Η προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη βουλή επιβεβαίωσε απόλυτα το γεγονός ότι η κυβέρνηση προσέφυγε στο τέχνασμα του «διαλόγου σε επίπεδο tabula rasa», υπό το άγος της νεολαιίστικης εξέγερσης του Δεκέμβρη, προκειμένου να αποφύγει ένα νέο γύρο μαθητικών κινητοποιήσεων, ενώ στην πραγματικότητα είναι αποφασισμένη να μην αλλάξει καθόλου τη ρότα που έχει χαράξει στην εκπαίδευση.
Ο Καραμανλής έδωσε δακρύβρεχτη παράσταση συμπόνιας για τα παιδιά που «εξοντώνονται στα σχολεία και ο ελεύθερος χρόνος τους έγινε πολυτέλεια», καυτηρίασε δεόντως την παραπαιδεία και ξιφούλκησε υπέρ «της μορφωτικής αποστολής» του Λυκείου και της καλλιέργειας της κριτικής σκέψης, ενώ την ίδια στιγμή απέφυγε συστηματικά να αναφέρει τις ξεκάθαρες προθέσεις της κυβέρνησής του για τις αλλαγές στο Λύκειο και το εξεταστικό σύστημα.
Παρόλο που μίλησε με γενικολογίες, έδωσε σαφώς την κατεύθυνση προς την οποία θα κινηθούν οι όποιες αλλαγές, υπερασπιζόμενος ταυτόχρονα την έως τούδε πολιτική της κυβέρνησής του στην εκπαίδευση.
Συγκεκριμένα αναφέρθηκε στην «απουσία αξιολόγησης και λογοδοσίας», «στην απουσία επαρκούς σύνδεσης της παιδείας με την οικονομία» και στο ότι «η χρηματοδότηση πρέπει να βαδίζει παράλληλα με τις μεταρρυθμίσεις», δίνοντας και το στίγμα του πώς εννοεί τη «μεταρρύθμιση» στο Λύκειο. Δηλαδή περιέγραψε ένα σχολείο πλήρως υποταγμένο στην καπιταλιστική αγορά και τις επιχειρήσεις, προσγειώνοντας ανώμαλα όλους εκείνους που πιθανόν να παρασύρθηκαν από την «αγωνία» του για τη «μορφωτική αποστολή του Λυκείου», ένα σχολείο με ένταση του αυταρχισμού, που θα πρέπει συνεχώς να δίνει εξετάσεις συμμόρφωσης στο σύστημα, προκειμένου να τσιμπολογάει κάτι από τα λιγοστά κονδύλια χρηματοδότησης.
Ο Καραμανλής υπερασπίστηκε «την ποιοτική αναβάθμιση» των ΑΕΙ, με την εφαρμογή του νόμου-πλαίσιο, του νόμου για την αξιολόγηση και αυτού για τα μεταπτυχιακά και την έρευνα. Επανέλαβε την αμετακίνητη απόφασή του να εφαρμοστεί πλήρως ο νόμος-πλαίσιο και μετά να υπάρξουν τυχόν «διορθωτικές κινήσεις», σε περίπτωση που εμφανιστούν «κάποια κενά», ή απαιτηθεί «απλούστευση κάποιων διαδικασιών» και υπογράμμισε το θετικό γεγονός της προώθησης της αξιολόγησης των Ιδρυμάτων και της σύνδεσης της χρηματοδότησης των μεταπτυχιακών με την αξιολόγηση. Υπερασπίστηκε και τους χειρισμούς της κυβέρνησής του για τα Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών, δίνοντας συγχωροχάρτι στην πολιτική όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων (συμπεριλαμβανομένης και της παράταξής του), που επί 75 χρόνια, με την πολιτική τους, επέτρεψαν σ’ αυτά τα μαγαζιά εμπορίας ελπίδων να υπάρχουν και να ξεσαλώνουν. Είπε ότι η νομοθετική ρύθμιση που έγινε για τα «κολέγια» ήταν στο πλαίσιο της προσπάθειας «να καλυφθούν οι κοινοτικές υποχρεώσεις της χώρας» και προσπάθησε να αποφύγει εμπλοκή γύρω από αυτό το καυτό ζήτημα, που είναι casus beli για τα Πανεπιστήμια και το φοιτητικό κίνημα, προσπαθώντας να θολώσει τα νερά και να κερδίσει χρόνο με αιχμές για συζήτηση και διερεύνηση «ό,τι καλύτερου υπάρχει –αν υπάρχει».
