Με επιφύλαξη πρέπει κανείς να διαβάζει τις έρευνες του Κέντρου Μελετών και Τεκμηρίωσης της ΟΛΜΕ (ΚΕΜΕΤΕ), καθώς τα όργανα αυτά (όπως και το ΙΠΕΜ-ΔΟΕ) δημιουργήθηκαν για να καλύπτουν με επιστημονικοφανή κυρίως λόγο τις «λαδιές» της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και εμμέσως, πλην σαφώς, να ασκούν επιφανειακή και άνευρη κριτική στην κυβερνητική πολιτική.
Ομως, τα βασικά σημεία που αναδεικνύει η έρευνα του ΚΕΜΕΤΕ για την τηλεκπαίδευση («Οψεις της τηλεκπαίδευσης κατά την περίοδο της πανδημίας: Μορφωτικές ανισότητες και Συνέπειες στα εργασιακά δικαιώματα»), είναι οφθαλμοφανή και παραδεκτά από τους πάντες, όσους έχουν κάποια σχέση με την εκπαίδευση.
Τα στοιχεία της μελέτης προέρχονται από ερωτηματολόγια που απαντήθηκαν κατά το διάστημα 19/1/2021 έως 10/2/2021 από εκπαιδευτικούς δημόσιων σχολείων Γενικής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης σε πανελλαδική κλίμακα. Το ερωτηματολόγιο συμπληρώθηκε από 4.324 εκπαιδευτικούς και το δείγμα ήταν αντιπροσωπευτικό από όλες τις Περιφερειακές Διευθύνσεις Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης της χώρας.
Παρουσιάζουμε κάποια από τα σημαντικότερα συμπεράσματα αυτής της έρευνας:
- Η ένταση της πανδημικής κρίσης σε συνδυασμό με τις επιλεγόμενες πολιτικές για την αντιμετώπισή της προκάλεσαν πολλά προβλήματα στην εκπαίδευση και δημιούργησε περιορισμούς στην ισότητα των ευκαιριών.
Οι περιορισμοί αυτοί αφορούν καταρχάς στη δυνατότητα συμμετοχής στην εκπαιδευτική διαδικασία, καθώς αν κάποιος μαθητής/τρια δεν διαθέτει τον προαπαιτούμενο εξοπλισμό και υποδομές δικτύου υποχρεούται να βιώσει τον πλήρη αποκλεισμό από αυτήν, συναρτώντας εντέλει τη συμμετοχή στην εκπαίδευση με το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο των οικογενειών. Από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2018 προκύπτει ότι 8 στα 10 νοικοκυριά έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο από την κατοικία τους (ποσοστό 76,5%), στοιχεία που τοποθετούν την Ελλάδα στη 2η χειρότερη θέση στην Ευρωπαϊκή Ενωση των 28. Αναδεικνύονται, επίσης, σημαντικές γεωγραφικές ανισότητες, καθώς υψηλότερο ποσοστό, 85,3% αφορά στους κατοίκους της Αττικής και το χαμηλότερο 69,2 στα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη. Οσον αφορά σε αυτήν την παράμετρο, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η διαφορά μεταξύ των αγροτικών περιοχών και των αστικών κέντρων-κωμοπόλεων είναι ιδιαίτερα έντονη στην Ελλάδα (αλλά και την Πορτογαλία, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, κάθε μια χώρα εκ των οποίων διέθετε χαμηλότερο συνολικό επίπεδο πρόσβασης στο διαδίκτυο από τον μέσο όρο της ΕΕ-28).
- Εξαιρετικά ευάλωτοι είναι οι μαθητές/τριες πρόσφυγες, Ρομά, έγκλειστοι σωφρονιστικών καταστημάτων, μαθητές/τριες που ανήκουν σε οικογένειες με χαμηλά εισοδήματα ή αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της φτώχειας. Επισημαίνουμε ότι στην Ελλάδα το 31,8% του πληθυσμού βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας7.
