Καμαρώνουν το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το Πολυτεχνείο Κρήτης, το μεν πρώτο για την κατάταξή του σε υψηλές θέσεις της λίστας διεθνούς κατάταξης Πανεπιστημίων και το δεύτερο για τους επαίνους που δέχτηκε από τους εξωτερικούς αξιολογητές της Επιτροπής Εξωτερικών Εμπειρογνωμόνων για την έρευνα που διεξάγει.
Το ΑΠΘ, γιατί σύμφωνα με τη Διεθνή κατάταξη της QS για το 2016 ανήλθε στα 300 καλύτερα Πανεπιστήμια της παγκόσμιας κατάταξης (μεταξύ των 4.226 Πανεπιστημίων του κόσμου που εξετάζει η QS) σε 14 από τα 42 θεματικά-επιστημονικά πεδία (βαθμολογήθηκε σε 36 από τα 42), ενώ σε 5 από αυτά βρίσκεται μεταξύ των 200 κορυφαίων.
Ειδικότερα: Στις θέσεις 51-100 κατατάσσεται το ΑΠΘ στο πεδίο της Αρχαιολογίας, καθώς επίσης και στο πεδίο των Πολιτικών Μηχανικών, για τέταρτη μάλιστα συνεχή χρονιά. Στις θέσεις 101-150 βρίσκεται στις Επιστήμες του Περιβάλλοντος, ενώ στις θέσεις 151-200 στα πεδία της Γεωπονίας και της Δασολογίας, καθώς και στις Επιστήμες Γης και Θάλασσας.
Το δε Πολυτεχνείο Κρήτης γιατί η Εκθεση Εξωτερικής Αξιολόγησης αναφέρεται σε αυτό με τα εξής λόγια: «Η Ερευνα είναι βασική αποστολή του Πολυτεχνείου Κρήτης και ως αποτέλεσμα το Ιδρυμα παράγει μεγάλο όγκο ερευνητικών αποτελεσμάτων υψηλού επιπέδου. Το Πολυτεχνείο Κρήτης είναι ένα από τα πιο παραγωγικά πανεπιστήμια στην Ελλάδα στην έρευνα και μπορεί να συγκριθεί θετικά με αντίστοιχα πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Βορείου Αμερικής. Ο αριθμός των ερευνητικών προγραμμάτων που εκπονούνται στο Ιδρυμα υπερδιπλασιάστηκε από το 2012.» (η Εκθεση κοινοποιήθηκε στο Πολυτεχνείο Κρήτης από την Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας, ΑΔΙΠ).
Εξίσου θετικά είναι τα σχόλια της Επιτροπής Εξωτερικών Εμπειρογνωμόνων, που συνέταξε την Εκθεση, η οποία και αναφέρει: «Η Επιτροπή Εξωτερικών Εμπειρογνωμόνων κατατάσσει συνολικά το Πολυτεχνείο Κρήτης στην υψηλότερη δυνατή βαθμολογία, “Worthy of Merit''».
Πολλές φορές στο παρελθόν έχουμε αναφερθεί αναλυτικά στην κοροϊδία της διεθνούς κατάταξης των Πανεπιστημίων. Μιλάμε για κοροϊδία γιατί δεν είναι δυνατόν να γίνει μια κατάταξη για τα Πανεπιστήμια, που να λαμβάνει υπόψη της δεδομένα από έναν πολύ μεγάλο αριθμό ιδρυμάτων όλου του κόσμου, όπου υπάρχουν εντελώς διαφορετικά καθεστώτα λειτουργίας των Πανεπιστημίων, χωρίς αυτή να πέφτει σε σφάλματα.
Αναφέραμε επίσης ότι τα κριτήρια κατάταξης που παίρνονται υπόψη για να «μετρηθεί» η «ανταγωνιστικότητα» των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, είναι η συμμετοχή των αποφοίτων τους σε διεθνείς διαγωνισμούς, πόσοι από τους καθηγητές τους είναι καταξιωμένοι με βραβεία, πόσο «δημοφιλή» είναι τα ιδρύματα στους καθηγητές παγκοσμίως, δηλαδή αν μπορούν να τους προσελκύουν για δουλειά με παχυλούς μισθούς, σε ποιο βαθμό ικανοποιούν τα αιτήματα των καπιταλιστών, πόσο «καλούς» φοιτητές (με τον τρόπο που εννοεί ο καπιταλισμός το «καλός») διαθέτουν, αν έχουν μεγάλη παραγωγή «αποδοτικής» έρευνας (δηλαδή έρευνας κατά παραγγελία καπιταλιστικών επιχειρήσεων), αν έχουν δημιουργήσει παραρτήματα σε άλλες χώρες, κ.λπ.
Σημειώναμε πως όταν στην πρώτη κατάταξη (κατάταξη ARWU (Academic Ranking of World Universities) το κομβικό στοιχείο για τον καθορισμό των αποτελεσμάτων είναι τα βραβεία και στη δεύτερη (κατάταξη QS World University Rankings) το πόσοι σχετικά γνωστοί καθηγητές και εργοδότες ψήφισαν το κάθε ίδρυμα στα καλύτερα, αυτό που φαίνεται να μετράει πιο πολύ είναι το πόσο «δικτυωμένο» είναι το κάθε πανεπιστήμιο και όχι η ποιότητα των παρεχόμενων σπουδών. Γι’ αυτό και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι και οι δύο κατατάξεις (οι δημοφιλέστερες διεθνείς κατατάξεις) έχουν δεχθεί σκληρή κριτική.
Θα είμαστε αφελείς, βέβαια, αν υποστηρίζαμε ότι τα Πανεπιστήμια που βρίσκονται στις πρώτες θέσεις της κατάταξης είναι εκεί μόνο επειδή είναι δημοφιλή και έχουν τις κατάλληλες γνωριμίες. Σαφώς και παρέχουν σπουδές υψηλής ποιότητας.
Το βασανιστικό, όμως, ερώτημα που κάνουν αυτοί που τοποθετούνται από την πλευρά των λαϊκών συμφερόντων είναι τι κόστος έχουν αυτές οι σπουδές; Σε ποιους απευθύνονται; Σε παιδιά από τα φτωχολαϊκά στρώματα ή μόνο σε μια ελίτ από τους κόλπους της αστικής τάξης;
Είναι επίσης κατανοητό ότι αναπόφευκτα η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης γεννά την κατηγοριοποίηση των Πανεπιστημίων, την κατάταξη και «βαθμολόγησή» τους, έστω και μέσα στην ίδια την πανεπιστημιακή κοινότητα και την κοινωνία. Ειδικά η τελευταία -και εδώ αναφερόμαστε στην εργαζόμενη κοινωνία- εθίζεται να αποδέχεται αποτελέσματα, των οποίων τις προϋπάρχουσες διαδικασίες και τα κριτήρια αγνοεί, διαμορφώνοντας έτσι μια στρεβλή εικόνα για την ποιότητα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που φυσικά δεν έχει να κάνει σε τίποτε με τα δικά της ταξικά συμφέροντα.