Το ασανσέρ στις βάσεις εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση που ανεβοκατεβαίνει κάθε χρόνο από τον 9ο όροφο στα τάρταρα είναι από μόνο του τρανή απόδειξη ότι οι εισαγωγικές εξετάσεις δεν είναι σε καμιά περίπτωση παράγοντας μέτρησης της «αξιοσύνης» των μαθητών, της δυνατότητάς τους να σπουδάσουν σε κάποια σχολή των ΑΕΙ-ΤΕΙ.
Δεν ισχυριζόμαστε, βεβαίως, ότι ο βαθμός ανταπόκρισης των μαθητών στη μαθησιακή διαδικασία, η αφομοίωση της ύλης των μαθημάτων δεν παίζουν ρόλο στην «απόδοση» των παιδιών. Ομως, εδώ υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες που καθορίζουν σε αποφασιστικό βαθμό τούτη την ανταπόκριση, πέρα από τα ατομικά χαρίσματα, τις δεξιότητες και τις ιδιαιτερότητες των μαθητών, όπως είναι το κοινωνικοοικονομικό και πολιτιστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν και το οποίο, σε τελική ανάλυση, μπορεί να υποστηρίξει τις σπουδές των παιδιών του μέσω άλλων ατραπών (π.χ. ξένα πανεπιστήμια) ή και όχι κατ’ ανάγκη τόσο «καθαρών» (π.χ. κολέγια συμβεβλημένα με πανεπιστήμια του εξωτερικού).
Κάθε χρόνο διάφοροι «τυχαίοι» θα λέγαμε παράγοντες, καθορίζουν τον «όροφο» στον οποίο θα σταθούν οι βάσεις εισαγωγής. Τέτοιοι παράγοντες είναι ο βαθμός ευκολίας – δυσκολίας των θεμάτων διαβαθμισμένης δυσκολίας, που πολλές φορές καθορίζεται και από πολιτικές σκοπιμότητες, που υπηρετούν συγκεκριμένες πολιτικές τακτικές του υπουργείου Παιδείας, ο αριθμός των υποψήφιων και ο αριθμός των προσφερόμενων θέσεων, οι προτιμήσεις των μαθητών και τα status που διαμορφώνονται μέσα στην κοινωνία σχετικά με τις δυνατότητες επαγγελματικής αποκατάστασης, που συνδέονται, αν και όχι απόλυτα και ευθύγραμμα, με την κίνηση και τις αλλαγές στην οικονομία και την αγορά εργασίας.
Τα τελευταία χρόνια γιγάντωσης της οικονομικής κρίσης, η δυνατότητα των νοικοκυριών να στηρίξουν οικονομικά τις σπουδές των παιδιών τους μακριά από τον τόπο κατοικίας απετέλεσε σημαντικό παράγοντα διαμόρφωσης των βάσεων στα περιφερειακά τμήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Φέτος δε, προστέθηκε ακόμη μια παράμετρος, η επιστροφή των μετεγγραφών, που είναι αυξημένες πολύ περισσότερο από κάθε άλλη φορά, επειδή το υπουργείο Παιδείας και η κυβέρνηση θέλουν να δώσουν μια επίφαση κοινωνικής πολιτικής με «πορδές» και σε βάρος της ποιότητας των ακαδημαϊκών σπουδών των ιδρυμάτων, αφού μοναδικό μέλημά τους είναι όχι η ουσιαστική στήριξη των Πανεπιστημίων και των ΤΕΙ, αλλά το ρίξιμο στάχτης στα μάτια της βαριά χειμαζόμενης εργαζόμενης κοινωνίας σε μια χρονιά που εγκαινιάζει μια λίγο-πολύ κοντή ή μακριά προεκλογική περίοδο.
Το μείγμα των «υλικών» που ρίχτηκαν αυτή τη χρονιά στο «μπλέντερ» των παραγόντων διαμόρφωσης του ασανσέρ των βάσεων ήταν
♦ Οι καλύτερες επιδόσεις των υποψήφιων σε σχέση με πέρυσι και οι πολλοί περισσότεροι αριστούχοι. Διπλάσιοι σχεδόν αριστούχοι στη θετική και τεχνολογική κατεύθυνση και περισσότεροι γενικά. 54.460 υποψήφιοι έγραψαν φέτος πάνω από τη βάση, ενώ πέρυσι ο αντίστοιχος αριθμός ήταν 52.365.
