Τους τελευταίους μήνες, στις παρέες των νέων ακούς όλο και συχνότερα τις φράσεις «δουλειά στο εξωτερικό» ή «να φύγουμε να γλιτώσουμε». Με την ανεργία να αγγίζει τον ένα στους τρεις, με εκατοντάδες σταλμένα βιογραφικά σε εταιρίες που μένουν αναπάντητα, με το Γολγοθά των απανωτών συνεντεύξεων ακόμα και για δουλειές του ποδαριού, η αναζήτηση ελπίδας στο «εξωτερικό» (στις καπιταλιστικά ανεπτυγμένες χώρες δηλαδή) γίνεται ολοένα και πιο ελκυστική.
Με μια πρόχειρη αναζήτηση στο διαδίκτυο βλέπουμε ότι για το διάστημα 2009-2011 το ενδιαφέρον για δουλειά σε χώρες εντός κι εκτός της ΕΕ, όπως Ολλανδία, Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Ρωσία, Ελβετία, Αγγλία, Σαουδική Αραβία, Αυστραλία, κ.ά. έχει εξαπλασιαστεί έως και εικοσιπλασιαστεί. Μπορεί τα αποτελέσματα αυτά να μην είναι έγκυρα, όμως σίγουρα δείχνουν την τάση μετανάστευσης που υπάρχει.
Η τάση αυτή επιβεβαιώνεται και από ενημερωτικό σημείωμα που δημοσιεύτηκε στις 15 Δεκέμβρη από το υπουργείο Παιδείας, σχετικά με ημερίδα που διοργάνωσε για το «φάκελο Europass», το οποίο μέσα σ’ όλα έλεγε ότι η συμπλήρωση βιογραφικών διαδικτυακά από Ελληνες που συμμετέχουν στο πρόγραμμα διπλασιάστηκε συγκριτικά με πέρσι (46.399 βιογραφικά το 2010, 89.300 το Νοέμβρη του 2011 με πρόβλεψη τα 100.000 ως το τέλος του χρόνου). Οπως μαρτυρά η ονομασία του, το εν λόγω πρόγραμμα οργανώνει ένα τεράστιο φακέλωμα των προσόντων εργαζόμενων της ΕΕ που θέλουν να εργαστούν εκτός της πατρίδας τους και εντός της ευρωζώνης. Είναι σαφές ότι το φακέλωμα αυτό αξιοποιείται από τους καπιταλιστές που αναζητούν συνεχώς φτηνότερη εργατική δύναμη.
Αν κοιτάξουμε πέρα απ’ την κυρίαρχη προπαγάνδα των τελευταίων δεκαετιών, σχετικά με τον «παράδεισο» του «εξωτερικού» και την «κακή νοοτροπία» των Ελλήνων, θα δούμε την ουσία. Οι καπιταλιστές δεν ψάχνουν εργαζόμενους για να τους κάνουν πλούσιους, πόσο μάλλον όταν αυτοί προέρχονται από άλλη χώρα. Η φύση των συγκεκριμένων χωρών ως ιμπεριαλιστικών είναι που δίνει τη δυνατότητα στους καπιταλιστές να παρέχουν ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο στην εγχώρια εργατική τάξη, «κινεζοποιώντας» παράλληλα την εργατική τάξη των εξαρτημένων χωρών. Οι μετανάστες εργάτες που θ’ αφήσουν τη χώρα τους για να πάνε σε μια τέτοια χώρα το πολύ-πολύ ν’ αναλάβουν τα χαμηλότερα εργασιακά πόστα. Σε συνθήκες κρίσης, όμως, που το κεφάλαιο γίνεται ακόμα πιο λυσσαλέο, η «κινεζοποίηση» (σε διαφορετικό βαθμό) και της εγχώριας εργατικής τάξης των κρατών αυτών είναι αναπόφευκτη.
Μπορεί, λοιπόν, η μετανάστευση ως πράξη να είναι δύσκολη και γενναία. Μπορεί τα παιδιά που αφήνουν τα πάντα πίσω τους για ν’ αναζητήσουν ένα καλύτερο μέλλον να ζήσουν σε συνθήκες εξαθλίωσης κι οι χιλιάδες ιστορίες τους περί ρατσισμού και εργασιακής τρομοκρατίας να αποσιωποιηθούν έντεχνα από τα ΜΜΕ πίσω στην πατρίδα. Από κοινωνική-πολιτική σκοπιά, όμως, η μετανάστευση είναι πράξη ατομική, που αναπτύσσεται όσο στην εργατική τάξη επικρατεί η απογοήτευση, η ηττοπάθεια κι όταν δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα η ελπίδα μέσα απ’ τους αγώνες. Οσο η εργατική τάξη παραμένει διαλυμένη, ανοργάνωτη, κάτω απ’ τις σημαίες του ταξικού εχθρού, τόσο αυτή η ελπίδα θ’ αργεί να ζωντανέψει ξανά.
Γ.Β.