Με πάθος, δυναμισμό κι ελπίδες ξεκίνησαν την πρώτη τους πενθήμερη απεργία οι εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Λουκέτο στη συντριπτική πλειοψηφία των σχολείων των μεγάλων αστικών κέντρων. Μεγάλες -για τα δεδομένα των τελευταίων ετών- οι απεργιακές τους συγκεντρώσεις, με παλμό, ενθουσιασμό και ευρηματικά συνθήματα. Ευχάριστη και ελπιδοφόρα η εικόνα νέων στην ηλικία εκπαιδευτικών να διαμαρτύρονται, με τον ενθουσιασμό στα μάτια τους, που γεννούν η μαζική συμμετοχή και το δικό τους πρώτο αγωνιστικό βήμα, λες και συμμετείχαν σε κάποια επαναστατική διαδικασία.
Με ποσοστά συμμετοχής στην απεργία 80, 85, 90 και 95% στις περιοχές του Λεκανοπέδιου της Αττικής, 85% στη Θεσσαλονίκη, 75% στην Αλεξανδρούπολη, 90% στην Αρτα, 80% στα Γρεβενά, 77% στα Γιάννενα, 81% στην Κέρκυρα, 72% στη Χαλκίδα, 95% στην Καβάλα, 85% στη Νάουσα, 75% στην Πάτρα, 76% στη Λάρισα και πάνω από 90% σχεδόν σε όλη την Κρήτη σφραγίστηκε η πρώτη μέρα. Απέναντι, μια άκαμπτη πολιτική ηγεσία, όπως οφείλει να είναι κάθε κυβέρνηση του κεφαλαίου, που σέβεται τον εαυτό της, στο πρώτο αγωνιστικό ξεκίνημα του αντίπαλου, ελπίζοντας ότι αυτή η αδιαλλαξία θα τον κάμψει και θα πισωγυρίσει. Περιμένοντας να δει αντιδράσεις και να μετρήσει αντοχές όσο θα περνούν οι μέρες. Προσπαθώντας «με το καλημέρα» ν’ ανοίξει ρήγματα στις γραμμές των απεργών με το μουχλιασμένο τυρί του επιδόματος των 103 ευρώ που θα δοθεί, σύμφωνα με τις διακηρύξεις, στους εκπαιδευτικούς, από το 2007 σε τρεις ετήσιες δόσεις. Πασχίζοντας να επεξεργαστεί την υπόλοιπη εργαζόμενη κοινωνία με τις θεωρίες περί υποκινητών και υποκινούμενων.
Και βεβαίως οι εκπαιδευτικοί είναι υποκινούμενοι. Από τα χιλιάδες μικρά και μεγάλα προβλήματα που τους ταλανίζουν χρόνια τώρα. Υποκινούμενοι από τη φτώχεια, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων (χιλιάδες οι αναπληρωτές και οι ωρομίσθιοι), την αδιοριστία, την ακύρωση των πτυχίων τους μέσω του διαγωνισμού του ΑΣΕΠ, τις συνθήκες δουλειάς σε σχολεία χωρίς υλικοτεχνική υποδομή, από την προκλητική αδιαφορία της Πολιτείας για το δημόσιο σχολείο, την ακύρωση του χαρακτήρα του από την αγορά, από τα αντιεκπαιδευτικά μέτρα που έρχονται διαρκώς με τη μορφή χιονοστιβάδας, από την ένταση του αυταρχισμού, από την προσπάθεια φίμωσης και χειραγώγησής τους, από… από… από…
Συνεπώς, όλοι οι υλικοί όροι τους σπρώχνουν στο δρόμο, τους σπρώχνουν στην απεργία. Γιατί δεν έχουν να χάσουν πια πραγματικά τίποτε, όπως εύστοχα είπαν κάποιοι.
