Εμείς λέμε: η δουλειά μας στον τομέα της εκπαίδευσης είναι η ίδια, πάλη για την ανατροπή της αστικής τάξης, δηλώνουμε ανοιχτά ότι σχολείο έξω από τη ζωή, έξω από την πολιτική είναι ψέμα και υποκρισία (Β. Ι. Λένιν).
Και μόνο η απαγόρευση των συγκεντρώσεων άνω των 100 ατόμων την περίοδο αυτή, που ο μοναδικός χώρος που αντιδρά με συλλαλητήρια και κινητοποιήσεις στο δρόμο είναι ο εκπαιδευτικός (κυρίως σε αυτήν τη φάση οι φοιτητές, λόγω πανεπιστημιακής αστυνομίας, ν+2/ν+3, αριθμού εισακτέων, αλλά και το επόμενο διάστημα κατά πάσα πιθανότητα οι εκπαιδευτικοί, λόγω άμεσης επιβολής της αξιολόγησης), δείχνει τη θέληση της κυβέρνησης να λιώσει με τη σιδερένια μπότα της καταστολής κάθε αντίσταση. Παραβιάζοντας ακόμη και τη στοιχειώδη λειτουργία της αστικής (τους) δημοκρατίας, κρατά για τον εαυτό της το απόλυτο δικαίωμα να νομοθετεί μέτρα ιδιαίτερα προκλητικά και φασίζοντα, απαγορεύοντας ταυτόχρονα διά ροπάλου το αναφαίρετο δικαίωμα των ομάδων που πλήττονται να αντιδράσουν.
Εχοντας αυτό ως γενική εικόνα, που φανερώνει ότι αστικό κράτος και καταστολή είναι έννοιες αδιαίρετες, ας μεταφερθούμε τώρα σε ένα πεδίο, αυτό της λειτουργίας των σχολείων, όπου υποτίθεται ότι ο καπιταλισμός λειτουργεί χωρίς τις εντάσεις του δρόμου, και ας δούμε την προώθηση της αξιολόγησης (πρώτο στάδιο η παγίδα της «αυτοαξιολόγησης» των σχολικών μονάδων).
Σε όλους τους τόνους, όλες οι κυβερνήσεις που επιχείρησαν τα τελευταία χρόνια να επιβάλουν την αξιολόγηση διερρήγνυαν και διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους ότι αυτή δεν θα έχει τιμωρητικό χαρακτήρα και ότι στόχος είναι η βελτίωση της ποιότητας του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου μέσω της διαρκούς επιμόρφωσης (και όχι συμμόρφωσης) των εκπαιδευτικών.
Σε τι συνίσταται, λοιπόν, αυτό το εκπαιδευτικό έργο; Είναι το σύνολο των στόχων (μορφωτικών, ιδεολογικών, διδακτικών, παιδαγωγικών), που θέτουν κάθε φορά οι κυβερνήσεις που ασκούν διαχείριση για λογαριασμό του κεφαλαίου, της αστικής τάξης, και των μέσων που απαιτούνται για την υλοποίηση αυτών των στόχων. Πρόκειται για το είδος, την ποιότητα και το πλάτος των γνώσεων, το περιεχόμενο των σχολικών εγχειριδίων, τον ιδεολογικό χρωματισμό τους, τις διδακτικές μεθόδους και τα μέσα για την πραγμάτωσή τους (υποστηρικτικό υλικό, υλικοτεχνική υποδομή), τους μηχανισμούς αξιολόγησης-βαθμολόγησης των μαθητών κ.λπ. Πρόκειται για τη διαμόρφωση, τελικά, ανθρώπων πρόθυμων να υπηρετήσουν το σύστημα, υποταγμένων, φθηνών και ευέλικτων, που επιτυγχάνεται μέσω του συνδυασμού των παρεχόμενων γνώσεων (γνώσεις «μιας χρήσης»), των πρακτικών υπακοής και πειθάρχησης, του προσεταιρισμού στα κυρίαρχα ιδεολογικά κατασκευάσματα.
Το σχολείο αποτελεί ισχυρό μηχανισμό στα χέρια του κράτους, μέσω του οποίου αναπαράγεται η κυρίαρχη ιδεολογία και οι σχέσεις που υφίστανται στην παραγωγή, οι οποίες είναι σχέσεις εκμετάλλευσης. Γι’ αυτό και το αστικό κράτος ουδέποτε θα επιτρέψει να διαταραχθεί, να διακινδυνεύσει η συνέχεια και σταθερότητά του, παραχωρώντας το δικαίωμα στους εκπαιδευτικούς να παρεμβαίνουν ουσιαστικά στους στόχους και σε σημαντικές πλευρές της λειτουργίας του.
Συνεπώς, η όποια αξιολόγηση των γραναζιών αυτού του μηχανισμού, εν προκειμένω των εκπαιδευτικών, θα γίνεται στη βάση του κατά πόσο αυτοί -οι εκπαιδευτικοί- βάζουν πλάτη στην υλοποίηση του περιεχομένου και των προειλημμένων στόχων.
