Αύριο θα συνέλθει το Συμβούλιο Εφετών Λαμίας για να εκδικάσει την έφεση που άσκησε ο Δημήτρης Κουφοντίνας κατά του 187/30-11-2021 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας, με το οποίο απορρίφθηκε η αίτησή του να του χορηγηθεί απόλυση υπό όρο. Ο Δημήτρης Κουφοντίνας έχει και τις τυπικές και τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για να αποφυλακιστεί, όμως η κυβέρνηση Μητσοτάκη και ο δικαστικός μηχανισμός στη Λαμία έχουν άλλη άποψη.
Συμπληρωματικά στα όσα γράψαμε προ ημερών (Το μεσαιωνικό «Δίκαιο του εχθρού» υπερτερεί του νόμου), δημοσιεύουμε σήμερα και μια αυστηρά νομική ανάλυση, από την οποία φαίνεται καθαρά ο εκτρωματικός χαρακτήρας της κατάστασης εξαίρεσης η οποία εφαρμόζεται στην περίπτωση του Δημήτρη Κουφοντίνα, επιβεβαιώνοντας ότι αυτοί που τον δίκασαν σαν παραβάτη «του κοινού ποινικού δικαίου», τον αντιμετωπίζουν ως πολιτικό κρατούμενο, εφαρμόζοντας στην αντιμετώπισή του όχι το ισχύον Ποινικό Δίκαιο αλλά το μεσαιωνικό «Δίκαιο του Εχθρού».
Contra legem
Η Πρόταση του/της ανώνυμου/ανώνυμης Εισαγγελέα Λαμίας (χωρίς μάλιστα να μνημονεύεται καν αν πρόκειται για Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ή Εφετών, έστω για τυπικούς λόγους) επιδεικνύει μία ακατανόητη και ανεξήγητη de lege lata εμμονή στην εκτρωματική Πρόταση της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Λαμίας κ. Αγορής Παπακώστα, σηματοδοτώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μία άκρως επικίνδυνη ολίσθηση προς ένα Ποινικό Δίκαιο διαπνεόμενο από αξιολογικά και εξωνομικά κριτήρια. Τα σαθρά διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω Εισαγγελική Πρόταση «νομικά» επιχειρήματα δεν επιδέχονται ιδιαίτερης κριτικής, καθώς έχουν αντικρουστεί εκτενώς στην πρότερη ανάλυσή μας, επανερχόμαστε όμως για να σχολιάσουμε ορισμένα σημεία που χρήζουν επισήμανσης, υπενθυμίζοντας και ορισμένα ουσιώδη ζητήματα.
Αρχικώς, ο/η Εισαγγελέας επαναλαμβάνει τα επιχειρήματα της Εισαγγελέως Παπακώστα και διατείνεται πως στο προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς (προ της θέσπισης του Ν. 4619/2019) υφίστατο νομοθετικό κενό ως προς την απόλυση υπό όρο πολυισοβιτών, καθώς «δεν προέβλεπαν ρητά τη δυνατότητα χορήγησης απόλυσης υπό όρο στον κατάδικο που εκτίει περισσότερες της μίας ποινές ισόβιας κάθειρξης». Μάλιστα, προβαίνει στη διαπίστωση ότι «Εφόσον όμως δεν την απαγόρευαν αποτέλεσαν τη νομική βάση ώστε η νομολογία να δεχθεί την ύπαρξη της παραπάνω δυνατότητας, πράγμα που πρακτικά σήμαινε ότι ένας κατάδικος που εξέτιε περισσότερες της μίας ποινές ισόβιας κάθειρξης -όσες και αν ήταν αυτές- θα μπορούσε να τύχει απόλυσης υπό όρο εάν είχε εκτίσει με ευεργετικό υπολογισμό 25 χρόνια ποινής, ενώ λόγω του προεκτεθέντος νομοθετικού κενού αναφορικά με τον ελάχιστο χρόνο παραμονής στο σωφρονιστικό κατάστημα επικράτησε στη νομολογία η άποψη ότι σε περίπτωση ύπαρξης πλειόνων ποινών ισόβιας κάθειρξης απαιτούνταν πραγματική έκτιση δεκαεννέα ετών…».
