Μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, στην εκπομπή «Ναι μεν, αλλά», ο Κ. Γαβρόγλου έδωσε διευκρινίσεις για το πώς εννοεί το υπουργείο Παιδείας την κατάργηση του κλειστού αριθμού εισακτέων, για την οποία πολύς δημοσιογραφικός ντόρος έγινε τελευταία.
Σημειώνουμε ότι ο υπουργός Παιδείας τοποθέτησε χρονικά την εισαγωγή των αλλαγών στο Λύκειο και τον τρόπο εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση τον Ιούνιο του 2020! Κοντολογίς, οι συριζαίοι τις έστειλαν στις ελληνικές καλένδες. Η φιλολογία της συνέχισης του «διαλόγου» διατηρείται ως κάλυψη, αλλά και για προπαγανδιστικούς σκοπούς, καθόσον σε όλα τα υπόλοιπα πεδία έχει καταδειχθεί ότι οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ πράττουν ακριβώς ό,τι και οι προκάτοχοί τους, βυθίζοντας τον ελληνκό λαό σε μακρόχρονη φτώχεια.
Καταρχάς, ο Κ. Γαβρόγλου ξεκαθάρισε ότι για τις Ιατρικές και τις Πολυτεχνικές Σχολές θα ισχύει ο κλειστός αριθμός εισακτέων. Η συζήτηση για την κατάργηση του κλειστού αριθμού αφορά τις υπόλοιπες σχολές.
(Τη θέση μας για κατάργηση του numerous clausus σε όλη τη γκάμα των σχολών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και ελεύθερη πρόσβαση σ’ αυτήν την έχουμε αναλύσει πολλές φορές από τις στήλες της εφημερίδας και εδώ δεν την επαναλαμβάνουμε. Απλά τη θυμίζουμε εισαγωγικά για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις).
Διαχωρίζοντας τις σχολές σε πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, ο υπουργός Παιδείας είπε χαρακτηριστικά ότι για να μπει κανείς στην Ιατρική και το Πολυτεχνείο πρέπει «να είναι πολύ καλός στα μαθήματα», «να έχει υψηλό βαθμό απολυτηρίου», ενώ το υπουργείο μελετά «και κάποιους πρόσθετους τρόπους». Ολο αυτό «δεν θα είναι τόσο απλό, θα είναι πιο απαιτητικό».
Υψηλή βαθμολογία για την εισαγωγή σ’ αυτές τις περιζήτητες σχολές απαιτείται και σήμερα, έτσι όπως διαμορφώνονται οι βάσεις με βάση τη ζήτηση (τον αριθμό και το μορφωτικό προφίλ των υποψήφιων) και την προσφορά θέσεων.
Είναι άλλο πράγμα, όμως, τι προκύπτει εκ του αποτελέσματος και άλλο να αναγορεύονται αυτές οι σχολές από το ίδιο το υπουργείο Παιδείας, με νομοθετική ρύθμιση, σε σχολές «αριστείας», σε σχολές που προορίζονται για την ελίτ των μαθητών, που κατά κανόνα προέρχονται από υψηλά κοινωνικο-οικονομικά και μορφωτικά στρώματα.
Για τις υπόλοιπες σχολές, ο Κ. Γαβρόγλου είπε ότι θα υπάρξει κατάργηση του κλειστού αριθμού εισακτέων, με την προϋπόθεση βεβαίως ότι οι μαθητές θα έχουν πάρει το Απολυτήριο του «νέου Λυκείου» (άρα θα έχουν τουλάχιστον τη βάση του 10), το «αναβαθμισμένο» Απολυτήριο της «μεταρρύθμισης» που σχεδιάζουν.
Ας θυμηθούμε, λοιπόν, πώς θα αποκτάται αυτό το Απολυτήριο, σύμφωνα με το σχέδιο του υπουργείου Παιδείας, που διαμορφώθηκε με βάση την πρόταση του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής.
Το Απολυτήριο του Λυκείου
Το απολυτήριο της Γ΄ Λυκείου προκύπτει
«Α. σε ένα ποσοστό (90%) από τους βαθμούς των 2 τετραμήνων.
Οι βαθμοί των τετραμήνων λαμβάνουν υπόψη τη συνολική συμμετοχή στην τάξη, καθώς και
1. το διαγώνισμα 1ου τετραμήνου το οποίο διεξάγεται σε όλα τα σχολεία συγκεκριμένη μέρα για κάθε μάθημα, με θέματα που καταθέτουν σε ειδική πλατφόρμα τα χαράματα της ίδιας μέρας επιτροπές έμπειρων εκπαιδευτικών από όλες τις περιφέρειες και με αυτόματη διόρθωση των απαντήσεων (ηλεκτρονικό σύστημα),
2. μια εκτενή εργασία που πραγματοποιείται για κάθε μάθημα εντός του σχολείου υπό την καθοδήγηση και την επίβλεψη του/της εκπαιδευτικού του μαθήματος, που κατατίθεται σε ειδική πλατφόρμα όπου ελέγχεται για την περίπτωση αντιγραφής και που βαθμολογείται ανώνυμα από αξιολογητές ειδικού μητρώου.
