Θυμόμαστε πολύ καλά, όταν άρχισαν τα λοκντάουν τον Μάρτη του 2020 στη δυτική Ευρώπη, ότι το πολιτικό προσωπικό της αστικής τάξης και οι αστοί οικονομολόγοι τόνιζαν πως η κρίση αυτή θα είναι προσωρινή και πως στο μέλλον, μετά την αποτελεσματική διαχείριση της πανδημίας, η οικονομία θα αρχίσει να αναπτύσσεται ραγδαία, απορροφώντας μαζικά κόσμο σε νέες θέσεις εργασίας.
Η ανάπτυξη, όμως, όπως παρουσιάζετασι στους δείκτες των επίσημων στατιστικών για την αύξηση του ΑΕΠ, είναι παραπλανητική και εκφράζει την άνοδο από μια κατακρημνισμένη θέση μετά την πανδημία, χωρίς ακόμη να έχει ξεπεράσει σημαντικά την κορυφή προ της πτώσης. Oι εξαγωγές, σε χώρες σαν την Γερμανία π.χ., ακόμη υπολείπονται των εξαγωγών προ της πανδημικής κρίσης. Η πραγματική ανάκαμψη είναι αναιμική και έρχεται μέσα από ένα σπιράλ ανόδου τιμών σε βασικά εμπορεύματα, που θα κάνουν τη ζωή της εργατικής τάξης δυσβάστακτη μεσοπρόθεσμα και στο μέλλον. Σίγουρα, πάντως, δεν θα επηρεάσουν την κερδοφορία των καπιταλιστών που σαν τάξη, ειδικά στις πιο αναπτυγμένες χώρες ευνοείται από τις ανατιμήσεις των εμπορευμάτων, αφού κερδίζουν διπλά, τόσο από τους καθηλωμένους μισθούς όσο και από την αύξηση των τιμών. Οι μισθοί δεν αυξήθηκαν πουθενά στο μέτρο που αυξήθηκαν οι τιμές, προσφέροντας τεράστια περιθώρια κερδοφορίας αυτή την περίοδο για όλους τους καπιταλιστές, από τη βιομηχανία και το εμπόριο μέχρι τις αγοραπωλησίες στο χρηματιστήριο, σε βάρος της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζόμενων μισθωτών στρωμάτων.
Μετά τον Μάρτη του 2020, σε όλο τον κόσμο σημαντικό τμήμα της βιομηχανικής παραγωγής μείωσε τις δραστηριότητές του, αφού οι αγορές καταναλωτικών αγαθών, από αυτοκίνητα μέχρι οικιακές και προσωπικές συσκευές (υπολογιστές, πλυντήρια, κουζίνες, κινητά κ.ο.κ), είχαν μειωθεί. Οι συνέπειες της συρρίκνωσης της ζήτησης ήταν να μειωθούν οι τιμές σε βασικές πρώτες ύλες (πετρέλαιο, μέταλλα), αλλά και σε τελικά εμπορεύματα της βιομηχανίας ειδών κατανάλωσης. Η μειωμένη ζήτηση οδήγησε σε μια σημαντική έλλειψη πρώτων υλών (από σιδηρομετάλλευμα μέχρι χαλκό, χάλυβα και νικέλιο) και ενδιάμεσων εμπορευμάτων (π.χ. ημιαγωγών) στις αλυσίδες τροφοδοσίας του παραγωγικού κεφαλαίου, που περνούσε απαρατήρητη την περίοδο του λοκντάουν. Οι βασικοί παρασκευαστές των συγκεκριμένων εμπορευμάτων είχαν μειώσει σημαντικά την παραγωγή τους. Δεν στοίβαζαν εμπορεύματα σε αποθήκες που δεν θα πωλούνταν άμεσα, διακινδυνεύοντας απώλειες στο μέλλον. Το ίδιο συνέβαινε με την εξόρυξη και επεξεργασία. Οι καπιταλιστές σε αυτούς τους κλάδους κινούνται, όπως σε κάθε κλάδο, με γνώμονα το μέγιστο κέρδος τους, όχι τις «γενικές» ανάγκες της κοινωνίας.
Με την επάνοδο από τα λοκντάουν και την εκρηκτική αύξηση της ζήτησης, οι τιμές αυτών των εμπορευμάτων άρχισαν να εκτινάσσονται. Θα περίμενε κανείς η αύξηση αυτή να καλύπτει τις απώλειες του τελευταίου χρόνου, πλην όμως οι τιμές αυξάνονται ραγδαία και ξεπερνούν τις μέγιστες της τελευταία οχταετίας.
Αρκετοί παρασκευαστές πρώτων υλών είτε άρχισαν να μεταφέρουν στις τιμές των εμπορευμάτων τους τις απώλειες από τα συμβόλαια που είχαν χάσει είτε άρχισαν να κερδοσκοπούν πάνω στην εκρηκτική ζήτηση των εμπορευμάτων τους τη στιγμή που η προσφορά διεθνώς ήταν μικρή [1]. Ο διεθνής καταμερισμός της εργασίας, που προέκυψε μετά τη λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση» και τη μεταφορά σημαντικού τμήματος της βιομηχανικής παραγωγής σε Κίνα, Ταϊβάν, Νότια Κορέα, ευνοεί την αύξηση των τιμών επειδή η ροή στις εφοδιαστικές αλυσίδες της βιομηχανίας της Δύσης δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στη ζήτηση στην αναπτυγμένη Δύση [2].
Ο αντίκτυπος ήταν άμεσος στην αυτοκινητοβιομηχανία των ΗΠΑ. Τέλη Μάρτ,η η Ford Motor ανακοίνωσε μείωση της παραγωγής της σε 8 εργοστάσια (6 στις ΗΠΑ) και απώλεια εσόδων 2,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων εντός του έτους, λόγω της έλλειψης ημιαγωγών [3]. Η παραγωγή των ημιαγωγών αναμένεται να φτάσει στο επίπεδο προ της πανδημίας το 2022 [4].
