Από τις 4 Ιούλη, σε άρθρο μας με τίτλο «Είτε σε ανάκαμψη με πληθωρισμό είτε λίγο πριν από μια βαθύτερη κρίση, το μάρμαρο πληρώνει το μόνιμο υποζύγιο η εργατική τάξη», εξηγούσαμε ότι έρχεται κύμα ανατιμήσεων σε εμπορεύματα διατροφής, καύσιμα, ακολουθούμενο από το κύμα ανατιμήσεων σε πρώτες ύλες της βιομηχανίας. Η αστική τάξη σπεύδει να μετακυλήσει το κόστος της υγειονομικής κρίσης στις πλάτες της εργατικής τάξης και το καταφέρνει άμεσα, αυξάνοντας τις τιμές των εμπορευμάτων, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο τα κέρδη από τη χασούρα που είχε όλο το χρονικό διάστημα, όταν μείωνε σημαντική την παραγωγή. Ανάμεσα στους κερδοσκόπους καπιταλιστές, βέβαια, βρίσκονται και όλοι όσοι κέρδιζαν έτσι κι αλλιώς, αλλά εκμεταλλεύονται το κύμα ανατιμήσεων προκειμένου να αυξήσουν κι άλλο τα κέρδη τους.
Μετά τον Μάρτη του 2020, η ζήτηση αρκετών εμπορευμάτων, από αυτοκίνητα μέχρι οικιακές συσκευές, έπεσε στα τάρταρα και αρκετά εργοστάσια αναγκάστηκαν να μειώσουν την παραγωγή τους. Η μειωμένη ζήτηση οδήγησε σε μια σημαντική έλλειψη πρώτων υλών (από σιδηρομετάλλευμα μέχρι χαλκό, χάλυβα και νικέλιο) και ενδιάμεσων εμπορευμάτων (π.χ. ημιαγωγών) στις αλυσίδες τροφοδοσίας του παραγωγικού κεφαλαίου, που περνούσε απαρατήρητη την περίοδο του λοκντάουν. Οι βασικοί παρασκευαστές των συγκεκριμένων εμπορευμάτων είχαν μειώσει σημαντικά την παραγωγή τους.
Με την επάνοδο από τα λοκντάουν και την εκρηκτική αύξηση της ζήτησης, οι τιμές των πρώτων υλών της βιομηχανίας άρχισαν να εκτινάσσονται. Θα περίμενε κανείς η αύξηση αυτή να καλύπτει τις απώλειες του τελευταίου χρόνου, πλην όμως, όπως δείξαμε, οι τιμές αυξήθηκαν ραγδαία και ξεπέρασαν τις μέγιστες της τελευταίας οχταετίας. Πλέον, η αύξηση των τιμών των πρώτων υλών και των καυσίμων μεταφέρεται στη βιομηχανία τροφίμων και ειδών κατανάλωσης.
H ποσοστιαία αύξηση του γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή (ετήσια αύξηση), όπως αποτιμάται κεντρικά από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, έφτασε στο 3% σε 19 χώρες της ΟΝΕ τον Αύγουστο, ξεπερνώντας το κατώφλι του 2% που θεωρείται το «ασφαλές» επίπεδο για την ευρωζώνη. Η τιμή είναι η μέγιστη της δεκαετίας και αναμένεται να αυξηθεί κι άλλο. Ηδη οι προβλέψεις για τη κεντρική ατμομηχανή της ΟΝΕ, τη Γερμανία, είναι 5% τους επόμενους μήνες. Σύμφωνα με τη Eurostat, οι αυξήσεις περιλαμβάνουν ενέργεια, τρόφιμα καθώς και βιομηχανικά εμπορεύματα. Ο δείκτης τιμών καταναλωτή περιλαμβάνει τιμές εμπορευμάτων και υπηρεσιών για έναν «μέσο πολίτη». Σε αυτό το σταθμισμένο καλάθι η αύξηση στην ενέργεια ξεπερνά το 15%.
Ενα 3% στο σταθμισμένο μέσο σημαίνει πάνω από 10% μηνιαία αύξηση σε βασικά καθημερινά εμπορεύματα διατροφής: γάλα, ψωμί, καφές, αλκοολούχα κ.ά.
