Απαντώντας σε επερώτηση των βουλευτών του Περισσού στη Βουλή για θέματα Παιδείας, η Διαμαντοπούλου είπε το εξής χαρακτηριστικό: «Οπως ξέρετε η απόφαση για τον θεσμό της εφεδρείας ήταν μία πολιτική που εφαρμόστηκε πρώτη φορά και είχε περισσότερο συμβολικό, παρά δημοσιονομικό χαρακτήρα. Είναι σαφές –για να μιλήσω και για την Εκπαίδευση– ότι ο θεσμός της εφεδρείας με τη μορφή που έγινε έκλεισε τον κύκλο του και ότι οι όποιες αλλαγές στην ορθολογική διαχείρισή της πρέπει πια να γίνονται βάσει αξιολόγησης».
Τι ομολόγησε, δηλαδή, η υπουργός Παιδείας; Πρώτον, ότι στόχος της εφεδρείας δεν ήταν να «προσυνταξιοδοτηθούν» 30.000 δημόσιοι υπάλληλοι, όπως μας είχε πάρει τα μυαλά η κυβερνητική προπαγάνδα, αλλά να σπάσει στην πράξη το συνταγματικό κώλυμα της απόλυσης των δημοσίων υπαλλήλων. Εκεί παραπέμπει η έκφραση που χρησιμοποίησε περί «συμβολικού χαρακτήρα» της εφεδρείας. Η Διαμαντοπούλου είπε κάτι που από την πρώτη στιγμή υπεράσπισε η «Κόντρα». Οτι ήταν αδύνατο να βρεθούν 30.000 δημόσιοι υπάλληλοι με τις προϋποθέσεις που έβαζε η εφαρμογή της εφεδρείας (εμείς απλώς κάναμε κάποιους πολύ απλούς υπολογισμούς) και αυτό το γνώριζαν καλά στην κυβέρνηση. Ο στόχος ήταν να σπάσει το «ταμπού» της απόλυσης υπαλλήλων στο δημόσιο, για να αρχίσει στη συνέχεια να ξηλώνεται το πουλόβερ. Δεύτερον, ότι οι προϋποθέσεις της νέας μορφής «εφεδρείας» θα εφαρμοστούν στο μέλλον και στην εκπαίδευση. Μοχλός για την απόλυση των εκπαιδευτικών θα είναι πια η «αξιολόγηση», δηλαδή η επιστροφή του επιθεωρητισμού. Το πρώτο στάδιο, η λεγόμενη «αυτοαξιολόγηση», έκανε τον κύκλο της στο «προαιρετικό» και «πειραματικό» στάδιο και τώρα έπεται η συνέχεια.
Η Διαμαντοπούλου, όμως, μίλησε και για την ανάγκη των «διαρθρωτικών» αλλαγών στην εκπαίδευση, ώστε να μην μας προλαβαίνουν τα γεγονότα και λύνουμε τα προβλήματα «απλά με περικοπές». Ποιες είναι αυτές οι «διαρθρωτικές αλλαγές»; Φυσικά η αναπλήρωση των 20.000 συνταξιοδοτηθέντων εκπαιδευτικών με μόλις 600 προσλήψεις μόνιμων, η κατάργηση οργανικών θέσεων, η πλήρωση των κενών με το σταγονόμετρο και με αναπληρωτές εκπαιδευτικούς και αναπληρωτές μειωμένου ωραρίου, η δημιουργία του εκπαιδευτικού-μπαλαντέρ που κινείται ανάμεσα σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η ανάθεση δεύτερης ειδικότητας, το σίριαλ των συγχωνεύσεων-καταργήσεων σχολικών μονάδων, οι καταργήσεις Οργανισμών (όπως π.χ. είναι η κατάργηση του Οργανισμού Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, που προκάλεσε φέτος το γενικό μπάχαλο με τα βιβλία και αποτελεί προάγγελο, σε συνδυασμό με το «ψηφιακό σχολείο, της πλήρους κατάργησης των δωρεάν σχολικών βιβλίων, η ανάθεση της φοιτητικής μέριμνας -στέγαση, σίτιση, συγγράμματα- στα Πανεπιστήμια, που ήδη ασφυκτιούν οικονομικά, κ.λπ.), η ισοπέδωση του δημόσιου Πανεπιστήμιου, η «σχέση με την παραγωγή και την οικονομία», δηλαδή ο απόλυτος έλεγχος του κεφαλαίου πάνω στην εκπαίδευση και η ιδιωτικοποίηση πλήθους πλευρών του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος, κ.λπ.
Η υπουργός Παιδείας ομολόγησε επίσης με θράσος, ως ξένη, ως απλή παρατηρήτρια αυτής της άγριας πολιτικής, που έχει εξαφανίσει κάθε «κοινωνική δαπάνη», ότι πέρυσι και φέτος το υπουργείο Παιδείας έχει «το μικρότερο προϋπολογισμό». «Είναι πολύ λίγοι οι πόροι και με αυτούς πρέπει να πετύχουμε το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα. Πρώτον να εξαντλήσουμε όλα τα περιθώρια για να αντιμετωπίσουμε σπατάλες με τις απαραίτητες αναδιαρθρώσεις και δεύτερον να επικεντρώσουμε τους πόρους εκεί που χρειάζεται», δήλωσε. Δηλαδή, απαρέγκλιτος όρος είναι η εφαρμογή των «διαρθρωτικών αλλαγών», ενώ οι ελάχιστες δαπάνες θα πηγαίνουν εκεί ακριβώς που επιτάσσει το ξένο και ντόπιο κεφάλαιο και οι γκαουλάιτερ της τρόικας (ιδιωτικοποίηση δημόσιου σχολείου, ένταση αυταρχισμού με διευθυντές-μάνατζερ και αξιολόγηση, φθηνό και ευέλικτο εκπαιδευτικό προσωπικό, επιχειρηματικό πανεπιστήμιο, κ.λπ.).
Γιούλα Γκεσούλη