Ασφαλώς τα μείζονα προβλήματα της δημόσιας Παιδείας δεν είναι αυτή τη στιγμή τα πρότυπα πειραματικά σχολεία και η κατάργηση των εξετάσεων σε αυτά. Το θέμα κυριαρχεί στον αστικό Τύπο, επειδή ακριβώς όλος ο εσμός του νεοφιλελευθερισμού το ανέδειξε σε μείζον, γιατί ένιωσε ότι με τη δήλωση του υπουργού Παιδείας Αριστείδη Μπαλτά («η αριστεία υπό κάποιους όρους είναι ρετσινιά») του πατήθηκε ο κάλος.
Διότι η κοσμοθεωρία αυτού του εσμού, βασισμένη στην επικράτηση του πιο άγριου καπιταλισμού, απαλλαγμένου από κάθε ίχνος κοινωνικού κριτηρίου, ορίζει και τις προτεραιότητες που βάζει αυτός σε σχέση με το σχολείο. Σε αυτές, εκτός από την εφόρμηση της αγοράς μέσα στο δημόσιο σχολείο και την ιδιωτικοποίηση πλευρών της λειτουργίας του (έννοιες όπως «αποτελεσματικότητα», «ανταγωνιστικότητα», διευθυντής-μάνατζερ, κ.λπ. υπηρετούν αυτό το στόχο), συγκαταλέγονται: Η προώθηση της «αριστείας», η ελιτίστικη δηλαδή, εν ολίγοις ρατσιστική και με ταξικό πρόσημο στρατηγική και τακτική των διακρίσεων σε βάρος των κοινωνικά, οικονομικά και μορφωτικά αδικημένων μαθητών (αδικημένων λόγω της ταξικής τους θέσης στην κοινωνία), που γίνεται κυρίως μέσω του Μινώταυρου των συνεχών εξετάσεων και της βαθμολογίας. Η επιβολή νέων ταξικών φραγμών, ώστε να ανεβαίνουν τις εκπαιδευτικές βαθμίδες οι λίγοι και εκλεκτοί και η «πλέμπα» να καταδικάζεται στην μετά βίας απόκτηση των πλέον απαραίτητων εφοδίων για την μετέπειτα επαγγελματική της απασχόληση στα καπιταλιστικά κάτεργα. Η προώθηση της αξιολόγησης εκπαιδευτικών και σχολικών μονάδων με βάση τα κριτήρια «αποτελεσματικότητας» και «ανταγωνιστικότητας» του αστικού εκπαιδευτικού συστήματος.
Δεν είναι τυχαίο ότι εμπνευστές της επαναφοράς του θεσμού των προτύπων σχολείων ήταν η φράου Αννα Διαμαντοπούλου και ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος, και οι δυο τους πρόσωπα τελειωμένα πολιτικά, λόγω ακριβώς της απίστευτης εμμονής τους στις αγριο-νεοφιλελεύθερες συνταγές στο χώρο της Παιδείας.