Η φιλολογία των τελευταίων εβδομάδων προετοιμασίας της «κοινής γνώμης» για την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, ενισχύθηκε και από τον Καραμανλή, ο οποίος «ήγειρε ζήτημα αποτελεσματικότερης προστασίας του πανεπιστημιακού ασύλου» από «ομάδες και ακραίες συμπεριφορές που το παραβιάζουν εδώ και πολλά χρόνια». Ο Καραμανλής ζήτησε από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις να ασκήσουν πίεση στα πρυτανικά συμβού-λια ώστε να εφαρμόσουν το νόμο, να συναινέσουν δηλαδή στην κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου από τις δυνάμεις καταστολής. Σκληρό λόγο είχε ο πρωθυπουργός και για τις μαθητικές καταλήψεις, δίνοντας και το στίγμα τού τι προτίθεται να εφαρμόσει στα σχολεία σε περιόδους μαθητικών κινητοποιήσεων και καταλήψεων. «Η βία δεν πάει άλλο» επανέλαβε αρκετές φορές, μαρτυρώντας έτσι και το φόβο όλου του αστικού συστήματος εξουσίας για νομιμοποίηση της λαϊκής και νεολαιίστικης αντιβίας, κάνοντας στη συνέχεια, όχι χωρίς νόημα, αναφορά στην μεγάλη οικονομική κρίση.
Κοντολογίς αποδείχτηκε ότι για τον Καραμανλή και την κυβέρνησή του το πολυδιαφημισμένο «tabula rasa» του διαλόγου είναι ψευδέστατο και παραπλανητικό, είναι ένα γεμάτο χαρτί με αντιδραστικές αλλαγές, που παραμένουν ακλόνητες και κατευθύνσεις για το μέλλον, που κινούνται στην ίδια ρότα.
Την «επεξεργασία των προτάσεων για το νέο λύκειο και το νέο τρόπο εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση», η κυβέρνηση, την αναθέτει στο Συμβούλιο Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, που σύμφωνα με το ΠΔ 127/2003 λειτουργεί στο πλαίσιο του ΕΣΥΠ. Προσπαθεί έτσι να αποφύγει, στη φάση αυτή, την εμφανή εμπλοκή του Βερέμη, προέδρου του ΕΣΥΠ, ο οποίος είναι κόκκινο πανί για όλη την πανεπιστημιακή κοινότητα και ιδιαίτερα το φοιτητικό κίνημα.. Ο Καραμανλής κάλεσε παράλληλα τα κόμματα να ορίσουν το καθένα από έναν βουλευτή, ώστε να δημιουργηθεί μια πολιτική επιτροπή, της οποίας τα μέλη θα είναι σε αμφίδρομη επικοινωνία με τον υπουργό Παιδείας, μεταφέροντας τις ιδέες και προτάσεις των κομμάτων τους.