Αντίστοιχα, φέτος 7.428 ήταν οι αριστούχοι και 4.451 πέρυσι. Στη θετική κατεύθυνση 2.791 αριστούχοι (1.384 πέρυσι) και 2.064 στην τεχνολογική (966 πέρυσι). Το γεγονός αυτό πυροδότησε μια γενική αύξηση των βάσεων.
♦ Ο αριθμός των υποψήφιων που συμμετείχαν στις εξετάσεις. 72.763 πέτυχαν την είσοδό τους στα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ από τους 99.958 υποψήφιους. Αμέσως, αμέσως, δηλαδή, έμειναν εκτός νυμφώνος 27.195 υποψήφιοι. Κενές έμειναν 1.164 θέσεις.
♦ Η επαναφορά της δυνατότητας του 10% στους αποφοιτήσαντες από τη δευτεροβάθμια τις δυο προηγούμενες χρονιές.
♦ Η παρατεταμένη βαθιά οικονομική κρίση, που ξεθέωσε και ξεπάτωσε τις λαϊκές οικογένειες, σε βαθμό που ξεθώριασαν πριν ανθίσουν τα όνειρα των παιδιών τους για πανεπιστημιακές σπουδές σε σχολές και τμήματα μακριά από τον τόπο κατοικίας.
♦ Η «ανθεκτικότητα» που δείχνουν, παρά την κρίση στα συγκεκριμένα επαγγέλματα, οι περιζήτητες σχολές κοινωνικού γοήτρου (π.χ. ιατρικές, πολυτεχνικές, νομικές), που αλιεύουν ως συνήθως την αφρόκρεμα των αριστούχων.
♦ Οι αλλαγές στον τρόπο μετεγγραφής.
Αυτοί οι παράγοντες παρήγαγαν τούτη τη χρονιά την εξής εικόνα: Αύξηση των βάσεων εισαγωγής εν γένει. Εκτίναξη των βάσεων στα περιζήτητα τμήματα, που άφησαν εκτός πρώτης προτίμησης και πολλούς αριστούχους (τρεις στους τέσσερις στα ιατρικά και πολυτεχνικά τμήματα). Ιλιγγιώδης αύξηση των βάσεων ακόμη και σε περιφερειακά τμήματα των ΑΕΙ-ΤΕΙ, που έχουν αντιστοίχηση με τμήματα των μεγάλων αστικών κέντρων του Λεκανοπέδιου, της Θεσσαλονίκης, της Πάτρας (το χεράκι της εδώ έβαλε η απελευθέρωση των μετεγγραφών). Ταυτόχρονα, τμήματα της περιφέρειας που δεν έχουν αντιστοίχηση με κεντρικά καταβαραθρώθηκαν, αφού επλήγησαν διπλά και λόγω αυτού του γεγονότος, αλλά και από την ανέχεια των εργαζόμενων νοικοκυριών, που δε μπορούν να τα βγάλουν πέρα με τις σπουδές των παιδιών τους.
Στην κατακλείδα αυτού του άρθρου αξίζει να σημειώσουμε το γεγονός ότι χιλιάδες μαθητές του Λυκείου (αυξάνονται χρόνο με το χρόνο), που δε μπορούν να τα βγάλουν πέρα με τις συμπληγάδες των πανελλαδικών και δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα της «πολυτέλειας» των ακαδημαϊκών σπουδών κάνουν χρήση του «δικαιώματός» τους να πάρουν απλά το απολυτήριο Λυκείου και να μη συμμετέχουν στις εισαγωγικές εξετάσεις, ενώ χιλιάδες εγκαταλείπουν το σχολείο από πολύ νωρίς, πριν φθάσουν καν στις πύλες της τριτοβάθμιας, λυγισμένοι από τις ταξικές διακρίσεις.
Το μέλλον διαγράφεται ακόμη πιο μελανό με τις ρυθμίσεις του «νέου Λυκείου», που αποθεώνουν τους ταξικούς φραγμούς.