Ερωτηθείσα η υπουργός Παιδείας για το ζήτημα της διασφάλισης συνθηκών ισότιμης πρόσβασης για όλους, ανεξαρτήτως εισοδηματικών ή άλλων κριτηρίων, που ανακύπτει με την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, έκανε την «κινέζα».
Κάτι για σχήμα πρωθύστερο είπε, κάτι για μηχανισμούς αξιολόγησης μπουρδούκλωσε, που τάχα θα τα ελέγχουν όλα, κάτι για κοινές εξετάσεις για τα δημόσια και ιδιωτικά ΑΕΙ μιας μέρας (!) πέταξε (κάτι σαν τεστ νοημοσύνης φανταζόμαστε εμείς με την περίφημη τεχνική των πολλαπλών επιλογών), κάτι για βαθμολογικά stadarts μπέρδεψε, ενώ δεν έπαψε να υπογραμμίζει πως η ταμπακέρα είναι μία και μόνο: η άρση της συνταγματικής απαγόρευσης.
Γνωρίζει και η ίδια πολύ καλά ότι το ιδιωτικό πανεπιστήμιο της καπιταλιστικής επιχείρησης ή του επιχειρηματικού λόμπι θα είναι ναρκοπέδιο για οποιονδήποτε επιχειρήσει να επιβάλει ήθη ξένα προς τα συμφέροντα των καπιταλιστών που θα το λειτουργούν. Η «παρέμβαση» του κράτους θα είναι απλώς για τα μάτια, για να τρων κουτόχορτο οι ιθαγενείς.
Δείγματα γραφής έχουμε πάμπολλα τελευταία για το πώς αντιμετωπίζει το κεφάλαιο το πολιτικό σύστημα και με πόσο επιτακτικό τρόπο απαιτεί απ’ τους πολιτικούς διαχειριστές του να ικανοποιήσουν τις ορέξεις του.
Αυτά που λέει τώρα η υπουργός Παιδείας και που αναπαράγουν πρόθυμα τα παπαγαλάκια του φιλοκυβερνητικού Τύπου είναι για να παραμυθιάζεται ο λαός και να κάτσει στ’ αυγά του και να αποφευχθούν έτσι οι τυχόν αντιδράσεις για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια.
Οι γόνοι των οικογενειών που δεν έχουν πρόβλημα να τα ακουμπούν χοντρά τώρα στους σχολάρχες, θα αποκτούν από τα ιδιωτικά Λύκεια πολύ εύκολα το πασαπόρτι (τα stadarts της βαθμολογίας) για την εγγραφή τους σε ιδιωτικά ΑΕΙ.
Οσο για τα παιδιά της εργαζόμενης κοινωνίας, μια ακόμη «μεταρρύθμιση»-καρμανιόλα τα περιμένει στη γωνία για να τους ψαλιδίσει για πολλοστή φορά τα όνειρα για πανεπιστημιακές σπουδές.
Οπως μας πληροφορεί το «Βήμα», η «επιτροπή σοφών» του Εθνικού Συμβούλιου Παιδείας, έχει καταλήξει ήδη στα πρώτα συμπεράσματά της για τις αλλαγές που θα γίνουν στο εξεταστικό και θα καταθέσει το πόρισμά της στην υπουργό Παιδείας ως τις 15 Φεβρουαρίου.
Δεν πρόκειται βέβαια για κατάργηση των εξετάσεων, αλλά για σερβίρισμά τους με διαφορετικά καρυκεύματα και άρωμα από το σύστημα που ίσχυε τη δεκαετία του ΄70.
Από τις προτάσεις της «επιτροπής σοφών» συνάγεται μάλιστα ότι πρόκειται για σκληρότερη διαδικασία, αφού δυσκολεύουν παραπέρα τα θέματα και τίθενται περισσότερες προϋποθέσεις για την εισαγωγή στα ΑΕΙ, ενώ όπως φαίνεται θα μειωθεί κι άλλο ο αριθμός των εισακτέων.
Συγκεκριμένα το πόρισμα περιλαμβάνει τα εξής:
– Δημιουργία Οργανισμού, που θα εποπτεύεται από το υπουργείο Παιδείας και στον οποίο θα συμμετέχουν τα Πανεπιστήμια, ο οποίος θα διενεργεί κάθε χρόνο τις εξετάσεις.
– Κατάργηση των πέντε επιστημονικών πεδίων και των τριών κατευθύνσεων και αντικατάστασή τους από δύο θεματικές ενότητες, τη θετική και θεωρητική ή κλασική.
– Εξετάσεις σε τέσσερα ή πέντε μαθήματα -που θα είναι διαφορετικά σε κάθε ενότητα- για την εισαγωγή στα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
– Προϋπόθεση για να λάβει κάποιος υποψήφιος μέρος στις εξετάσεις θα είναι να έχει περάσει τη βάση του δέκα στο σχολείο του και στα τέσσερα μαθήματα κάθε ενότητας που τον ενδιαφέρει, αλλά και να έχει συγκεντρώσει γενικό βαθμό απολυτηρίου άνω του δέκα.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Από τη στιγμή που τα Πανεπιστήμια -ως θεσμός- έχουν λόγο στις εξετάσεις και στην επιλογή των υποψηφίων, αυτομάτως καθορίζουν την ευκολία/δυσκολία των θεμάτων ή βάζουν κι άλλες προϋποθέσεις για την εισαγωγή κατά Τμήμα ή Σχολή, όπως π.χ. ειδικούς συντελεστές ή συγκεκριμένη βαθμολογία σε κάποια από τα εξεταζόμενα μαθήματα (όπως γίνεται τώρα με τα ειδικά μαθήματα).
Επίσης μειώνεται παραπέρα ίσως ο αριθμός των εισακτέων, δεδομένου ότι οι διοικήσεις των ιδρυμάτων από τώρα ζητούν πιεστικά τη δραστική μείωση των θέσεων που διαθέτουν για τους πρωτοετείς τους.
Η εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό με τη ρύθμιση που ισχύει από τώρα, ότι δηλαδή δεν υπάρχει «κλειστός αριθμός» εισακτέων αλλά «ανώτατος αριθμός εισακτέων» και ότι για να εισαχθεί κάποιος σε ΑΕΙ ή ΤΕΙ απαιτείται να έχει συγκεντρώσει τη βαθμολογική βάση του δέκα, θα προκαλέσει την περαιτέρω μείωση του αριθμού των εισαγομένων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Αν τώρα προσθέσουμε και το γεγονός ότι από την αφετηρία ακόμη αποκλείεται ένας μεγάλος αριθμός παιδιών, που δεν θα δικαιούται να προσέλθει καν στις εξετάσεις, αφού δεν θα έχει κατορθώσει στο Λύκειο να έχει βαθμό δέκα σε κάποιο από τα τέσσερα ή πέντε εξεταζόμενα μαθήματα ή να έχει πάνω από δέκα βαθμό απολυτηρίου, αντιλαμβανόμαστε πόσο δυσκολεύουν τα πράγματα για τα παιδιά της εργαζόμενης κοινωνίας και ειδικά γι’ αυτά των χαμηλών μορφωτικο-οικονομικών στρωμάτων της.








