Το αυταρχικό Πανεπιστήμιο του νόμου πλαισίου, το Πανεπιστήμιο το προσηλωμένο στις αρχές «της βιώσιμης ανάπτυξης», των τετραετών αναπτυξιακών προγραμμάτων, της χρηματοδότησης υπό όρους, της χρηματοδότησης από «άλλες πηγές» ως κριτήριο σύναψης των τετραετών συμφωνιών με το κράτος, της αξιολόγησης και του manager, έρχεται τώρα να αποτελειώσει το νομοσχέδιο για την έρευνα.
Για να αποφύγει τις αντιδράσεις, η υπουργός Παιδείας, εμφανιζόμενη στη σύνοδο των πρυτάνεων στην Καστοριά, προσπάθησε να υποβαθμίσει το ζήτημα, παρουσιάζοντάς το ως προτάσεις νόμου της διυπουργικής επιτροπής για την έρευνα, που έχουν τεθεί «υπό δημόσια διαβούλευση».
Το κόλπο είναι γνωστό. Είναι η μεθόδευση που ακολουθήθηκε και με το προσχέδιο νόμου για το νόμο πλαίσιο, που επί της ουσίας δε διέφερε με το τελικό νομοσχέδιο που ψηφίσθηκε.
Ανεξάρτητα, λοιπόν, από τα επικοινωνιακά τρυκ που ακολουθεί η κυβέρνηση και το υπουργείο Παιδείας, για να κερδίσει χρόνο, είμαστε σίγουροι ότι το τελικό νομοσχέδιο για την έρευνα δε θα διαφέρει από αυτό που λανσαρίστηκε ως πρόταση νόμου της διυπουργικής επιτροπής και οι κατευθύνσεις του θα παραμείνουν αναλλοίωτες.
Στο νέο νομοσχέδιο
― Δε γίνεται καμιά νύξη για αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης για την έρευνα. Παρά τα μεγάλα λόγια για «αναβάθμιση» των ελληνικών Πανεπιστημίων στο επίπεδο των μεγάλων ευρωπαϊκών, και στον τομέα της έρευνας, βασικό συστατικό της υπόστασης των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, η κυβέρνηση, επί του πρακτέου, ακολουθεί την πεπατημένη του ελληνικού καπιταλισμού, του οποίου ο κομπραδόρικος χαρακτήρας δεν επέτρεπε ανέκαθεν τη «σπατάλη» χρημάτων για τη βασική έρευνα.
Το ποσοστό των κρατικών κονδυλίων για την έρευνα παραμένει καθηλωμένο στο 0,55% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος στις χώρες της ΕΕ είναι 2,7%.
― Υποβαθμίζεται ο ρόλος των Πανεπιστημίων στην έρευνα, παρόλο που αυτά σηκώνουν το βάρος της βασικής έρευνας. Δίνεται το δικαίωμα σε δημόσιες υπηρεσίες, ΝΠΙΔ, ενώσεις προσώπων, ερευνητικούς και τεχνολογικούς φορείς, καθώς και σε νομικά πρόσωπα της αλλοδαπής να πραγματοποιούν έρευνα, ενώ ο υπουργός Ανάπτυξης «κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής σχετικής διάταξης» μπορεί «να αναθέτει απευθείας με σύμβαση έργου, μελέτες, έρευνες και αξιολογήσεις σε ειδικούς έλληνες ή αλλοδαπούς επιστήμονες, εμπειρογνώμονες ή σε ειδικά γραφεία ή εταιρείες και γενικά σε νομικά πρόσωπα της ημεδαπής ή της αλλοδαπής».
― Καθιερώνεται ασφυκτικός έλεγχος και πάει περίπατο κάθε φιλολογία περί αυτοδιοίκητου των Πανεπιστημίων. Για το λόγο αυτό συνιστάται η Διυπουργική Επιτροπή για την Ερευνα και Τεχνολογία (ΔΕΕΤ), στην οποία μετέχει ο ίδιος ο πρωθυπουργός, η οποία έχει και το γενικό πρόσταγμα στη χάραξη της πολιτικής για την έρευνα και στην κατανομή των σχετικών κονδυλίων.
Οι -υποτίθεται- ελεύθεροι επιστήμονες των ΑΕΙ, που ο διττός τους ρόλος, εκτός από το διδακτικό έργο, περιλαμβάνει την ελεύθερη, ενδελεχή έρευνα για την προαγωγή της επιστήμης τους και της γνώσης, τίθενται κάτω από ασφυκτικό έλεγχο της ΔΕΕΤ και λογοδοτούν στη Γενική Γραμματεία Ερευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) που ανήκει στο υπουργείο Ανάπτυξης!
― Προβλέπεται η συγκρότηση του Εθνικού Συμβουλίου Ερευνας και Τεχνολογίας (ΕΣΕΤ), που είναι συμβουλευτικό, γνωμοδοτικό όργανο και υπάγεται στον πρωθυπουργό, και το οποίο εισηγείται στη ΔΕΕΤ τα θέματα που αφορούν στην πολιτική έρευνας, τεχνολογίας και καινοτομίας, στην κατανομή των κονδυλίων και αξιολογεί την πορεία εφαρμογής αυτής της πολιτικής. Στο ΕΣΕΤ συμμετέχει το ίδιο το μεγάλο κεφάλαιο με τους αντιπροσώπους του. 5 μέλη του ΕΣΕΤ είναι ανώτατα στελέχη επιχείρησης ή βιομηχανίας.
Η παρουσία των ίδιων των καπιταλιστών στα υψηλότατα κλιμάκια χάραξης και αξιολόγησης της πολιτικής στην έρευνα, σηματοδοτεί και την ενίσχυση κυρίως της εφαρμοσμένης έρευνας και της έρευνας στον τομέα των λεγόμενων «τεχνολογικών καινοτομιών», δηλαδή την ενίσχυση της έρευνας που έχει άμεσα πρακτικά αποτελέσματα στην κατεύθυνση της μέγιστης κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Η έμφαση σε όρους, όπως «τεχνολογική καινοτομία», «τεχνολογική ανάπτυξη», «ανάπτυξη πρωτότυπων πειραματικών συστημάτων» κ.λπ. κλείνει το μάτι στους καπιταλιστές, τους δηλώνει ανοιχτά ότι η διεξαγωγή της έρευνας αφορά πρωτίστως την ικανοποίηση των απαιτήσεων και συμφερόντων τους και ρίχνει στον Καιάδα την έρευνα σε επιστήμες και τομείς που θεωρούνται «αντιπαραγωγικοί» στην εποχή μας (ανθρωπιστικές, κοινωνικές επιστήμες, έρευνα της οποίας τα αποτελέσματα φαίνονται μετά από μακροχρόνια εφαρμογή ή που ευνοούν γενικότερα την προώθηση της επιστήμης και τον άνθρωπο).
Η πρόβλεψη αυτή του νομοσχέδιου συνδέεται άμεσα και με την αξιολόγηση, που αποτελεί και βασική προϋπόθεση για τη χρηματοδότηση της έρευνας και είναι διαρκής.
Δε χρειάζεται μεγάλη φιλοσοφία για να αντιληφθεί κανείς τα κριτήρια τούτης της αξιολόγησης, που θα κατευθύνει τους πόρους της χρηματοδότησης σε επιλεγμένα ιδρύματα, που θα ανταποκρίνονται στους όρους των επιχειρήσεων.
Γιούλα Γκεσούλη