Την ώρα που η «Κ» έπαιρνε το δρόμο για το πιεστήριο, ο υπουργός Παιδείας Κ. Αρβανιτόπουλος είχε καλέσει στο γραφείο του τους πρυτάνεις «σε διάλογο, προκειμένου η πολιτεία και το υπουργείο να τους συνδράμουν στη διαδικασία της διοικητικής αναδιάρθρωσης που πρέπει να ακολουθήσουν». Τους κάλεσε, δηλαδή για να τους πει πώς θα οργανώσουν τα ΑΕΙ, μετά τις διαθεσιμότητες. Για το Σάββατο κάλεσε «σε διάλογο τους διοικητικούς υπαλλήλους των ιδρυμάτων που συμμετείχαν στη διαθεσιμότητα, για να επιταχύνουμε τις διαδικασίες διιδρυματικής κινητικότητας και της επανατοποθέτησης ΤΩΝ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ σε φορείς του Δημοσίου». Αυτή η τελευταία πρόσκληση, πέραν της επί της ουσίας ιταμότητάς της («ελάτε να δούμε πόσους από σας και πού θα μπορέσουμε να τοποθετήσουμε μετά από μερικούς μήνες»), περιλάμβανε και ένα ιταμότερο τελεσίγραφο: «Ο διάλογος ΠΡΟΫΠΟΘΕΤΕΙ ανοικτά Πανεπιστήμια». Πρόκειται για το παλιό σιδηρούν δόγμα της Δεξιάς: «Δεν συζητάμε με απεργούς».
Ο Αρβανιτόπουλος έκανε μια προπαγανδιστική κίνηση, προσπαθώντας να αυξήσει την πίεση πάνω στους απεργούς διοικητικούς, που δίνουν έναν περήφανο αγώνα εδώ και 11 εβδομάδες, δοκιμάζοντας το τελευταίο όπλο, πριν καταλήξει σε μια απόφαση για κατασταλτική επέμβαση. Το Σαββατοκύριακο είναι κρίσιμο από όλες τις απόψεις. Αν η διοικητικοί επιμείνουν στην απεργία τους (όπως διαφαίνεται τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές – κυριολεκτικά επί του πιεστηρίου), η επόμενη εβδομάδα θα είναι αποφασιστική. Από τη Δευτέρα πρέπει να επιδειχτεί όχι απλά αλληλεγγύη στους απεργούς, αλλά μαχητική συμπαράταξη εκ μέρους του φοιτητικού κινήματος. Αυτός ο αγώνας δεν είναι μόνο για το ιερότατο δικαίωμα της εργασίας. Είναι ταυτόχρονα αγώνας για την Παιδεία.
Αγνόησαν την κρατική τρομοκρατία
Τσάκισαν το όργιο τρομοκρατίας που εξαπολύθηκε από κυβέρνηση και ΜΜΕ οι διοικητικοί υπάλληλοι των Πανεπιστημίων, που αποφάσισαν συνέχιση της απεργίας τους για 11η εβδομάδα, με δυο 48ωρες απεργίες, παρά τη νέα δικαστική απόφαση και τις ανοιχτές απειλές διώξεων από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου και την Εισαγγελία Αθηνών.
«Η Γενική Συνέλευση του Συλλόγου Διοικητικού Προσωπικού του Πανεπιστημίου Αθηνών αποφάσισε ομόφωνα σήμερα 18/11/2013 τη συνέχιση του απεργιακού μας αγώνα με τους ίδιους όρους, χωρίς καμία έκπτωση, όπως κάνουμε εδώ και 10 εβδομάδες, βάσει των αποφάσεων των προηγούμενων γενικών μας συνελεύσεων», διακήρυξε η Απεργιακή Επιτροπή των Εργαζομένων του Πανεπιστημίου Αθηνών, προκαλώντας παροξυσμό στον υπουργό Παιδείας και σ’ όλους τους «πονηρούς» αστογραφειοκράτες και ρεφορμιστές, που ήλπιζαν σε κάμψη των απεργών. Αέρα στα πανιά αυτού του εσμού έδωσε και η απόφαση των πανεπιστημιακών ν’ αρχίσουν από τη Δευτέρα τα μαθήματα. Τελικά, η απόφαση για συνέχιση της απεργίας «χωρίς καμιά έκπτωση» (π.χ. εγγραφές πρωτοετών, όπως πονηρά ζητούσε ο Περισσός σε μια καθαρά απεργοσπαστική λογική), έβαλε σ’ όλους αυτούς πάγο.
