διδακτικού προσωπικού στις νέες τεχνολογίες, την απόκτηση υπολογιστών από τους μαθητές και τη δωρεάν πρόσβαση στο διαδίκτυο, την προώθηση της καινοτομίας την προβολή των επιστημών, των μαθηματικών, των Τεχνολογιών στην Πληροφορία και τις Επικοινωνίες, τη δια βίου απόκτηση ηλεκτρονικών δεξιοτήτων και την καλλιέργεια κουλτούρας δια βίου μάθησης. Με δυο λόγια η ΕΕ και ο ελληνικός καπιταλισμός ενδιαφέρονται για την προώθηση, μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος, εκείνων των δεξιοτήτων και στοιχειωδών γνώσεων (στοιχειώδης γνώση ελληνικών, ξένης γλώσσας, στοιχείων μαθηματικών και θετικών επιστημών και χρήση Η/Υ και διαδικτύου), που βοηθούν την αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες της σκληρής οικονομικής κρίσης.








