Κάθε τρεις και λίγο το υπουργείο Παιδείας φροντίζει να μας βομβαρδίζει με τη «φιλοσοφία των αλλαγών», που προωθούνται με το «νέο Λύκειο», για να συνηθίζουμε στην ιδέα και να μην μας πέσει βαριά η «μεταρρύθμιση». Τη φορά αυτή, το έργο αυτό ανέλαβε το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (ΠΙ). Σε ειδική εκδήλωση που διοργανώθηκε έγινε γνωστό ότι το μοντέλο του «νέου Λυκείου» θα είναι έτοιμο προς ανακοίνωση σε δυο μήνες και οι αλλαγές θα εφαρμοστούν στα σχολεία από το Σεπτέμβριο.
Με το φωτοστέφανο των παιδαγωγών, των αφοσιωμένων τάχαμου στην επιστημονική και παιδαγωγική τους αποστολή, οι κολαούζοι της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής, ευλόγησαν και αυτή τη φορά τις προαποφασισμένες αλλαγές, που θα στενέψουν ακόμα παραπέρα το μορφωτικό ρόλο του Λυκείου, θα το μετατρέψουν σε σχολείο της απόλυτης εξειδίκευσης, της στροφής αποκλειστικά στην κατάκτηση δεξιοτήτων-κλειδιών, που απαιτεί η αγορά εργασίας («δεξιότητες για τον 21ο αιώνα»), σε σχολείο δηλαδή της αμορφωσιάς, της παραγωγής ανθρώπων μιας χρήσης.
Πνιγήκαμε και πάλι σε μια θάλασσα ανέξοδου βερμπαλισμού, ότι τώρα οι μαθητές θα μυούνται σε ουσιαστικότερους τρόπους απόκτησης γνώσεων, με περιορισμό της αποστήθισης και προώθησης της κριτικής σκέψης (αγαπημένο σλόγκαν όλων των επίδοξων μεταρρυθμιστών, που προωθούσαν τα ακριβώς αντίθετα), ότι θα μυούνται σε ερευνητικές διαδικασίες («ο μαθητής-μικρός ερευνητής», σύμφωνα με το σχέδιο δράσης του υπουργείου Παιδείας), διατυπώνοντας ερωτήματα, μεθοδεύοντας διερευνήσεις, αναζητώντας λύσεις, ότι θα δοθεί έμφαση στην επαφή με την τέχνη και τον πολιτισμό, κ.λπ., για να κρυφτεί η ουσία, που είναι αυτή που περιγράψαμε παραπάνω: Στόχος είναι ο μαθητής να γνωρίζει στοιχειωδώς την ελληνική γλώσσα («να είναι σε ικανοποιητικό βαθμό εγγράμματος στην ελληνική»), ώστε να μπορεί να επικοινωνεί, να κατανοεί εντολές, να συμπληρώνει π.χ. μια αίτηση, να γνωρίζει στοιχειωδώς μια ξένη γλώσσα και να έχει κάποιες βασικές γνώσεις στα μαθηματικά, στις φυσικές επιστήμες και στη χρήση των νέων τεχνολογιών.
Η κατεύθυνση αυτή, της αποφασιστικής απομάκρυνσης από οποιοδήποτε ψήγμα γενικής μόρφωσης είχε απομείνει στο σχολείο και της στροφής στην απόλυτη εξειδίκευση, υπηρετείται με το διαχωρισμό των μαθημάτων σε υποχρεωτικά και επιλεγόμενα, με τα υποχρεωτικά να είναι λιγότερα και να γίνονται ολίγιστα όσο ανεβαίνουμε τις τάξεις του Λυκείου. Η πρακτική αυτή είναι πια «διεθνής» και απορρέει από την ανάγκη του κεφάλαιου για «χέρια», για φθηνούς δηλαδή και «ευέλικτους» εργαζόμενους, με γνώσεις που γρήγορα αποχτιούνται και γρήγορα χάνονται, υποταγμένους και φοβισμένους, που θα αποδέχονται χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις το ξωπέταγμά τους στις λίστες των μακροχρόνια ανέργων.
Γιούλα Γκεσούλη