Λυσσασμένος ο υπουργός Παιδείας, εξαπέλυσε νέες απειλές, αναθέτοντας τη λειτουργία των Πανεπιστημίων στους μπάτσους, που πλέον έχουν το ελεύθερο, μετά την κατάργηση του ασύλου (νόμος Διαμαντοπούλου) να μπουκάρουν. «Αν παρεμποδιστεί η είσοδος (σ.σ. καθηγητών και φοιτητών που θα προσέλθουν για μαθήματα) από τον οποιονδήποτε, θα αναλάβει η αστυνομία», δήλωσε ο φον Αρβανιτόπουλος, προκαλώντας δυσάρεστους συνειρμούς στους εραστές της αστικής δημοκρατίας, καθότι η δήλωση έγινε την παραμονή της ημέρας τιμής και μνήμης της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
Η οργή του υπουργού Παιδείας είναι πλέον ακράτητη. Οχι, βεβαίως, από όψιμο ενδιαφέρον για τους φοιτητές και τις σπουδές, όπως θέλει να εμφανίζεται, τη στιγμή που η πολιτική τους έχει ξεπατώσει το δημόσιο Πανεπιστήμιο και έχει εξαθλιώσει τους νέους και τις οικογένειές τους. Αλλά γιατί η καθολική συνέχιση της απεργίας των διοικητικών υπάλληλων στα δυο μεγαλύτερα ιδρύματα της χώρας (ΕΚΠΑ και ΕΜΠ) εξελίσσεται υπό πρωτόγνωρους, για τον τελευταίο καιρό της επικράτησης της γενικευμένης ηττοπάθειας, όρους, στέλνοντας μηνύματα αντίστασης στην εργαζόμενη κοινωνία. Αγνόησε τη δικαστική απόφαση, βάσει της οποίας χαρακτηρίστηκε «παράνομη», και περιφρουρείται αποφασιστικά, ακυρώνοντας κάθε διαδικασία μέσα στο Πανεπιστήμιο, μεγιστοποιώντας την πίεση.
Το δόγμα «της μηδενικής ανοχής», που διακήρυξε ο Αρβανιτόπουλος, τρόμαξε και το πανεπιστημιακό κατεστημένο. Θα ήταν πολύ βαρύ να πάει στο Πανεπιστήμιο υπό τη συνοδεία της αστυνομίας. Ετσι, τα μέλη της Συγκλήτου του ΕΚΠΑ έθεσαν στη διάθεση του πρύτανη τις παραιτήσεις τους (την ίδια κίνηση έκαναν, μερικές μέρες μετά, και τα μέλη της Συγκλήτου του ΑΠΘ), ενώ από τους πανεπιστημιακούς ελάχιστοι τόλμησαν τη Δευτέρα να εμφανιστούν στις περιφρουρημένες από απεργούς και φοιτητές πύλες των ιδρυμάτων.
Στο κενό έπεσε και αυτή η απειλή του υπουργού που δεν τόλμησε να στείλει στα Πανεπιστήμια τα ΜΑΤ. Τη Δευτέρα προσέφυγε εκ νέου στην αστική δικαιοσύνη, για να εκμαιεύσει και πάλι δικαστική απόφαση σκοπιμότητας, ώστε να εφαρμοστεί ο νόμος του κνούτου. Και η νέα δικαστική απόφαση δεν απετέλεσε έκπληξη, αφού η αστική Δικαιοσύνη δρα πάντοτε διατεταγμένα όταν κρίνει εργατικούς και κοινωνικούς αγώνες. Επεσε όμως κι αυτή στο κενό. Ο Αρβανιτόπουλος εκτόξευσε νέες απειλές κατά απεργών και πανεπιστημιακών: «Με την απαράδεκτη απόφασή τους να συνεχίσουν με νέα 48ωρη απεργία οι διοικητικοί υπάλληλοι του ΕΚΠΑ, παραβιάζουν το Νόμο, γιατί δεν συμμορφώνονται με δικαστικές αποφάσεις, που έχουν ήδη κρίνει την απεργία τους παράνομη. Επίσης, η άρνηση της Συγκλήτου και του Πρύτανη να εφαρμόσουν το Νόμο και να ανοίξουν το Πανεπιστήμιο, τους καθιστά αποκλειστικά υπεύθυνους για την απώλεια του εξαμήνου. Η ευθύνη που αναλαμβάνουν είναι τεράστια».
