Πάρτι βρυκολάκων
Η κυβέρνηση προσπαθεί να δημιουργήσει όρους μεγαλύτερης ανταγωνιστικότητας, προκειμένου «να φέρει επενδύσεις στην Ελλάδα». Αυτό ήταν το «ρεζουμέ» της ομιλίας του Γ. Παπανδρέου στην ολομέλεια της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβούλιου της Ευρώπης, στο Στρασβούργο την περασμένη Τρίτη. Θα μπορούσε –αλλά δεν το έκανε, για ευνόητους λόγους– να φέρει ως παράδειγμα δημιουργίας «ανταγωνιστικών συνθηκών» τη σύναψη του πενταετούς ομολογιακού δανείου του ελληνικού δημόσιου την προηγούμενη μέρα. Επιτόκιο σαν κι αυτό που εξασφάλισαν οι τράπεζες δε θα μπορούσαν να βρουν πουθενά αλλού. Η Ελλάδα αποτελεί πλέον παράδεισο για το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο, που ναι μεν δεν επενδύεται στην παραγωγή, επενδύεται όμως στην αγορά κρατικού χρέους.
Πανηγυρική ανακοίνωση εξέδωσε τη Δευτέρα ο Γ. Παπακωνσταντίνου, αμέσως μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας διάθεσης του πενταετούς ομολογιακού δανείου. Αποδείχτηκε –είπε– η «εμπιστοσύνη των επενδυτών στην Ελληνική Οικονομία» και καταδείχτηκε η «δυνατότητα απρόσκοπτης υλοποίησης του προγράμματος δανεισμού για το 2010», ενώ το «αυξημένο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους» υπογραμμίζει την «αναγκαιότητα αποκατάστασης της αξιοπιστίας και εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών».
Σε απλά ελληνικά, αυτό μεταφράζεται ως εξής: Το ότι μας δανείζουν σημαίνει ότι μας θεωρούν αξιόπιστους. Βέβαια, μας παίρνουν… κάτι παραπάνω, αλλά γι’ αυτό δεν φταίνε αυτοί, φταίμε εμείς. Να σφίξουμε το ζωνάρι, λοιπόν, μπας και στο μέλλον μας δανείζουν με κάπως χαμηλότερο επιτόκιο! Μονά-ζυγά δικά τους, δηλαδή. Και στους τραπεζίτες θα ξεβρακώνονται και τον ελληνικό λαό θα στύβουν. Ας δούμε, όμως, πώς στήθηκε και αυτό το πάρτι των βρυκολάκων.
Το δάνειο ήταν κοινοπρακτικό. Δηλαδή, η κυβέρνηση είχε αναθέσει εκ των προτέρων την έκδοση στις τράπεζες Εθνική, Eurobank, Credit Suisse, Deutsche Bank, Goldman Sachs και Morgan Stanley. Αυτές θα αγόραζαν το κρατικό ομόλογο, για λογαριασμό τους και για λογαριασμό των πελατών τους, που είναι μεγαλοραντιέρηδες του εσωτερικού και του εξωτερικού. Και ξαφνικά, εκεί που κατακλυζόμασταν από δημοσιεύματα στα διεθνή έντυπα του χρηματιστικού κεφάλαιου, σύμφωνα με τα οποία η ελληνική οικονομία είναι υπό κατάρρευση και το ελληνικό κράτος μάλλον θα πεταχτεί έξω από την ΟΝΕ και το ευρώ, η κοινοπραξία των τραπεζών εμφανίστηκε έτοιμη να προσφέρει στο ελληνικό κράτος 25 δισ. ευρώ, ποσό που ξεπερνά το 10% του ελληνικού ΑΕΠ!
Φαίνεται πως οι τραπεζίτες τρελάθηκαν και έδειξαν διατεθειμένοι να δανείσουν μ’ ένα τόσο μεγάλο ποσό ένα υπό κατάρρευση κράτος! Τρελάθηκαν και αποφάσισαν να ρισκάρουν τα κεφάλαιά τους! Μια ματιά στο επιτόκιο, βέβαια, δείχνει ότι όχι μόνο δεν τρελάθηκαν, αλλά ότι προσπάθησαν ν’ αρπάξουν την ευκαιρία από τα μαλλιά. Το επιτόκιο του πενταετούς ομόλογου διαμορφώθηκε στο εξωφρενικό ύψος του 6,2%, δηλαδή τρείς και πλέον εκατοστιαίες μονάδες πάνω από το ύψος που δανείζεται η Γερμανία (και τα άλλα ιμπεριαλιστικά κράτη της ευρωζώνης)! Τελικά, η κυβέρνηση δεν δανείστηκε όσα προσφέρθηκαν να της δανείσουν οι… φιλέλληνες τραπεζίτες. Δανείστηκε 8 δισ. ευρώ και θα περιμένει τις επόμενες μέρες μπας και πέσει λίγο το επιτόκιο για να υπογράψει νέο ομολογιακό δάνειο (γίνεται λόγος για δεκαετές).