- Επίσης, οι μαθητές/τριες πρόσφυγες, ιδιαίτερα οι διαμένοντες σε Κέντρα Φιλοξενίας Προσφύγων, δεν έχουν ούτε απαραίτητο τεχνολογικό εξοπλισμό ούτε πρόσβαση στο διαδίκτυο καθώς οι υποδομές των Κ.Φ.Π. δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες σε τηλεκπαίδευση.
- Τέλος, για τους μαθητές των Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας των σωφρονιστικών καταστημάτων δεν εφαρμόζεται καθόλου η τηλεκπαίδευση, καθώς απαγορεύεται η πρόσβαση των κρατουμένων στο διαδίκτυο για λόγους ασφάλειας και στην καλύτερη περίπτωση δίνονται φύλλα εργασίας που μοιράζονται από υπάλληλο της φυλακής στους μαθητές.
- Μια δεύτερη κατηγορία περιορισμών αφορά στην ποιότητα της πρόσβασης στην εκπαίδευση, η οποία βρίσκεται σε συνάρτηση με το μέσο (ηλεκτρονικό υπολογιστή, tablet, κινητό ή σταθερό τηλέφωνο) που διαθέτει το κάθε παιδί, τις συνθήκες που επικρατούν στο οικογενειακό περιβάλλον κλπ.
- Τα εγγενή ποιοτικά χαρακτηριστικά της τηλεκπαίδευσης την καθιστούν υποδεέστερη της δια ζώσης εκπαιδευτικής διαδικασίας και συνδέονται με τα σοβαρά ελλείμματα κάλυψης και αφομοίωσης της ύλης. Επιπλέον, υπάρχουν ειδικές κατηγορίες διδακτικών αντικειμένων, των οποίων η διδασκαλία μέσω τηλεκπαίδευσης είναι εξαιρετικά δυσχερής και αναποτελεσματική. Αναλόγως, το παιδαγωγικό κλίμα, η ψυχοκοινωνική διάσταση της μαθησιακής διαδικασίας ως βασική παράμετρός της, φαίνεται να πλήττεται σοβαρά από την τηλεκπαίδευση. Οι εκπαιδευτικοί επισημαίνουν κυρίως προβλήματα στην αλληλεπίδραση μαθητών/τριών και εκπαιδευτικών, προβλήματα συγκέντρωσης και οργάνωσης, κόπωση, περιορισμένη ανταπόκριση των μαθητών/τριών στα μαθήματα και στις εργασίες που τους ανατίθενται
- Ενώ έως τώρα οι εκπαιδευτικοί εργάζονταν αποκλειστικά στο σχολείο, αξιοποιώντας τις υποδομές της σχολικής μονάδας, η τηλεκπαίδευση μετατόπισε τον χώρο εργασίας στην κατοικία του εκπαιδευτικού.
Η καθολική εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης, για μεγάλο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, σε αντικατάσταση της δια ζώσης διδασκαλίας, και μάλιστα από τον χώρο της κατοικίας, επέφερε σημαντικές παραβιάσεις στα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών, με πρώτο και κύριο την παραβίαση του διδακτικού και εργασιακού τους ωραρίου.
Πέραν της διάθεσης του προσωπικού χώρου για την εξυπηρέτηση της υπηρεσίας, στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι εκπαιδευτικοί αντιμετώπισαν το πρόβλημα της διεύρυνσης του εργασιακού τους χρόνου, αφού ο χρόνος προετοιμασίας για την εξ αποστάσεως διδασκαλία αυξήθηκε σημαντικά σε σχέση με τον συνήθη χρόνο προετοιμασίας για τη δια ζώσης διδασκαλία. Σε μεγαλύτερο βαθμό, από ό,τι κατά τη δια ζώσης λειτουργία του σχολείου, αυξήθηκε και η απασχόλησή τους πέραν του θεσμοθετημένου εργασιακού ωραρίου, για την πραγματοποίηση παιδαγωγικών συνεδριάσεων τις απογευματινές και βραδινές ώρες και για την ενημέρωση και υλοποίηση εγκυκλίων και οδηγιών του ΥΠΑΙΘ, ακόμη και τις μεταμεσονύκτιες ώρες.