Με την προοπτική να ενισχύσουν τις επενδύσεις στη βιομηχανία, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη, προκειμένου να ενισχύουν την ανάπτυξη της οικονομίας, οι κεντρικές τράπεζες εξαγοράζουν ομόλογα που διαθέτουν εμπορικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις, προσφέροντάς τους έκτακτη ρευστότητα. Ηδη τα επιτόκια δανεισμού ήταν χαμηλά στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές χώρες, οπότε με αυτή τη μέθοδο επιδιώκουν να τονώσουν περαιτέρω τη ρευστότητα. Τα χρήματα αυτά «τζογάρονται» μαζικά στο χρηματιστήριο, εκτινάσσοντας τις τιμές των μετοχών σε Ευρώπη και ΗΠΑ, λες και ξαφνικά ένα… τσουνάμι ανάπτυξης ακολουθεί την απότομη κάθοδο από το λοκντάουν.
Στις ΗΠΑ, όπου ο πληθωρισμός έχει ήδη κινηθεί ανοδικά και σταθεροποιηθεί σε αρκετά υψηλά επίπεδα, οι εκπρόσωποι της κεντρικής τράπεζας αναμένουν η ετήσια αύξηση του ΑΕΠ να κλείσει στο 7%, πλην όμως διστάζουν να σταματήσουν τα μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας. Οσο εύκολα αυξήθηκαν οι τιμές των μετοχών, άλλο τόσο εύκολα μπορούν να κατακρημνιστούν. Οι τιμές των προϊόντων του χρηματιστηρίου στις περισσότερες των περιπτώσεων αντανακλούν «υποσχέσεις» για το μερίδιο των παραγόμενων υπεραξιών στο μέλλον, όταν όμως η βιομηχανία ασθμαίνει, τα εμπορεύματα δεν πωλούνται και η υπεραξία δεν πραγματώνεται στην αγορά, τότε τα κέρδη (εμπορικά, βιομηχανικά, τραπεζικά κ.ο.κ) δεν εξασφαλίζονται και οι «υποσχέσεις» μένουν χωρίς αντίκρισμα. Τότε αρχίζει η κάθοδος που παρασέρνει και τις μελλοντικές πληρωμές και τις μελλοντικές παραδόσεις εμπορευμάτων και η πολλά υποσχόμενη καταγεγραμμένη αύξηση του ΑΕΠ αποδεικνύεται κι αυτή μια κακόγουστη φάρσα.
Σε Ευρώπη και ΗΠΑ η λογιστική αποτίμηση της αύξησης στο ΑΕΠ δεν ακολουθείται από αντίστοιχη σημαντική αύξηση θέσεων εργασίας, άρα και επενδύσεων στην παραγωγή. Στις ΗΠΑ ανέμεναν 750.000 νέες θέσεις εργασίας τον Αύγουστο και παρουσιάστηκαν μόνο 235.000. Πράγμα που σημαίνει ότι το ράλι στο χρηματιστήριο ενέχει τον κίνδυνο φούσκας. Στην περίπτωση που το κεφάλαιο δεν καταφέρει σε αυτές τις χώρες να αυξήσει σημαντικά τα κέρδη του, δεν αποκλείεται να είμαστε στα πρόθυρα μιας νέας σημαντικής διεθνούς οικονομικής ύφεσης ή και κρίσης, που με αυξημένο πληθωρισμό θα έχει καταστροφικές επιπτώσεις στα μισθωτά στρώματα και την εργατική τάξη.
Η εργατική τάξη σε Ευρώπη και ΗΠΑ ήδη πληρώνει την υγειονομική κρίση με ανεργία και μείωση των μεροκάματων. Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο ζοφερή με τον πληθωρισμό. Το μόνο εμπόρευμα του οποίου η τιμή δεν αυξάνεται είναι η εργατική δύναμη: το σύνολο των μυϊκών και εγκεφαλικών δεξιοτήτων-ικανοτήτων του εργάτη, που αξιοποιεί για να δουλεύει και να παράγει την υπεραξία που καρπώνεται το σύνολο της κεφαλαιοκρατίας (βιομήχανοι, έμποροι, τραπεζίτες, κτηματίες), παρότι οι μύες και εγκεφαλικές ίνες χρειάζονται τα ανατιμημένα τρόφιμα για να αναπαραχθούν.