Τόπε και τόκανε η Μ. Γιαννάκου και πάει στο Μπέργκεν της Νορβηγίας με το σχέδιο νόμου για την αξιολόγηση των ΑΕΙ-ΤΕΙ, το οποίο κατέθεσε κατεπειγόντως στη βουλή, στο παραπέντε της εκπνοής της σχετικής προθεσμίας που επέβαλαν τα αφεντικά της ΕΕ.
Δυο είναι τα βασικά επιχειρήματα που επικαλείται το υπουργείο Παιδείας για την προώθηση αυτού του νομοσχέδιου. Το ένα είναι η «διασφάλιση της ποιότητας της ανώτατης εκπαίδευσης» μέσω «αντικειμενικών κριτηρίων» και το άλλο η αναγκαιότητα ύπαρξης μιας «ανεξάρτητης αρχής», που θα οργανώνει, συντονίζει και υποστηρίζει τις διαδικασίες της αξιολόγησης και θα εξασφαλίζει τη «διαφάνειά» τους.
Οσον αφορά το πρώτο, έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής:
Καταρχήν είναι αδύνατη -και παραπέμπει καθαρά σε μηχανιστική λογική- η αποτύπωση σύνθετων διαδικασιών, όπως είναι αυτές της διδασκαλίας, της πανεπιστημιακής έρευνας, της σύνθεσης επιστημονικής γνώσης, που πραγματώνεται μέσα από πολλούς διαύλους ατομικού και συλλογικού χαρακτήρα, με ποσοτικούς δείκτες.
Δεύτερο ζήτημα, που τίθεται απευθείας είναι ποιος θέτει αυτά τα περίφημα «αντικειμενικά κριτήρια» και με ποιο στόχο.
Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου τα «κριτήρια και οι δείκτες της αξιολόγησης τυποποιούνται, συμπληρώνονται και εξειδικεύονται περαιτέρω με βάση τις κατευθύνσεις και τα πρότυπα που εκδίδει ανάλογα με το γνωστικό αντικείμενο κάθε ακαδημαϊκής μονάδας η Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (Α.ΔΙ.Π) -η «ανεξάρτητη» δηλαδή αρχή-, που λαμβάνει υπόψη της «τους στόχους του εθνικού συστήματος ανώτατης Παιδείας και τις διεθνείς προδιαγραφές, εμπειρίες και πρακτικές».
Ποια είναι όμως η διεθνής τάση για την ανώτατη εκπαίδευση, που υιοθετείται πια ως «εθνικός στόχος» και από τη «δική μας» πολιτική ηγεσία (προηγούμενη και τωρινή);
Τον Ιούνιο του 1999 η συναπόφαση των υπουργών Παιδείας της ΕΕ στη Μπολόνια της Ιταλίας, έθεσε τους βασικούς στόχους-δεσμεύσεις για όλα τα κράτη-μέλη, ώστε να πάρει σάρκα και οστά ο «Ενιαίος Ευρωπαϊκός Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης». Είναι δε αυτοί οι στόχοι η διάσπαση των πανεπιστημιακών σπουδών σε κύκλους, εκ των οποίων ο πρώτος, ο προπτυχιακός, τριετής, η οργάνωση των προγραμμάτων σπουδών με βάση το σύστημα μεταφοράς και συσσώρευσης πιστωτικών μονάδων και η καθιέρωση του συμπληρώματος διπλώματος, που θα συνοδεύει δίκην ατομικού φακέλου κάθε απόφοιτο.
Οι αποφάσεις αυτές επαναβεβαιώθηκαν και συμπληρώθηκαν με όλες τις μετέπειτα συνόδους των υπουργών Παιδείας της ΕΕ στην Πράγα και το Βερολίνο, όπου συμφωνήθηκε και η καθιέρωση ενός «ευρωπαϊκού συστήματος διασφάλισης της ποιότητας με συγκρίσιμες μεθόδους και κριτήρια» ως προϋπόθεση για τη σύσταση του Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης.