Η κατάλυση της διάκρισης μεταξύ του εργασιακού και του προσωπικού χώρου και χρόνου των εκπαιδευτικών επιβάρυνε τους/τις εκπαιδευτικούς και οικονομικά. Καταρχάς, η διεύρυνση του εργασιακού χρόνου, που δεν αναγνωρίζεται ως υπερωριακή απασχόληση, συρρικνώνει εμμέσως ακόμη περισσότερο τις ήδη περικομμένες οικονομικές απολαβές των εκπαιδευτικών που την τελευταία δεκαετία έχουν υποστεί μείωση κατά 40%. Στην ουσία είναι οι ίδιοι που επωμίζονται εξ ολοκλήρου το κόστος της τηλεκπαίδευσης, ενώ αυτό αποτελεί υποχρέωση της πολιτείας.
Επίσης, οι εκπαιδευτικοί αναγκάστηκαν να χρηματοδοτήσουν τις απαιτούμενες ψηφιακές υποδομές και τον τεχνολογικό εξοπλισμό, χωρίς να υπάρξει οικονομική ενίσχυσή τους από την πολιτεία. Η ανεπάρκεια τεχνολογικού εξοπλισμού της σχολικής μονάδας και η αδυναμία πραγματοποίησης παράλληλων τηλεδιασκέψεων (λόγω χαμηλών ταχυτήτων δικτύου) αποτέλεσαν σημαντικούς παράγοντες που ενδεχομένως ώθησαν τους/τις εκπαιδευτικούς να εργαστούν από το σπίτι, διαθέτοντας και αναβαθμίζοντας με προσωπικό κόστος ίδια τεχνολογικά μέσα και υποδομές δικτύου.
Επιπλέον, εγείρονται σύμφωνα με τις απαντήσεις των εκπαιδευτικών ζητήματα επιπρόσθετων παραβιάσεων των δικαιωμάτων τους, όπως η παραβίαση των προσωπικών δεδομένων, της ιδιωτικότητας και των πνευματικών τους δικαιωμάτων. Τέλος, ως σημαντικό μειονέκτημα αναδεικνύεται και η διατάραξη της οικογενειακής ζωής.
Χωρίς να αποτελεί άμεσα εργασιακό δικαίωμα, η συνδεσιμότητα στο διαδίκτυο άπτεται επίσης της υποβάθμισης των συνθηκών εργασίας, αφού η κακή ποιότητά της δημιουργεί σοβαρά εμπόδια στους εκπαιδευτικούς στην άσκηση του εκπαιδευτικού τους έργου.
Η πολιτική επιλογή της εφαρμογής μιας εκπαίδευσης από απόσταση ενέχει τον κίνδυνο, σύμφωνα με τις απαντήσεις, ανατροπής των εργασιακών σχέσεων και των δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών, και εγείρει μια σειρά από επιπλέον πιθανούς κινδύνους, όπως είναι η αξιοποίησή της στο μέλλον για τη μείωση των θέσεων εργασίας, η χρησιμοποίησή της ως απεργοσπαστικού μηχανισμού και η μετατροπή της σε «πύλη εισόδου» για την εισχώρηση ιδιωτικών εταιρειών τεχνολογίας στη δημόσια εκπαίδευση.
Τέλος, η μετατροπή της παιδαγωγικής σχέσης των εκπαιδευτικών με τους μαθητές από άμεση σε «εικονική» και διαμεσολαβημένη, μέσω της τεχνολογίας, υποβαθμίζει άρδην όχι μόνο τη φύση της εργασίας τους αλλά και την εκπαιδευτική και μαθησιακή διαδικασία.
- Η διαρκής υποχρηματοδότηση της δημόσιας εκπαίδευσης και η ελλιπής χρηματοδότηση της εν όψει της πανδημίας (π.χ. καμία δαπάνη για την αγορά και αναβάθμιση του απαραίτητου τεχνολογικού εξοπλισμού των σχολικών μονάδων και για την πρόσληψη επιπλέον μόνιμου εκπαιδευτικού προσωπικού κ.λπ.) μετακύλισε σημαντικό μέρος του κόστους της τηλεκπαίδευσης στους εκπαιδευτικούς και στις οικογένειες των μαθητών.