Σύνοδος ελέγχου και αποτίμησης των διαδικασιών της Μπολόνια χαρακτηρίζεται η σύνοδος των υπουργών Παιδείας της ΕΕ στο Μπέργκεν της Νορβηγίας στις 19 του Μάη.
Γι’ αυτό και η Μ. Γιαννάκου, σαν καλό και υπάκουο παιδί, ετοιμάζεται να πάει με το σχέδιο νόμου για την αξιολόγηση των ΑΕΙ-ΤΕΙ στις βαλίτσες της και να δώσει τα διαπιστευτήριά της στα μεγάλα αφεντικά.
Από μέρα σε μέρα, γράφουν οι εφημερίδες, αναμένεται η κατάθεση του νομοσχέδιου στη βουλή, που έχει σταλεί ήδη προς υπογραφήν στους συναρμόδιους υπουργούς.
Βέβαιη, λοιπόν, εμφανίζεται η υπουργός Παιδείας ότι όλα θα πάνε κατ’ ευχήν.
Στην αντίπερα, τώρα, όχθη καταβάλλεται προσπάθεια να φτιαχτεί πολεμική ατμόσφαιρα.
Οι πανεπιστημιακοί ανασκουμπώθηκαν και μαζί μ’ αυτούς και το περιορισμένο στις οργανωμένες μειοψηφίες φοιτητικό κίνημα και βάφτισαν την ερχόμενη βδομάδα «εβδομάδα αντι-Μπέργκεν» προπαγάνδας και κινητοποιήσεων. Τα πανεπιστήμια θα παραμείνουν κλειστά, θα πραγματοποιηθούν εκδηλώσεις για την υπεράσπιση του δημόσιου Πανεπιστήμιου και διαδήλωση στις 18 του Μάη.
Ανάλογες εκδηλώσεις προγραμματίζονται και στις άλλες χώρες της ΕΕ.
Από τον αστικό τύπο πληροφορούμαστε ότι και η τρέχουσα εβδομάδα είναι «ευρωπαϊκή εβδομάδα δράσης» ενάντια στη φιλελεύθερη πολιτική για την εκπαίδευση, γι’ αυτό και συμμετέχει και η δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αυτό, βέβαια, μόνο στα χαρτιά, αφού η πλατιά μάζα των εκπαιδευτικών κοιμάται τον ύπνο του δικαίου, ενώ την παράσταση θα κλέψει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΟΛΜΕ, προφανώς δια της παρουσίας και τοποθέτησής της στις διάφορες εκδηλώσεις. Για τους εκπαιδευτικούς δε της πρωτοβάθμιας ούτε λόγος. Αυτούς δεν τους αφορά καν το «ανάστα ο Κύριος» (μέρες που είναι) που γίνεται στην εκπαίδευση (στη χώρα μας και διεθνώς), ούτε ακόμη και αυτή τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΔΟΕ, που απουσιάζει από τα σχετικά ανακοινωθέντα για τις παραπάνω εκδηλώσεις.
Μα γιατί είμαστε τόσο μεμψίμοιροι και είρωνες; Γιατί θα έπρεπε απ’ άκρου εις άκρον να καίγεται η Ελλάδα, να συγκλονίζεται απ’ τις μαζικές, μαχητικές εκδηλώσεις γι’ αυτά που προωθούνται στην εκπαίδευση. Και όχι μόνο περιστασιακά και κατ’ αναλογία των συνόδων των υπουργών της ΕΕ ή των συνεδριάσεων του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας (ΕΣΥΠ). Αλλά κάθε μέρα, κάθε ώρα, για πολύ καιρό, έτσι όπως απαιτούν οι ανάγκες των καιρών και από το σύνολο των φοιτητών, της εκπαιδευτικής κοινότητας, ολόκληρης εν τέλει της εργαζόμενης κοινωνίας.
Γι’ αυτό και δεν ικανοποιούμαστε με τις διαμαρτυρίες και τις κινητοποιήσεις που γίνονται μόνο σε επίπεδο κορυφής.
Και που βέβαια -ακόμη και αυτές- δεν είναι ευχάριστες για το υπουργείο Παιδείας και την κυβέρνηση, που θα επιθυμούσαν να μην διαταραχτεί καν το σκηνικό του «κοινωνικού διαλόγου» που έστησαν, προκειμένου ν’ αποσπάσουν την ευλογία όλων στις προαποφασισμένες επιλογές τους.
Και επιλογή τους (όπως και της προηγούμενης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ), σ’ αυτή τη φάση, είναι η ταύτιση με την πολιτική των ιμπεριαλιστικών κρατών της Ευρώπης στο χώρο της Παιδείας και ιδιαίτερα σ’ αυτόν της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Είναι η πολιτική που υποτάσσει τα πάντα στο χρήμα, που τα αποτιμά με βάση το μέγιστο κέρδος του κεφάλαιου, που απαιτεί την επιχειρηματοποίηση του Πανεπιστήμιου, το στενό εναγκαλισμό του με τις επιχειρήσεις, τη γενίκευση του Θατσερικού μοντέλου.