Β. σε ένα ποσοστό (10%) από τους βαθμούς κεντρικά οργανωμένων εξετάσεων στις οποίες τα γραπτά διορθώνονται ανώνυμα» (οι εμφάσεις δικές μας).
Εχουμε, δηλαδή εξετάσεις στο τέλος του πρώτου τετραμήνου (Ιανουάριο) πανελλαδικού χαρακτήρα με τη συμμετοχή εξωτερικών αξιολογητών και την εκπόνηση «εκτενούς εργασίας» που κρίνεται επίσης από εξωτερικούς αξιολογητές. Κοντολογίς, έχουμε αξιολογικές διαδικασίες πανελλαδικού χαρακτήρα σε όλη τη διάρκεια της Γ΄ Λυκείου. Και φυσικά υπάρχουν και η συμμετοχή στο μάθημα (προφορικά), τα συνεχή τεστ, κ.λπ.
Στο τέλος της Γ΄ Λυκείου διεξάγονται πανελλαδικές εξετάσεις («κεντρικά οργανωμένες εξετάσεις») σε τέσσερα (4) μαθήματα.
Τί προκύπτει από τα παραπάνω; Οτι η απόκτηση του «αναβαθμισμένου» Απολυτήριου έχει ως προϋπόθεση την ένταση και την προσθήκη νέων ισχυρών ταξικών φραγμών (πανελλαδικού χαρακτήρα εξετάσεις Ιανουαρίου, «εκτενής εργασία» κρινόμενη από εξωτερικούς αξιολογητές, «κεντρικά οργανωμένες εξετάσεις» σε 4 μαθήματα τον Ιούνιο). Το «νέο Λύκειο» δεν σηματοδοτεί απλά τη στροφή στην απόλυτη ειδίκευση (ειδικά η Γ’ Λυκείου μετατρέπεται σε τάξη-φροντιστήριο) και την απαξίωση της γενικής, ολόπλευρης μόρφωσης για όλα τα παιδιά. Καθίσταται δύσβατο για τα παιδιά χωρίς κοινωνικά-οικονομικά-πολιστικά εφόδια από το οικογενειακό τους περιβάλλον.
Στην ίδια συνέντευξη, ο υπουργός Παιδείας δήλωσε ότι η κατάργηση του κλειστού αριθμού εισακτέων προϋποθέτει και τη δημιουργία νέων τμημάτων, κάτι το οποίο θα προκύψει και μέσα από τα πενταετή πλάνα που θα υποβάλουν τα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ, από τα οποία πλάνα θα προκύψουν και οι «συγχωνεύσεις-συνέργειες-συνεργασίες» μεταξύ τους («Οταν λέμε δεν θα υπάρχει κλειστός αριθμός εισακτέων στις σχολές, αυτό σημαίνει και δημιουργία νέων τμημάτων για να υποδεχθούν αυτά τα παιδιά. Για παράδειγμα, εάν σήμερα στην ιστορία έχουν 200 θέσεις και βάσει μελέτης που κάνουν δείξει ότι 300 ήθελαν να σπουδάσουν Ιστορία δεν θα μπουκάρουμε τα άλλα 100 παιδιά στα ήδη υπάρχοντα τμήματα, αλλά θα δημιουργήσουμε καινούργια τμήματα»).
Η ίδρυση νέων τμημάτων είναι ένα προπαγανδιστικό όπλο του υπουργείου Παιδείας στους σχεδιασμούς για τη δημιουργία του Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης.
Οταν η τρόικα απαγορεύει διά ροπάλου ακόμη και ελάχιστους μόνιμους διορισμούς εκπαιδευτικών, όταν στο μνημόνιο και στις εκθέσεις του ΟΟΣΑ αναφέρεται ο στόχος της «ακόμα μεγαλύτερης ενοποίησης του τριτοβάθμιου εκπαιδευτικού τομέα» με «αναδιάταξη του ακαδημαϊκού χάρτη» «ώστε τα ΤΕΙ να ανταποκριθούν στον αρχικό ρόλο τους όσον αφορά την επικέντρωση στην αγορά εργασίας», όταν η κατεύθυνση αυτή αναγράφεται στον τριετή σχεδιασμό του υπουργείου Παιδείας στον οποίο προβλέπεται ρητά ότι «θα πρέπει σε όλες τις περιπτώσεις να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα των Ιδρυμάτων» και όταν τμήματα ΤΕΙ θα υποβαθμιστούν σε διετείς σπουδές που θα προσφέρουν ανάλογα «πτυχία» (σ’ αυτές τις διετείς δομές θα υπάρχει εμπλοκή της «τοπικής κοινωνίας» και καπιταλιστών), ε τότε η ίδρυση και κάποιων νέων τμημάτων θα είναι ο φερετζές ενός εκτεταμένου νέου «σχεδίου Αθηνά».
Γιούλα Γκεσούλη