Ο Π. Λαφαζάνης ανέθεσε στον εαυτό του το ρόλο του μεσάζοντα προς την εταιρία του αγωγού ΤΑΡ, αποδεικνύοντας τι εννοεί η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ όταν λέει ότι θα επιδιώξει συνεργασίες με το ξένο κεφάλαιο «προς όφελος της εθνικής οικονομίας». Τα μεγάλα λόγια περί καταγγελίας ή αναθεώρησης των αποικιοκρατικού τύπου συμβάσεων έχουν πάει περίπατο και το μόνο που διεκδικεί πλέον η «πρώτη φορά Αριστερά» είναι κάποια ψίχουλα προς όφελος του ντόπιου κεφαλαίου. Στην περίπτωση του ΤΑΡ, η σημερινή συγκυβέρνηση συνεχίζει την πολιτική της προηγούμενης, αδιαφορώντας για τις καταστροφικές επιπτώσεις που θα έχει το πέρασμα του αγωγού από τη χώρα μας και προσπαθώντας να «πουλήσει» τη δημιουργία μερικών πρόσκαιρων θέσεων εργασίας ως αντάλλαγμα.
Η αλληλογραφία μεταξύ Λαφαζάνη και Ατριλ (πρόεδρος της TAP AG) «μυρίζει» στήσιμο, όμως και ως αληθινή να τη θεωρήσουμε, αποκαλύπτει και πάλι μια σχέση νεοαποικιοκρατίας.
Στις 11 Μάη ο Λαφαζάνης εστειλε επιστολή στον Ατριλ, στην οποία του έγραφε ότι θεωρεί «αυτονόητο ότι θα προτιμήσετε και θα επιλέξετε, κατά κύριο λόγο, ελληνικές εταιρίες τόσο για την κατασκευή του αγωγού και των συναφών έργων, όσο και για την προμήθεια των υλικών που απαιτούνται». Σ’ ένα κρεσέντο ραγιαδισμού συνέχιζε: «Εκτιμούμε ότι μία τέτοια σας επιλογή θα συμβάλλει στην αποδοχή του Εργου από τις τοπικές κοινωνίες και θα εξασφαλίσει σε μεγάλο βαθμό την εμπιστοσύνη και την θετική στάση της κοινωνίας απέναντί του»!
Το πήγε, όμως, και παραπέρα. Σε μια περίοδο που ετοιμάζονται ν’ αυξήσουν το χαράτσι του ΦΠΑ, στραγγίζοντας ακόμη περισσότερο το ισχνό λαϊκό εισόδημα, ο Λαφαζάνης τάζει στο μονοπωλιακό όμιλο ειδικό καθεστώς μειωμένου ΦΠΑ! Η επιστολή του κατέληγε ως εξής: «Θέλουμε να σας διαβεβαιώσουμε ότι από την πλευρά μας θα εξετάσουμε θετικά το ζήτημα του ΦΠΑ, το οποίο έχει προβληθεί ως πιθανό συγκριτικό μειονέκτημα στην επιλογή Ελληνικών εταιριών, αν και οφείλουμε να πούμε ότι και από τη δική σας πλευρά χρειάζεται κατανόηση επί του θέματος».
Την επόμενη κιόλας μέρα (12 Μάη) ο Ατριλ είχε στείλει την απάντησή του, την οποία με καμάρι έδωσε στη δημοσιότητα ο Λαφαζάνης. Σ’ αυτή, αφού δήλωσε πως «εκτιμούμε ιδιαίτερα την υποστήριξη που λαμβάνουμε από την Ελληνική Κυβέρνηση και την ελληνική κοινότητα» και πως «ο ΤΑΠ εκτιμά πλήρως την ανησυχία σας σχετικά με την συμμετοχή ελληνικών εταιριών κατά τη διάρκεια κατασκευής του αγωγού και αναγνωρίζει τα οφέλη μιας τέτοιας συμμετοχής κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του έργου ΤΑΠ», διαβεβαιώνει ότι η εταιρία του «συνεχίζει να καταβάλλει σημαντικές προσπάθειες για να διασφαλίσει ότι η διαδικασία διαγωνισμού εμπεριέχει την αξία της τοπικής εμπειρίας και δεν κάνει διακρίσεις κατά των ελληνικών εταιριών», για να περιγράψει στη συνέχεια μια σειρά τυπικές διαδικασίες, όπως η ανακοίνωση των διαγωνισμών σε τοπικά Μέσα! Ο Ατριλ θεωρεί ότι τα μέτρα που εφάρμοσε σ’ αυτόν τον τομέα η εταιρία που διευθύνει «υπήρξαν αποτελεσματικά ως προς την παροχή κάθε ευκαιρίας στις ελληνικές εταιρίες για τη συμμετοχή τους στη διαγωνιστική διαδικασία» και σημειώνει ότι «η ενεργή μας ενασχόληση στο να φέρνουμε σε επαφή εν δυνάμει υπεργολάβους και εργολάβους (μέτρο 4) θα προωθήσει τη συμμετοχή ελληνικών εταιριών ως παρόχους υπεργολαβικών υπηρεσιών και/ή προϊόντων».
Ενώ ο Λαφαζάνης του έγραφε πως πρέπει να προτιμήσουν και να επιλέξουν «κατά κύριο λόγο ελληνικές εταιρίες», ο αρχιμάνατζερ της TAR AG του απάντησε ότι θα δώσει στις ελληνικές εταιρίες «ίσες ευκαιρίες» και με νόημα του υπενθύμιζε ότι το πολύ που μπορούν να προσδοκούν οι ελληνικές εταιρίες είναι οι υπεργολαβίες. Με αγέρωχο τρόπο ο Ατριλ προσπέρασε την προσφορά Λαφαζάνη για ειδικό καθεστώς ΦΠΑ, γράφοντας πως «παρότι ο ΦΠΑ έχει επίπτωση στις τιμές των προσφορών, η επίπτωση αυτή εκτιμάται ότι θα εξισορροπηθεί από τις φυσικές αποκλίσεις μεταξύ των προσφορών και το πλεονέκτημα της εγγύτητας στο εργοτάξιο (π.χ. μικρότερα κόστη μεταφοράς)», εκτιμώντας ότι το θέμα δε θα έχει «καμία αξιοσημείωτη επίπτωση στην ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εταιριών». Παρά ταύτα, κρατάει ανοιχτό το θέμα, εκτιμώντας «την δέσμευσή σας να συνεχίσετε να παρακολουθείτε το θέμα αυτό από την πλευρά της Ελληνικής Δημοκρατίας και φυσικά θα ανταποκριθούμε με ίση δέσμευση να συνεχίσουμε να διατηρούμε τις προσπάθειές μας να εξερευνούμε τρόπους να στηρίζουμε την ελληνική ανταγωνιστικότητα, σύμφωνα με την άριστη συνεργασία που έχουμε έως σήμερα».