Κοντολογίς οι υπουργοί Παιδείας της ΕΕ αποφάσισαν ότι οι μαζικές πανεπιστημιακές σπουδές είναι πολυτέλεια και γι’ αυτό η απεύθυνση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης προς τους πολλούς -που κατά τεκμήριο θα προέρχονται από τις κατώτερες και φτωχότερες τάξεις- θα πρέπει να πάρει το χαρακτήρα της σύντομης και φθηνής κατάρτισης. Ο πρώτος (τριετής) κύκλος θα προσφέρει ρηχές γνώσεις μιας χρήσης, γνώσεις που δεν θα αντέχουν σε βάθος χρόνου και δε θα μπορούν να ανανεωθούν και πλουτίσουν με την αυτομόρφωση, θα καταλήγει δε σε πτυχίο που θα αναγνωρίζεται στην ευρωπαϊκή αγορά ως ικανό επαγγελματικό προσόν. Αυτό άλλωστε επιτάσσουν οι σύγχρονες ανάγκες της αγοράς εργασίας και το μοντέλο του απασχολήσιμου, που προωθείται μέσω των συνολικότερων αναδιαρθρώσεων (εργασιακά δικαιώματα, ασφαλιστικά κ.λπ). Ο δεύτερος και ο τρίτος κύκλος (μεταπτυχιακά) θα αφορούν όλο και λιγότερους και φυσικά θα λειτουργούν με καθαρά ανταποδοτικό χαρακτήρα (κάτι βέβαια που σε μεγάλο ποσοστό γίνεται και σήμερα). Η καθιέρωση δεύτερου ή και τρίτου κύκλου θα σηματοδοτήσει τη μεταφορά σημαντικού μέρους της γνώσης (υψηλότερη και ποιοτικότερη) σε αυτούς και θα αφορά την ελίτ των μεθαυριανών στελεχών του καταμερισμού της εργασίας.
Η διάρθρωση των σπουδών κατ’ αυτό τον τρόπο θα περιορίσει αυτόματα και την κρατική χρηματοδότηση. Στο όνομα της αυτοτέλειας, τα Ιδρύματα θα σπρωχθούν στην αγκαλιά των επιχειρήσεων για την εξοικονόμηση των απαραίτητων πόρων. Η στόχευση αυτή ομολογείται και στην εισηγητική έκθεση του σχεδίου νόμου, όταν αυτή αναφέρεται στα ικανοποιητικά αποτελέσματα της αξιολόγησης του διδακτικού και ερευνητικού έργου, που θα προκύψουν και από τον συνδυασμό μακροπρόθεσμων στρατηγικών σχεδιασμών «με στόχο την ανάδειξη μιας αυτοτελούς και ανταγωνιστικής φυσιογνωμίας και την αντίστοιχη αναδιανομή των διαθέσιμων πόρων και την αξιοποίηση των υφιστάμενων δυνατοτήτων και πόρων από τα ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης».
Πίσω, λοιπόν, απ’ τον εύηχο όρο της αξιολόγησης ή της «διασφάλισης της ποιότητας» κρύβεται η ανάγκη του συστήματος για εξοικονόμηση χρήματος (που βεβαίως αφορά δαπάνη για τα κατώτερα στρώματα, γιατί όσον αφορά τα μπαξίσια προς την αστική τάξη και τους διαχειριστές των συμφερόντων της σ’ όλο το μηχανισμό, αυτά είναι πάντα πλουσιοπάροχα), η ανάγκη να αποτιμηθούν όλα σε χρήμα, σύμφωνα με τις ανάγκες της αγοράς και του κεφάλαιου.
Τη διάσταση αυτή κρύβει και ο όρος της «κινητικότητας», της προσέλκυσης δηλαδή φοιτητών-πελατών και από άλλες χώρες.
Οταν συνεπώς οι ευρωπαίοι υπουργοί Παιδείας θέτουν ως στρατηγικό στόχο την επίτευξη της «συγκρισιμότητας» και της «αναγνωρισιμότητας» των πανεπιστημιακών σπουδών στις διάφορες χώρες -που αποτελούν προϋποθέσεις για τη δημιουργία του Ενιαίου Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης- εννοούν την προώθηση όλων αυτών που αναφέραμε παραπάνω.