Σε κάθε άλλη περίπτωση, οι εκπαιδευτικοί που αντιστέκονται στα αντιλαϊκά, αντιεκπαιδευτικά μέτρα, καθώς και αυτοί που πασχίζουν ν’ανοίξουν με χίλια ζόρια μικρές χαραμάδες, έχοντας κατά νου το όραμα ενός άλλου σχολείου, του σχολείου που προετοιμάζει Ανθρώπους και όχι υποζύγια, θα είναι στο στόχαστρο. Η εκπαιδευτική ιστορία βρίθει παραδειγμάτων φωτεινών παιδαγωγών που κυνηγήθηκαν ανελέητα από τις προϊστάμενες αρχές, επειδή δεν ήταν αρεστοί στους μηχανισμούς της αστικής τάξης, παρά το γεγονός ότι ήταν καταξιωμένοι με το έργο τους στους μαθητές τους και την εργαζόμενη κοινωνία.
Ο τιμωρητικός χαρακτήρας της αξιολόγησης στον καπιταλισμό θα αφορά κυρίως τους εκπαιδευτικούς που συγκρούονται σθεναρά με την αστική ιδεολογία και αντιστέκονται στα νομοθετήματα και τις πράξεις που προωθούν τα συμφέροντα της αστικής τάξης στην εκπαίδευση. Για τους άλλους, που θα κρίνονται απλώς «επαρκείς», θα υπάρχει πάντα ο φόβος, το διαρκές άγχος της διατήρησης της θέσης τους και του μισθού τους. Θα γίνονται οσφυοκάμπτες και σημαιοφόροι του περιεχομένου και του ρόλου του αστικού σχολείου.
Το κράτος φροντίζει να δομήσει όλη εκείνη την ιεραρχική αξιολογική πυραμίδα που θα είναι το επιτελικό όργανο της τιμωρητικής αξιολόγησης (διευθυντές σχολείων, Συντονιστές Εκπαίδευσης, Περιφερειακοί Διευθυντές, ΙΕΠ, κ.λπ.), βάζοντας στο παιχνίδι ακόμη και τους συλλόγους γονέων και την «τοπική κοινωνία».
Φροντίζει, δε, να θωρακιστεί με όλο το σχετικό νομικό οπλοστάσιο, που σήμερα αποσιωπάται σκόπιμα για ευνόητους λόγους. Ο φασιστικός Δημοσιοϋπαλληλικός Κώδικας, καθώς και ο νόμος-πλαίσιο 1566/1985 προβλέπουν τις σχετικές πειθαρχικές ποινές, ακόμη και την απόλυση εκείνων που κριθούν δυο φορές «μη προακτέοι». Παραδείγματα έχουμε και στο πρόσφατο παρελθόν. Η συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, με υπουργό διοικητικής μεταρρύθμισης τον Μητσοτάκη, προώθησε την αξιολόγηση των δημόσιων υπάλληλων με «ποσόστωση» (το 15% έπρεπε υποχρεωτικά να κριθεί «ανάξιο»), ενώ τα έργα και ημέρες του Κούλη στο σχετικό υπουργείο «άφησαν εποχή», με το λουκέτο μέσα σε μια νύκτα δεκάδων τομέων-ειδικοτήτων της δημόσιας τεχνολογικής εκπαίδευσης και την κατάργηση 2500 οργανικών θέσεων των εκπαιδευτικών των αντίστοιχων ειδικοτήτων, οι οποίοι τέθηκαν σε καθεστώς διαθεσιμότητας-απόλυσης, ενώ δεκάδες χιλιάδες μαθητές βρέθηκαν στο δρόμο.
Αξιολόγηση και ταξική συνείδηση
Ποια αξιολόγηση, λοιπόν, πρέπει να επιδιώκουν οι εκπαιδευτικοί που αντιπαλεύουν το σύστημα, που έχουν συνείδηση του ταξικού χαρακτήρα του σχολείου;
Εναν και μοναδικό «έλεγχο» πρέπει να αποζητούν. Το έλεγχο κατά πόσο με τις πράξεις τους μέσα στο σχολείο, με τη στάση ζωής τους γενικά, προωθούν τα συμφέροντα των παιδιών της εργατικής τάξης, της εργαζόμενης κοινωνίας.
Τούτη η αξιολόγηση δεν ποσοτικοποιείται, δεν μπαίνει στη ζυγαριά των «μετρήσιμων δεικτών», αλλά καθρεφτίζεται στα μάτια των μαθητών και των γονιών τους, κερδίζεται με τον αλληλοσεβασμό, την αγάπη, τον διαρκή αγώνα να πλουτίσουν ο νους και οι ψυχές των παιδιών με γνώσεις και πανανθρώπινα ιδανικά.
Φυσικά, όταν ξανανθίσει το κίνημα και η συλλογικότητα αποκτήσει ταξικά χαρακτηριστικά, αυτοί οι εκπαιδευτικοί θα αποτελούν το παράδειγμα, ενώ θα στιγματίζονται οι οσφυοκάμπτες και οι σφουγγοκωλάριοι της εξουσίας. Αλλά αυτό θα είναι υπόθεση του ταξικού κινήματος και όχι των αξιολογικών τιμωρητικών μηχανισμών του υπουργείου Παιδείας.
Γιούλα Γκεσούλη