Η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ διατηρεί χαμηλό το βασικό επιτόκιο δανεισμού και εξαγοράζει ομόλογα από χαρτοφυλάκια εταιριών, προκειμένου να αυξήσει τη ρευστότητα στην οικονομία, θεωρώντας ότι το φαινόμενο του πληθωρισμού θα είναι παροδικό και στο τέλος οι μεγάλες επιχειρήσεις θα καταφέρουν να εξασφαλίσουν την κερδοφορία τους με νέες επενδύσεις και να ανακάμψει η οικονομία από την ύφεση. Ομως, με διατήρηση του επιτοκίου σε χαμηλά επίπεδα ευνοείται η κερδοσκοπία στην αγοραπωλησία μετοχών. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε εκτεταμένη κερδοσκοπία με αγοραπωλησία μετοχών στο χρηματιστήριο και συνεισφέρει στην πληθωριστική ανατίμηση βασικών εμπορευμάτων διατροφής που είναι χρηματιστηριακά προϊόντα, όπως χοιρινό και βοδινό κρέας, η τιμή των οποίων έχει εκτιναχθεί εν μέρει για λόγους που αφορούν και υπαρκτές δυσκολίες στην παραγωγή και την τροφοδοσία μετά το λοκντάουν.
Δεν φαίνεται πάντως ακόμη τόνωση της ρευστότητας που να μεταφέρεται σε σημαντικές επενδύσεις στην παραγωγή. Αντιθέτως, τα ελλείμματα των κυβερνήσεων αυξάνονται και τα κρατικά χρέη επίσης. Τα νομίσματα χάνουν αξία όταν μια ολοένα μεγαλύτερη ποσότητα στην κυκλοφορία αντιστοιχεί σε μικρότερη ποσότητα εμπορευμάτων. Ο μισθός, όμως, διατηρείται ίδιος ή μειώνεται και η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων καταρρέει.
Με τη σειρά τους, οι λεγόμενες «αναπτυσσόμενες» χώρες βλέπουν απειλητικά τις κινήσεις των ΗΠΑ. Το αποδυναμωμένο δολάριο ενισχύει τις εξαγωγές των ΗΠΑ σε βασικές τους αγορές. Πάνω από το μισό εμπόριο των ΗΠΑ γίνεται με «αναπτυσσόμενες» χώρες.
Η στάση της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ θυμίζει τη στάση της την τριετία 2005-2008, όταν διατηρούσε χαμηλά τα επιτόκια πριν από την κατάρρευση της οικονομίας, προκειμένου να τονώσει τις επενδύσεις. Μετά από στρες τεστ σε 23 βασικούς χρηματιστικούς κολοσσούς των ΗΠΑ, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ δήλωσε ότι αμερικανικές τράπεζες είναι πολύ καλύτερα προετοιμασμένες από την εποχή του 2008 για να αντιμετωπίσουν χρεοκοπίες δανειστών τους [5]. Οι συνθήκες, όμως, έχουν αλλάξει, όπως και οι απαιτήσεις.
Μια σειρά από μεγάλες επιχειρήσεις σε εμπόριο και βιομηχανία ήδη αδυνατούν να καλύψουν τις χρεωστικές τους υποχρεώσεις, να καταβάλλουν τόκους σε δάνεια κ.ο.κ. Το ποσοστό αυτό σε διάφορες ιμπεριαλιστικές χώρες κυμαίνεται από 15% έως 20% Στις ΗΠΑ, το ύψος του χρέους των εταιριών αυτών εκτιμάται σε 2.6 τρισεκατομμύρια δολάρια [6].
Επιπρόσθετα, μια σειρά από ιμπεριαλιστικές χώρες εμφανίζουν πια δημόσιο χρέος που ξεπερνά το 100% του ΑΕΠ τους, πράγμα που δεν συνέβαινε το 2008. Σε αυτές τις χώρες το διογκωμένο δημόσιο χρέος κρύβει πρώτα απ’ όλα την κρατική στήριξη σε μια σειρά από καπιταλιστικές επιχειρήσεις και μονοπώλια, που δέχτηκαν όλη την προηγούμενη δεκαετία άφθονη κρατική χρηματοδότηση για να αυξήσουν την κερδοφορία τους και να αντεπεξέλθουν στο διεθνή ανταγωνισμό, καθώς και στους βασικούς χρηματιστικούς τους κολοσσούς που εγγυώνται την εύρυθμη λειτουργία συνολικά της οικονομίας. Τέλος, θυμίζουμε ότι η οικονομία των βασικών καπιταλιστικών χωρών της Δύσης βρισκόταν ήδη σε αναιμική ανάπτυξη πριν από τον Μάρτη του 2020.
Μέσα σε δυο δεκαετίες η Κίνα μετατράπηκε σε δεύτερη οικονομία του πλανήτη και διεκδικεί και αυτή «ζωτικό χώρο» για τις επενδύσεις της, ανταγωνιζόμενη τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές χώρες της Δύσης. Οταν, όμως, ο κόσμος έχει ήδη μοιραστεί σε σφαίρες επιρροής, αυτό δεν μπορεί να γίνει «αναίμακτα». Η «παγκοσμιοποίηση» των ανοιχτών συνόρων προσκρούει πλέον στους προστατευτικούς δασμούς που ορθώνονται σαν οχυρά σε όλο τον πλανήτη. Στη περίπτωση που η διεθνής οικονομία βρεθεί σε κραχ, η κρίση του 2009 θα ωχριά.