Για τη διευκόλυνση δε όλης αυτής της διαδικασίας, οι υπουργοί αποφάσισαν να προωθήσουν και την καθιέρωση του Συστήματος Μεταφοράς και Συσσώρευσης Πιστωτικών Μονάδων (κεφάλαιο β΄, άρθρο 14 του σχεδίου νόμου) και του Συμπληρώματος Διπλώματος (Παράρτημα Διπλώματος, άρθρο 15). Τα προγράμματα δηλαδή σπουδών, μια σύνθετη και πολυπαραμετρική επιστημονική διαδικασία, διασπώνται σε ενότητες μαθημάτων, διαλέξεων, σεμιναρίων, εργαστηρίων κ.λπ. και προσμετρώνται σε πιστωτικές μονάδες (60 στη διάρκεια ενός ακαδημαϊκού έτους), που συλλέγονται εξατομικευμένα από κάθε φοιτητή και μπορεί από περισσότερα του ενός ιδρύματα στη διάρκεια των σπουδών. Ο τίτλος σπουδών δεν είναι απότοκο μιας ενιαίας επιστημονικής διαδικασίας, αναγκαίας για την προσέγγιση μιας επιστήμης, αλλά ένα λογιστικό άθροισμα πιστωτικών μονάδων, χωρίς κανένα ποιοτικό κριτήριο, αφού ισοπεδώνονται οι σπουδές και χάνεται η εσωτερική ενότητα κάθε επιστήμης.
Οπως επισημαίνουν και οι πανεπιστημιακοί, η ένταξη του πανεπιστημιακού συστήματος στις διαδικασίες της Μπολόνιας, θα επιφέρει την ομογενοποίηση-ισοπέδωση των πανεπιστημιακών σπουδών με «τυποποίηση» «πιστοποίηση» και «σήμα ποιότητας».
Το προφίλ του απόφοιτου της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης θα σκιαγραφεί επακριβώς το Παράρτημα Διπλώματος, που θα εκδίδεται ταυτόχρονα στα ελληνικά και αγγλικά, θα περιγράφει δε επακριβώς το περιεχόμενο και το καθεστώς των σπουδών του και θα αποτελεί τη συστατική επιστολή του προς τον μεθαυριανό εργοδότη του.
Οταν, λοιπόν, το υπουργείο Παιδείας επικαλείται τη «διασφάλιση της ποιότητας» της ανώτατης εκπαίδευσης μέσω της αξιολόγησης, πρωτίστως το βαθμό ικανοποίησης από κάθε Ιδρυμα χωριστά, αυτών των προαναφερθέντων στόχων εννοεί. Κατά πόσο δηλαδή κάθε ανώτατο Ιδρυμα πήρε μέτρα, αναδιαρθρώνοντας τα προγράμματα σπουδών του (ακόμα κι έτσι μπορεί να εξασφαλιστεί στην πράξη ο κατακερματισμός των σπουδών σε κύκλους, πριν ακόμη υπάρξει και σχετική νομοθετική ρύθμιση) και την έρευνα, σύμφωνα με τις εφήμερες και περιστασιακές ανάγκες της κεφαλαιοκρατικής αγοράς.
Αλλωστε και η διεθνής πρακτική, σ’ όλες τις χώρες, όπου εφαρμόστηκε η αξιολόγηση, αυτό ακριβώς επιβεβαιώνει. Και στην Ελλάδα, όπου υπήρξε αξιολόγηση των Ιδρυμάτων μετά από πρωτοβουλία των ιδίων, οι κατευθύνσεις που δόθηκαν από τους αξιολογητές αφορούσαν την αυτοχρηματοδότηση των Ιδρυμάτων και την απαλλαγή του κράτους, την «πλήρη κοστολόγηση», την αναδιάρθρωση του προσωπικού με ενίσχυση του αριθμού των μερικώς απασχολούμενων, την εφαρμογή των αρχών του μάνατζμεντ στη διοίκηση, την αντιμετώπιση των διάφορων πολιτικών που είναι ενάντια στο επιχειρηματικό πνεύμα.
Ανεξάρτητα δε με τα όσα παραπλανητικά λέγονται από το υπουργείο Παιδείας, ότι δήθεν η αξιολόγηση δε θα έχει τιμωρητικό χαρακτήρα και το χαρακτήρα της κατηγοριοποίησης των Ιδρυμάτων και των σπουδών, το βέβαιο είναι ότι η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων της θα οδηγήσει αυτόματα στη βαθμολόγηση και κατάταξη των Ιδρυμάτων. Η χρηματοδότηση κατ’ αναλογία αυτής της βαθμολόγησης θα έρθει ως φυσικό επακόλουθο, πιθανόν λίγο αργότερα, για να χωνέψουμε πρώτα χωρίς πολλές παρενέργειες την κατάσταση. Η διεθνής εμπειρία και πάλι αυτό καταμαρτυρεί. Τα «καλά» πανεπιστημιακά ιδρύματα επιβραβεύονται με πρόσθετη χρηματοδότηση, ώστε να αυξάνει η απόστασή τους από τα «κακά». Η κατάσταση αυτή θα οδηγήσει τα Πανεπιστήμια σε πλήρη παραλογισμό, στον άγριο δηλαδή ανταγωνισμό τους όχι για το πώς θα βελτιώσουν τις πανεπιστημιακές σπουδές με βάση την ανθρωποκεντρική διάσταση, αλλά με βάση την ανάγκη να ικανοποιήσουν τον ποσοτικό δείκτη που θα έχει το μεγαλύτερο συντελεστή, κατά σειρά προτεραιότητας, με βάση πάντα τα περίφημα «αντικειμενικά κριτήρια».