Η κυβέρνηση και ο υπουργός Παιδείας είναι φανερά στριμωγμένοι. Γιατί έχουν «μπλέξει» με έναν πολύπλοκο χώρο, με ιστορία και χαρακτηριστικά αντίστασης στις αντιεκπαιδευτικές και φασίζουσες πολιτικές, στον οποίο ενυπάρχουν οι διοικητικοί υπάλληλοι, οι πανεπιστημιακοί και οι φοιτητές. Κάθε κομμάτι του χώρου αυτού έχει τους λόγους του που αντιστέκεται στα σχέδια της κυβέρνησης, όμως στο «διά ταύτα», και παρά τις αποκλίνουσες και διαφορετικές αντιστάσεις, εκείνο που αποτρέπεται είναι η πλήρης διάλυση του Πανεπιστήμιου. Ετσι, το υπουργείο Παιδείας δεν τολμά ακόμα να εφαρμόσει το φασιστικό μέτρο της επιστράτευσης, επειδή φοβάται ότι μπορεί να καταντήσει «κούφιο». Το προειδοποιητικό μήνυμα το έλαβε με την ανυπακοή στη δικαστική απόφαση, που χαρακτήριζε την απεργία παράνομη, και στην απόφαση του ΣτΕ, που απέρριψε την προσφυγή των διοικητικών για ασφαλιστικά μέτρα. Κυβέρνηση και υπουργείο φοβούνται ότι έτσι μπορεί να πυροδοτήσουν μαζικές και διάρκειας καταλήψεις από τους φοιτητές. Ηδη τελούν υπό κατάληψη οι έξι από τις εννέα σχολές του Πολυτεχνείου και αρκετές σχολές του ΕΚΠΑ, ενώ 48ωρες απεργίες κήρυξαν οι σύλλογοι των διοικητικών και σε άλλα ΑΕΙ.
Τις φιλότιμες προσπάθειες της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου να εμφανιστεί το καθεστώς της διαθεσιμότητας των διοικητικών υπάλληλων έγκυρο και βασισμένο πάνω σε σοβαρή μελέτη, έκαναν σκόνη τα στοιχεία, που προέκυψαν από τις λίστες των υπό διαθεσιμότητα υπάλληλων, που δημοσιοποίησε το ΑΣΕΠ. Ετσι, π.χ. στη Νομική Αθήνας, που διαθέτει 17 διοικητικούς, τίθενται σε διαθεσιμότητα οι 13, ενώ και στη Φιλοσοφική του ΕΚΠΑ γίνεται κυριολεκτικά σφαγή. Στην απόφαση του Συλλόγου Διδακτικού Προσωπικού της Σχολής αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Παρακολουθεί (ο Σύλλογος) με εντονότατη ανησυχία τη δραματική αποψίλωση της Σχολής από διοικητικό προσωπικό. Ενδεικτικά επισημαίνεται ότι –υπολογίζοντας μόνο τους υπαλλήλους που βγήκαν ήδη σε διαθεσιμότητα λόγω κατάργησης του κλάδου τους και εκείνους που τέθηκαν σε αργία εν αναμονή πειθαρχικού λόγω μη απογραφής– στη Γραμματεία του Τμήματος Γαλλικής Φιλολογίας (με 3.329 προπτυχιακούς φοιτητές, 72 μεταπτυχιακούς και 48 υποψήφιους διδάκτορες) απομένει ένας μόνο υπάλληλος. Ανάλογη δραματική κατάσταση θα δημιουργηθεί σε πολλά άλλα Τμήματα, που θα μείνουν είτε με έναν είτε και με κανέναν (!) υπάλληλο»!
Είναι φανερό ότι κανένα σχέδιο, καμιά «αξιολόγηση» δε γίνεται από την πλευρά του υπουργείου Παιδείας. Πρεμούρα τους είναι να κοπούν με το μαχαίρι οι συγκεκριμένοι αριθμοί εργαζόμενων, για τους οποίους έχουν δεσμευτεί στην τρόικα, αδιαφορώντας για τις ζωές των ανθρώπων, αδιαφορώντας για την Παιδεία. Η εργαζόμενη κοινωνία, η νεολαία, δεν πρέπει να πέσουν στην παγίδα κανενός είδους «αξιολόγησης» και επιλεκτικού, έστω, αποκεφαλισμού εργαζόμενων. Το δικαίωμα στη δουλειά, που στηρίζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, είναι αδιαπραγμάτευτο.
Ούτε, βεβαίως, να παραμυθια- στούν από τα εκβιαστικά διλήμματα των «χαμένων ακαδημαϊκών εξαμήνων», που εκτοξεύει το υπουργείο Παιδείας, όταν διαλύονται τα δημόσια Πανεπιστήμια, όταν χάνονται ανθρώπινες ζωές, είτε κυριολεκτικά είτε επειδή ευτελίζονται και απαξιώνονται. Η εργαζόμενη κοινωνία, τα παιδιά της που σπουδάζουν, ας κοιτάξουν γύρω τους. Χιλιάδες είναι οι άνεργοι, άπειροι οι νέοι επιστήμονες (ακόμα και γιατροί και μηχανικοί, τα επαγγέλματα της άλλοτε κοινωνικής καταξίωσης) που ξενιτεύονται, γιατί εδώ δεν έχουν μέλλον. Ας πετάξουν επιτέλους από πάνω τους τα βαρίδια του ατομικού βολέματος, που στο κάτω-κάτω σήμερα, κάτω από τη σιδερένια μπότα της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης, έχει καταντήσει απλά μια ψευδαίσθηση. Και ας προτάξουν το συλλογικό έναντι του ατομικού. Γιατί μόνο στη δύναμη της αλληλεγγύης, στη δύναμη του κοινού μαζικού αγώνα υπάρχει η ελπίδα της διεξόδου.