Τα καθησυχαστικά λόγια του υπουργείου Παιδείας ότι η αξιολόγηση και οι προωθούμενες επιλογές δεν θα έχουν τιμωρητικό χαρακτήρα, ούτε θα κατατάσσουν και θα βαθμολογούν τα Ιδρύματα, όχι μόνο πρέπει να μας αφήνουν ασυγκίνητους, αλλά πρέπει να μας εξοργίζουν, γιατί πρέπει να τα εκλαμβάνουμε ως άλλη μια προσπάθεια φθηνής εξαπάτησης.
Την ίδια στιγμή που το υπουργείο μας χτυπά φιλικά στην πλάτη, φροντίζει να διαβεβαιώνει τους ευρωπαίους εταίρους (τον Ευρωπαϊκό Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης) ότι προχωράει αισίως στην υλοποίηση των στόχων της Μπολόνια, ότι αποδέχεται τα ταξινομικά κριτήρια του συστήματος πιστωτικών μονάδων και βεβαίως των διαπιστευμένων φορέων της αξιολόγησης.
Και η βαθμολόγηση και κατάταξη των Ιδρυμάτων θα σημάνει ντε-φάκτο την απαξίωση και υποχρηματοδότηση κάποιων εξ’ αυτών και την ενίσχυση και προβολή μιας ελίτ (μέσα στα οποία θα φοιτά και η ελίτ της καπιταλιστικής κοινωνίας), που θα αποσπούν τη μερίδα του λέοντος από τη δημόσια χρηματοδότηση για να γίνουν ισχυρότερα και να αυξάνει η απόστασή τους από τα άλλα, που στην ουσία θα υποβαθμιστούν σε σχολές κατάρτισης για τους πληβείους.
Η αξιολόγηση θα είναι το άλλοθι γι’ αυτό, το άλλοθι του κράτους για να απεμπολίσει την υποχρέωσή του να εξασφαλίζει ισότητα στις συνθήκες εκπαίδευσης.
Αλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι η αξιολόγηση άρχισε από τις ΗΠΑ, ενώ όπου εφαρμόστηκε υπήρξε δημοσιευμένη κατάταξη ιδρυμάτων και σχολών. Στη δε Αγγλία, που αποτελεί πρότυπο για τους «δικούς μας» ιθύνοντες, από το 2001, έχουν χαθεί 3500 περίπου θέσεις πανεπιστημιακών, λόγω της αναδιάρθρωσης που συντελέστηκε ως αποτέλεσμα της διαδικασίας της αξιολόγησης, ενώ αιτία της κακής βαθμολόγησης ήταν να κλείσουν πολλά παραδοσιακά Τμήματα Πανεπιστημίων, που προσφέρουν μια σφαιρική και γενική ενασχόληση πάνω σ’ ένα γνωστικό αντικείμενο (Φυσικό, Χημικό κ.λπ.) και να δώσουν τη θέση τους σε Τμήματα εξειδικευμένα που ικανοποιούν εφήμερες ανάγκες της αγοράς και φέρνουν χρήμα μέσω της έρευνας.
Ακόμα και στην Ελλάδα, όπου υπήρξε αξιολόγηση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, κατόπιν πρόσκλησης που απηύθυναν τα ίδια τα Ιδρύματα, οι αξιολογητές επισημαίνουν ότι πρέπει να ληφθούν μέτρα για α) αυτονομία, δηλαδή αυτοχρηματοδότηση για ν’ απαλλαγεί το κράτος από τις δαπάνες και «πλήρη κοστολόγηση» β) αύξηση του αριθμού των εργαζόμενων με καθεστώς μερικής απασχόλησης γ) μείωση της συμμετοχής στα ακαδημαϊκά όργανα και εφαρμογή των αρχών του μάνατζμεντ στη διοίκηση των Πανεπιστημίων δ) εξισορρόπηση μεταξύ της ακαδημαϊκότητας και της επιχειρηματικότητας και υπέρβαση των αντιεπιχειρηματικών θέσεων των παραδοσιακών ακαδημαϊκών και αντιμετώπιση των διάφορων πολιτικών που είναι ενάντια στο επιχειρηματικό πνεύμα.
Την ίδια στιγμή που η κατάσταση στην Παιδεία -και στην περίπτωσή μας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση- έχει κακοφορμίσει λόγω της εξευτελιστικής χρηματοδότησης (φέτος υπήρξε και περαιτέρω μείωση με εγκύκλιο του υφυπουργού Δούκα), της αδυναμίας κάποιων Πανεπιστημίων να ανταπεξέλθουν ακόμη και στις στοιχειώδεις λειτουργικές τους δαπάνες, του αλισβερισιού καθηγητών, Τμημάτων και Πανεπιστημίων με τις επιχειρήσεις, της προώθησης μιας σειράς νομοθετημάτων που απαξιώνουν τα πτυχία, που υποβαθμίζουν τα Πανεπιστήμια σε μεταλυκειακά ιδρύματα τριετούς διάρκειας που θα παράγουν μισοκαταρτισμένους απασχολήσιμους, των δηλώσεων και ενεργειών των εκπροσώπων των δυο κομμάτων εξουσίας, που συναγωνίζονται σε αντιδραστικότητα και αμοραλισμό, είναι τουλάχιστον αφελές να θεωρούμε ότι η αξιολόγηση (και μάλιστα από τους μηχανισμούς αυτών που είναι υπεύθυνοι για όλα τα παραπάνω) θα αποτελέσει το φάρμακο.
Γιούλα Γκεσούλη








