Την τακτική που ακολουθούν τα τελευταία χρόνια όλες οι αστικές κυβερνήσεις στον καθορισμό των θέσεων εισακτέων στα ΑΕΙ-ΤΕΙ, ακολουθεί και η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Στο σύνολο των θέσεων εμφανίζεται αύξηση σε σχέση με πέρυσι, όμως στην εσωτερική κατανομή ανάμεσα σε ΑΕΙ και ΤΕΙ έχουμε μείωση των θέσεων εισακτέων στα Πανεπιστήμια και αύξησή τους στα ΤΕΙ.
Με τον τρόπο αυτό πλήττεται η ελπίδα και η τάση της νεολαίας της εργαζόμενης κοινωνίας να λάβει πανεπιστημιακή μόρφωση-όχημα για επαγγελματική αποκατάσταση και για βελτίωση της κοινωνικής της θέσης, που εκφράζεται με την αύξηση των υποψήφιων στις πανελλαδικές εξετάσεις. Την τάση αυτή έχουν βαλθεί όλες οι κυβερνήσεις του κεφαλαίου να χτυπήσουν αποφασιστικά είτε μειώνοντας το συνολικό αριθμό εισακτέων (κάτι που έχει γίνει όλα τα τελευταία χρόνια), είτε περιορίζοντας δραστικά τον χάρτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με το «σχέδιο Αθηνά», είτε με άλλου είδους μηχανισμούς, όπως είναι οι πανελλαδικές εξετάσεις-καρμανιόλα, οι τορπίλες των θεμάτων διαβαθμισμένης δυσκολίας, οι κάθε είδους αξιολογικές κρίσεις στο Λύκειο, ο διαχωρισμός του Λυκείου σε δυο τύπους, Γενικό και Επαγγελματικό, κ.λπ.
Το επιχείρημα που συνήθως ακούγεται γι' αυτή την επιλογή είναι η συμμόρφωση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα (έκθεση του ΟΟΣΑ για την εκπαίδευση και πρακτικές της ΕΕ) στην τεχνικοεπαγγελματική εκπαίδευση και η «μελέτη των αναγκών της εγχώριας αγοράς εργασίας».
Η αναφορά και μόνο στις «ανάγκες της αγοράς εργασίας» αποτελεί πρόκληση, όταν έχει σχεδόν εξανεμιστεί κάθε παραγωγική δραστηριότητα, διότι έτσι επιτάσσει ο καπιταλιστικός καταμερισμός της εργασίας στον οποίο εντάσσεται και η Ψωροκώσταινα, και η ανεργία, ειδικά στους νέους, έχει εξακοντιστεί στα ύψη. Στο βάθος παραμένει πάντοτε η ανάγκη του κεφαλαίου και της αστικής τάξης να αποτρέψουν τη νεολαία της ελληνικής εργαζόμενης κοινωνίας από την πανεπιστημιακή μόρφωση, γιατί αυτή εγκυμονεί άλλους, σοβαρούς κινδύνους για τη διαιώνιση του συστήματος. Είναι κατανοητό ότι η μορφωμένη, αλλά άνεργη ή κακοπληρωμένη νεολαία αποτελεί εν δυνάμει «στρατό της κοινωνικής ανατροπής», ενώ η αμόρφωτη και στοιχειωδώς απλά καταρτισμένη μπορεί εύκολα να είναι «απασχολήσιμη» και χειραγωγήσιμη.
Η ανάγκη αυτή του συστήματος, που γέννησε τη λεγόμενη «τεχνικοεπαγγελματική εκπαίδευση» (και όχι οι ανάγκες του επιπέδου ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού σε αντίθεση με τις ιμπεριαλιστικές χώρες), ακριβώς για να την προσφέρει ως διέξοδο-λαμπερό καθρεφτάκι στη νεολαία της εργατικής τάξης, παραμένει επιτακτική ακόμη και σήμερα και δεν απεμπολείται.
Αυτήν ακριβώς την ανάγκη υπηρετεί και η φετινή διανομή των θέσεων εισακτέων ανάμεσα σε ΑΕΙ και ΤΕΙ.
Η ανακοίνωση του υπουργείου Παιδείας έχει ως εξής:
«Κατά 1655 αυξάνονται για το ακαδημαϊκό έτος 2016-2017 οι θέσεις στα τμήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης τις οποίες θα διεκδικήσουν οι υποψήφιοι/ες,
δηλαδή καταγράφεται συνολικά μια αύξηση των θέσεων κατά 2,42% σε σχέση με πέρσι».
Η συνέχεια, όμως, δίνει τις πραγματικές διαστάσεις της «αύξησης», δείχνοντας την εσωτερική κατανομή ανάμεσα σε ΑΕΙ και ΤΕΙ (δείτε τον πίνακα). Κοντολογίς, έχουμε 345 λιγότερους εισακτέους στα Πανεπιστήμια και 2.000 περισσότερους στα ΤΕΙ.
Στα μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα, Θεσσαλονίκη), όπου ζει η πλειοψηφία της εργατικής τάξης, τα αριθμητικά δεδομένα ακολουθούν την ίδια λογική: μικρή μείωση στον αριθμό εισακτέων στα πανεπιστημιακά ιδρύματά τους και μεγαλύτερη αύξηση στις θέσεις εισακτέων των ΤΕΙ.
Ετσι, ο αριθμός των εισακτέων στα Πανεπιστήμια που έχουν έδρα το Λεκανοπέδιο Αττικής, συμπεριλαμβανομένων και αυτών της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας είναι 12.710 έναντι 12.770 (60 θέσεις λιγότερες) του ακαδημαϊκού έτους 2015-2016.
Αντίθετα στα ΤΕΙ Αθηνών, Πειραιώς και ΑΣΠΑΙΤΕ φέτος προσφέρονται 4.935 θέσεις έναντι 4.690 του προηγούμενου έτους, αριθμός αυξημένος κατά 245 θέσεις.
Οσον αφορά τη Θεσσαλονίκη, ο αριθμός εισακτέων είναι στα ίδια επίπεδα για το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, συγκριτικά με το προηγούμενο έτος, μικρή μείωση 10 θέσεων έχουμε στο Αριστοτέλειο, ενώ στο Αλεξάνδρειο ΤΕΙ Θεσσαλονίκης καταγράφεται αύξηση εισακτέων κατά 90 θέσεις.