Τούτη η απεργία, έτσι όπως ξεκίνησε την πρώτη μέρα της, έχει τις προϋποθέσεις να νικήσει. Γιατί έχει πάνω απ’ όλα τα δίκια με το μέρος της. Και γιατί έχει κερδίσει τη μεγάλη συμμετοχή των εκπαιδευτικών.
Ομως όλα αυτά είναι καλά για την αρχή. Ισως και για την πρώτη εβδομάδα.
Πλην όμως είναι κάπως αφελές να πιστεύουμε ότι ο αντίπαλος, η κυβέρνηση που υλοποιεί για λογαριασμό του κεφαλαίου μια σκληρή πολιτική άγριας λιτότητας, που σε κάθε ευκαιρία διακηρύσσει την απόφασή της να προχωρήσει τις αντιεκπαιδευτικές και αντιλαϊκές “μεταρρυθμίσεις”, θα υποχωρήσει τόσο εύκολα και θα ικανοποιήσει τα αιτήματα των εκπαιδευτικών.
Συνεπώς, προκύπτει αβίαστα η επιτακτική ανάγκη της συνέχισης του αγώνα, η συνέχιση της απεργίας. Και σε τούτη τη μεγάλη δοκιμασία για τους εκπαιδευτικούς, τα όπλα της πρώτης εβδομάδας (το δίκαιο και η συμμετοχή) δεν αρκούν.
Δεν αρκεί μια διαδήλωση τη βδομάδα. Απαιτούνται πολύμορφες δράσεις που θα βγάζουν την απεργία στην εργαζόμενη κοινωνία, που θα την καλούν και θα την προκαλούν να πάρει θέση, να συστρατευθεί με τους εκπαιδευτικούς.
Απαιτούνται πρακτικές που θα κρατούν τους απεργούς και όλους τους εργαζόμενους σε εγρήγορση, που θα κρατούν την απεργία στην επικαιρότητα, ώστε αυτή να γίνει βραχνάς για την κυβέρνηση.
Απαιτούνται οργανωτικά μέτρα που θα δυναμώσουν το εσωτερικό μέτωπο των απεργών και θα το προφυλάξουν απ’ τα τερτίπια και τα ξεπουλήματα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Οι απεργιακές επιτροπές, η κεντρική απεργιακή επιτροπή, ο παραγκωνισμός της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, το να γίνει η απεργία υπόθεση και μόνο των απεργών, πρέπει να μπουν στην ημερήσια διάταξη.
Στο σχολείο της απεργίας πρέπει να ξεπεραστούν οι ηττοπαθείς και διαλυτικές απόψεις που σπέρνουν οι δυνάμεις της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας (κυρίως της ΠΑΣΚ) ότι «απεργούμε επιλεκτικά κάποιες μέρες» ή μπαινοβγαίνουμε στην απεργία. Και αυτή η ταξική ηθική καταχτιέται μόνο στο δρόμο, μόνο με ενεργητική συμμετοχή στην απεργία, που σε κάνει να αντλείς δυνάμεις απ’ το συνάδελφο, και όχι στην «απεργία από το σπίτι».
Η απεργία διάρκειας δε γίνεται μόνο για την αξιοπρέπεια. Γίνεται και για να κερδηθούν πράγματα, που θα δυναμώσουν τον κόσμο, θα τον πείσουν για τη δύναμη της συλλογικότητας, τη δύναμη του αγώνα και θα τον σπρώξουν να συνεχίσει στο μέλλον με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα.
Και βέβαια δε γίνεται για να επιβεβαιωθούν κάποιοι πολιτικοί και συνδικαλιστικοί σχηματισμοί και να περιχαρακώσουν τα ψηφαλάκια τους. Ούτε -πολύ περισσότερο- για να καρπωθούν τα αστικά πολιτικά κόμματα πολιτική υπεραξία από το «μάτωμα» των απεργών.
Οι απεργίες διάρκειας γίνονται για να νικήσουν. Αυτός ο στόχος δεν πρέπει να φεύγει ποτέ από τα μάτια.
Γιούλα Γκεσούλη