Οπως αποκαλύπτει ο Λ. Απέκης, πρόεδρος της ΠΟΣΔΕΠ, στο πρόσφατο σχέδιο σύστασης για τη «διασφάλιση της ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση» της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του Ευρωκοινοβούλιου, από την «εξωτερική αξιολόγηση» πρέπει να εξαρτάται τόσο η άδεια χορήγησης τίτλων σπουδών από τα Τμήματα, όσο και η χρηματοδότησή τους.
Το δεύτερο επιχείρημα του υπουργείου Παιδείας, μέσω του οποίου επιδιώκεται να αποσπαστεί η συναίνεση για το σχέδιο νόμου, είναι ότι θα εξασφαλίζεται η διαφάνεια των διαδικασιών και η αντικειμενικότητα της αξιολόγησης μέσω της ύπαρξης μιας «ανεξάρτητης αρχής» (και θα αποκλείονται οι παρενέργειες, οι συγκαλύψεις και η υποκειμενικότητα, πιθανά προϊόντα της αξιολόγησης που διενεργούσαν ως τώρα τα ίδια τα Ιδρύματα με δική τους πρωτοβουλία). Η αρχή αυτή που θα ονομάζεται «Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση» (Α.ΔΙ.Π) (άρθρο 10 του νομοσχέδιου), θα είναι ένα 15μελές όργανο, αποτελούμενο στην πλειοψηφία του από πανεπιστημιακούς (6 τον αριθμό) και καθηγητές των ΤΕΙ (4 τον αριθμό) και θα έχει επικεφαλής ως Πρόεδρο επιστήμονα «με διεθνώς αναγνωρισμένο κύρος και σημαντικό ερευνητικό έργο, κατά προτίμηση με εμπειρία σε θέματα διασφάλισης και βελτίωσης της ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση», που θα ορίζεται με απόφαση του υπουργού Παιδείας, ύστερα από πρόταση της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής. Τόσο οι καθηγητές των ΑΕΙ όσο και των ΤΕΙ, που θα συμμετέχουν στην Α.ΔΙ.Π πρέπει να έχουν ανάλογη εμπειρία σε θέματα «διασφάλισης της ποιότητας».
Με δυο λόγια, η σύσταση της «ανεξάρτητης αρχής» θα γίνεται με κριτήριο τη συμπόρευση των μελών της με τους διεθνώς (αλλά και στη χώρα μας) προαναφερθέντες αποδεκτούς και ισχύοντες στόχους της αξιολόγησης. Η επιλογή του Προέδρου από τον υπουργό Παιδείας είναι για να δεθεί σε κάθε περίπτωση ο γάιδαρος, η δε επίκληση της Βουλής γίνεται για να δοθεί λαϊκό έρεισμα μέσω των «αντιπροσώπων του λαού» στην απόφαση. Αλλωστε από τη Βουλή δε διατρέχει κανένα κίνδυνο ο προσανατολισμός του υπουργείου Παιδείας και της κυβέρνησης, στις σχετικές δεσμεύσεις και αποφάσεις, αφού και τα δυο κόμματα εξουσίας στηρίζουν με νύχια και δόντια τις ευρωπαϊκές επιλογές και αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Και έπειτα «οι πατέρες του έθνους», στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ανέκαθεν συντάσσονταν με τους στόχους, τις πολιτικές και τις επιλογές του κεφάλαιου σ’ όλους τους τομείς.
Τόσο, λοιπόν, «ανεξάρτητη» θα είναι τούτη η Αρχή, για την οποία τόσος ντόρος γίνεται!