Την ίδια μέρα, η Κομισιόν ανακοίνωσε (τυπικό ήταν) την παράταση μέχρι τον Ιούνη του 2010 των ρυθμίσεων βάσει των οποίων δόθηκε το «πακέτο στήριξης» των 28 δισ. ευρώ προς τις τράπεζες. Δηλαδή, οι τράπεζες θα εξακολουθούν να απολαμβάνουν κεφάλαια και εγγυήσεις του ελληνικού κράτους, προκειμένου να δανείζουν το κράτος με εξωφρενικά επιτόκια. Μια τράπεζα δανείζει το ελληνικό κράτος με 6,2%, παίρνει το κρατικό ομόλογο, το καταθέτει ως εγγύηση στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και δανείζεται απ’ αυτή με επιτόκιο 1%! Δηλαδή, τα ομόλογα του ελληνικού κράτους γίνονται ένα καταπληκτικό εργαλείο για να βγάζουν οι τράπεζες έναν «αέρα» πάνω από 5%. Σίγουρα λεφτά και εγγυημένα, αφού η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ (όπως έκανε και η προκάτοχός της) στύβει τον ελληνικό λαό για να εγγυηθεί στους μεγαλοραντιέρηδες τα υπερκέρδη τους.
Ιδού τώρα και μερικές… αφελείς σκέψεις. Γιατί η ΕΚΤ, που διαθέτει ρευστότητα και στηρίζει τις τράπεζες, κρατώντας το επιτόκιό της στο 1%, δεν δανείζει κατευθείαν τα κράτη με το ίδιο επιτόκιο, ώστε να μειώσουν τις δαπάνες και να κλείσουν τα ελλείμματά τους; Το ελληνικό κράτος, που τόσο γενναιόδωρα έσπευσε πριν από ενάμισι περίπου χρόνο να στηρίξει τις ελληνικές τράπεζες με το «πακέτο» των 28 δισ. ευρώ (ζεστό χρήμα και εγγυήσεις), δεν τις υποχρεώνει τώρα να το δανείσουν με ένα επιτόκιο ίδιο μ’ αυτό που δανείζεται το γερμανικό κράτος, αλλά τους επιτρέπει να κάνουν κοινοπραξίες με ξένες τράπεζες και να κερδοσκοπούν ασύστολα με επιτόκια έξι φορές πάνω από το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ και διπλάσιο απ’ αυτό που δανείζεται το γερμανικό δημόσιο; Γιατί δεν τους δεσμεύει τα κεφάλαια, όπως επί δεκαετίες δέσμευε τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων, μέχρι που τα εξαφάνισε;
Τα ερωτήματα αυτά θα μπορούσε να τα διατυπώσει και ένας πρωτοετής οικονομικής σχολής, όμως οι απαντήσεις δεν ανάγονται στη σφαίρα των οικονομικών επιστημών, αλλά στη σφαίρα της πολιτικής. Προϋποθέτουν ότι θα θιγούν τα άγια των αγίων του καπιταλισμού. Οι τράπεζες είναι η κορωνίδα του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Είναι τα όργανα που διαχειρίζονται το χρηματιστικό κεφάλαιο. Οταν εκδηλώθηκε η τρέχουσα παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού, που ξεκίνησε ως χρηματοπιστωτική κρίση, τα αστικά κράτη σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης έσπευσαν να στηρίξουν τις τράπεζες. Κι όταν αυτές στηρίχτηκαν επαρκώς, άρχισαν να ξεζουμίζουν τα αστικά κράτη, που αναγκάζονται να δανείζονται για να καλύψουν τρέχουσες ανάγκες και δημοσιονομικά ελλείμματα, τα οποία φούσκωσαν και εξαιτίας των «πακέτων» στήριξης των τραπεζών. Και ποιος πληρώνει το μάρμαρο; Οι εργαζόμενες μάζες, που υποβάλλονται σε πιο σκληρή φορολογία, ενώ παράλληλα στερούνται κρατικές κοινωνικές παροχές. Τα κράτη είναι ο καλύτερος πελάτης των τραπεζών, ο πιο αξιόπιστος, ο πιο κιμπάρης στις πληρωμές. Στα κρατικά χρεόγραφα που εκδίδονται επενδύεται μεγάλο μέρος του λιμνάζοντος κεφάλαιου. Ιδιαίτερα σήμερα, που η κρίση δεν επιτρέπει επενδύσεις στην παραγωγή (βασικά λόγω της πτώσης της καταναλωτικής δυνατότητας των πλατιών εργαζόμενων μαζών, που δημιουργεί αλυσιδωτές αντιδράσεις), το χρηματιστικό κεφάλαιο γίνεται ακόμη πιο παρασιτικό και τα κρατικά χρεόγραφα γίνονται η κύρια πηγή άντλησης ανώτατου κέρδους.
Οι κυβερνήσεις δεν αμφισβητούν αυτή τη λειτουργία, γιατί θα αμφισβητούσαν τα άγια των αγίων του καπιταλισμού. Προσπαθούν μόνο να διαπραγματευθούν τα επιτόκια, χωρίς να αμφισβητούν τους κανόνες της καπιταλιστικής αγοράς ακόμα και όταν το χρηματιστικό κεφάλαιο κυριολεκτικά γδύνει τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Συμπέρασμα; Η διέξοδος μπορεί να είναι μόνο επαναστατική.