Ο Παπανδρέου επινόησε κάποιες γελοίες προφάσεις ώστε να αποφύγει το ΠΑΣΟΚ να συμμετάσχει στο «διάλογο» (π.χ. να δεσμευτεί ο Καραμανλής ως αντιπολίτευση ότι θα συμμετάσχει στο διάλογο που θα εγκαινιάσει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αύριο), αφήνοντας ξεκρέμαστο -όσον αφορά το θεαθήναι- τον Καραμανλή και την κυβέρνησή του, που παίζουν σ’ αυτή τη φάση τα ρέστα τους. Γιατί επί της ουσίας, απ’ ό,τι απέδειξε και η τοποθέτησή του, ο Γιωργάκης και το κόμμα του, δεν έχουν ουσιαστικές διαφορές με την κυβέρνηση της ΝΔ. Μάλιστα, πιο απροκάλυπτος ο Παπανδρέου υπερασπίστηκε την «αξιολόγηση και την κοινωνική λογοδοσία» και την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού συστήματος από τον ΟΟΣΑ, που θα βοηθήσει στην απόρριψη «των προκαταλήψεων» από την εκπαιδευτική κοινότητα! Ξεκαθάρισε πώς εννοεί τη «δωρεάν παιδεία», ως καταβολή άτοκων δανείων σε όσους φοιτητές τα χρειάζονται, τα οποία θα τα αποπληρώνουν μέσω φορολογίας όταν και εφόσον πιάσουν δουλειά ως απόφοιτοι και ως ύπαρξη εγγυημένων ποσών από το κράτος, που θα κατευθύνονται στα Ιδρύματα, που θα δέχονται τους νέους που θα κατορθώνουν να παίρνουν Εθνικό Απολυτήριο από τα Λύκεια. Ο Γιωργάκης επανέλαβε τις γνωστές παπάρες περί ηλεκτρονικής βιβλιοθήκης, που θα έχουν οι μαθητές στην τσέπη τους και που αυτόματα θα λύσει όλα τα προβλήματα του σχολείου στον καπιταλισμό, για το δάσκαλο απλό συντονιστή και παρακολουθητή της εκπαιδευτικής διαδικασίας, περί πράσινης ανάπτυξης και σύνδεσης της εκπαιδευτικής διαδικασίας με την περιφερειακή ανάπτυξη (η κακόφημη αποκέντρωση πάντα επίκαιρη για το ΠΑΣΟΚ) κ.λ.π. Και βεβαίως συμφώνησε με τον Καραμανλή ως προς το πανεπιστημιακό άσυλο, δηλώνοντας ότι «η δήθεν επαναστατική βία και οι καταστροφές της δημόσιας περιουσίας των Ιδρυμάτων δεν χωρούν».
Οπως αναμενόταν Περισσός και ΣΥΡΙΖΑ αρνήθηκαν να πάρουν μέρος στο «διάλογο», με τον Αλαβάνο να κάνει τα γνωστά επικοινωνιακά του τρικ, το διάλογο να αναλάβουν οι εκπαιδευτικές ομοσπονδίες ΟΛΜΕ, ΠΟΣΔΕΠ.
Πρέπει να σημειώσουμε επίσης την άποψη του Περισσού για το πανεπιστημιακό άσυλο, που το κόμμα αυτό φρόντισε να μας την κάνει γνωστή και στο πρόσφατο παρελθόν δια των έργων του. Ασυλο, στο οποίο χωρούν και «άλλοι φορείς του λαϊκού κινήματος» (δηλαδή οι μπράβοι του Περισσού και των ΚΝΑΤ), «με κάποια συνεννόηση και κάποιους όρους που χρειάζεται αυτή η συμμετοχή», «με την αστυνομία μακριά» και «όχι την αστυνομία να ωθεί τους γνωστούς-αγνώστους και τους κουκουλοφόρους να μπαίνουν μέσα στα πανεπιστήμια». Σημειώνουμε επίσης τις γνωστές εμετικές απόψεις του για την εξέγερση του Δεκέμβρη, η οποία, κατά τον Περισσό, δεν ήταν τέτοια, γιατί «δεν είχε στόχο»(!), αλλά και τη δήλωση της Παπαρήγα, ότι το κόμμα της «ταλαντεύτηκε ανάμεσα στην ελεύ-θερη πρόσβαση, αφού είναι κατά των ταξικών φραγμών, και στις εξετάσεις» για να καταλήξει στην πρόταση να υπάρχουν εξετάσεις σε μικρό αριθμό μαθημάτων. Η αποκάλυψη αυτή φανερώνει την αδυναμία του Περισσού να στηρίξει τις εξετάσεις, λόγω και της πίεσης που δέχεται από τη νεολαία του, αλλά και την παραίτηση από κάθε προσπάθεια αγώνα για την αποκάλυψη και τελικά την ανατροπή του σάπιου καπιταλιστικού συστήματος.
Γιούλα Γκεσούλη