Κερασάκι στην τούρτα θα αποτελέσει η συμμετοχή των φοιτητών στη διαδικασία της αξιολόγησης, αλλά και στην ίδια την Αρχή (με τη συμμετοχή ενός μέλους). Επιδιώκεται έτσι ο παροπλισμός του φοιτητικού κινήματος, η εξαγορά της συναίνεσής του και επιχειρείται με φτηνιάρικα κόλπα «δημοκρατικών διαδικασιών» η συγκάλυψη των καταστροφικών συνεπειών της αξιολόγησης και γενικότερα της ένταξης στις διαδικασίες της Μπολόνιας (δυο κύκλοι σπουδών, τίτλοι σπουδών).
Το υπουργείο Παιδείας μας φτύνει κατάμουτρα όταν διατείνεται ότι κομβικό σημείο της αξιολόγησης είναι «η ειλικρινής αναζήτηση των πραγματικών αιτιών των υφιστάμενων αδυναμιών», όταν το ίδιο και η κυβέρνηση ευθύνονται για την εξευτελιστική χρηματοδότηση των ΑΕΙ-ΤΕΙ (που φέτος μειώθηκε ακόμα παραπάνω), για τις ελλείψεις σε προσωπικό, που οδήγησαν πολλά σε απόγνωση και σε διακοπή λειτουργίας, για την ίδρυση Τμημάτων εξακτινωμένων ανά την περιφέρεια με ακαθόριστο και αμφιλεγόμενο γνωστικό αντικείμενο και επιστημονικό περιεχόμενο, για την απαξίωση των πτυχίων, μέσω των νομοθετημάτων που προωθούν κατά καιρούς, για την κατάσταση του επιστημονικού και ερευνητικού προσωπικού, για το κλίμα που προσπαθούν να προωθήσουν στην ελληνική εργαζόμενη κοινωνία ώστε αυτή να αποδεχτεί «το κράτος να μην παράγει Παιδεία αλλά να την αγοράζει για λογαριασμό όσων ενδιαφέρονται», να αποδεχτεί τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, την αναγνώριση των πτυχίων των Κέντρων Ελευθέρων Σπουδών, κ.λπ. Η αξιολόγηση των ΑΕΙ-ΤΕΙ είναι απλά το πρόσχημα για να δικαιολογηθούν και νομιμοποιηθούν όλες οι προηγούμενες βαριές παραλείψεις του κράτους, αλλά και για να ανοιχτούν διάπλατες οι πόρτες στην άλωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από την κεφαλαιοκρατική αγορά.
Μπαίνοντας, τώρα, στις λεπτομέρειες της αξιολόγησης, που περιγράφει το σχέδιο νόμου, επισημαίνουμε ότι αυτό δεν έχει σημαντικές διαφορές από εκείνο που είχε καταρτίσει και το ΠΑΣΟΚ.
Καθορίζονται και πάλι δυο μορφές αξιολόγησης, εσωτερική και εξωτερική. Η εσωτερική διενεργείται με ευθύνη των ιδρυμάτων μέσω της Μονάδας Διασφάλισης Ποιότητας (ΜΔΠ), που θα υπάρχει σε κάθε ίδρυμα, των ομάδων εσωτερικής αξιολόγησης, που απαρτίζονται από διδάσκοντες και εκπροσώπους των φοιτητών, της συμπλήρωσης ερωτηματολογίων, διεξαγωγής συνεντεύξεων και συζητήσεων, τη σύνταξη έκθεσης με βάση τα παραπάνω και της διαβίβασης της έκθεσης στη ΜΔΠ. Η εξωτερική αξιολόγηση υλοποιείται από την Επιτροπή Εξωτερικής Αξιολόγησης, που θα αποτελείται από εμπειρογνώμονες ανά κλάδο επιστήμης και εκπρόσωπο των αντίστοιχων επαγγελματικών ενώσεων. Η ΕΕΑ κρίνει την έκθεση αυτοαξιολόγησης με κάθε πρόσφορο μέσο και συντάσσει την έκθεση της τελικής αξιολόγησης. Η διαδικασία επαναλαμβάνεται κάθε τέσσερα χρόνια και τα αποτελέσματα δημοσιοποιούνται.
Το σχέδιο νόμου βρίσκει τα Πανεπιστήμια κλειστά, καθώς η εβδομάδα που διανύουμε έχει οριστεί ως «εβδομάδα αντι-Μπέργκεν» εκδηλώσεων. Που όμως, προς το παρόν, είναι πολύ, μα πολύ πίσω απ’ τις ανάγκες των καιρών.
Γιούλα Γκεσούλη