Εξ αρχής ο/η Εισαγγελέας ομολογεί εμμέσως ότι υφίστατο ρητό νομοθετικό έρεισμα, το οποίο ήταν οι διατάξεις του άρθρου 105 παράγραφοι 4 και 6 του Παλαιού Ποινικού Κώδικα. Του νόμου μη διακρίνοντος, οι περιπτώσεις καταδικασθέντων σε ισόβια κάθειρξη -είτε επρόκειτο για μία ποινή ισόβιας κάθειρξης είτε για πλείονες- διέποντο από το άρθρο 105 παράγραφος 4 Π.Π.Κ. στο πεδίο της απόλυσης υπό όρους, σε συνδυασμό με την παράγραφο 6 του αυτού άρθρου. Προς επίρρωση τούτου, επικαλούμαστε έτι μία φορά την Α.Π. 1001/2019 (ΣΤ΄ Τμήμα, σε Συμβούλιο, Τ.Ν.Π. Νόμος) δυνάμει της οποίας: «Έτσι, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Βόλου, με το ως άνω Βούλευμά του (93/2019) έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν οι τυπικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση τακτικής άδειας στον ως άνω κρατούμενο, δεχόμενο ότι δεν μπορεί να χορηγηθεί άδεια σε κρατούμενο που εκτίει άνω της μίας ποινές ισόβιας κάθειρξης, διότι ο νομοθέτης στο άρθρο 55 παρ. 1 άνω Σ.Κ. αναφέρεται σε “ποινή” και όχι σε “ποινές” ισόβιας κάθειρξης. Η θέση αυτή του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου, η οποία φαίνεται να εδράζεται στη γραμματική διατύπωση του συγκεκριμένου άρθρου, είναι εσφαλμένη σύμφωνα και με όσα σχετικώς εξετέθησαν στις αρχικές σκέψεις της παρούσας αποφάσεως, καθώς πρέπει να σημειωθεί ότι ο νομοθέτης, στο αφηρημένο επίπεδο της κατάστρωσης διάταξης νόμου, χρησιμοποιεί πάντοτε τον ενικό αριθμό, χωρίς αυτό να υποδηλώνει ότι η εφαρμογή του εξαντλείται στην άπαξ πραγμάτωση του σχετικού κανόνα.».
Προς αντίκρουση των ισχυρισμών περί μη απαγόρευσης, δέον όπως αναφερθεί ότι στο προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς υφίστατο ρητό χρονικό σημείο έκτισης της ποινής, στο οποίο ο καταδικασθείς/η καταδικασθείσα εδύνατο να υποβάλλει αίτηση για απόλυση υπό όρους, ήτοι δυνάμει του άρθρου 105 παράγραφος 6 του Παλαιού Ποινικού Κώδικα ορίζετο -μεταξύ άλλων- ότι «Προκειμένου για ποινές κάθειρξης δεν μπορεί να χορηγηθεί πάντως στον κατάδικο η υφ’ όρον απόλυση, αν δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με το ένα τρίτο της ποινής που του επιβλήθηκε και, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, δεκαπέντε (15) έτη. Το χρονικό διάστημα του ενός τρίτου ή, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, των δεκαπέντε (15) ετών, προσαυξάνεται κατά τα δύο πέμπτα των λοιπών ποινών που τυχόν έχουν επιβληθεί, στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει δεκαεννέα (19) έτη.». Επομένως, ο νομοθέτης ανεξαρτήτως των επιβληθεισών ποινών είχε θέσει ως όριο παραμονής στο σωφρονιστικό κατάστημα τα δεκαεννέα (19) έτη, μετά την πάροδο του οποίου ο/η καταδικασθείς/καταδικασθείσα πληρούσε τις τυπικές προϋποθέσεις για απόλυση υπό όρους.
Ο νομοθέτης μπορεί μεν να εκφράστηκε ρητά -με διάφορο του μέχρι πρότινος ισχύοντος- τρόπο για το ζήτημα της απόλυσης υπό όρους σε καταδικασθέντες σε πλείονες ποινές ισόβιας κάθειρξης με τον Νέο Ποινικό Κώδικα, εξ ίσου όμως ρητά είχε εκφραστεί και στον Παλαιό Ποινικό Κώδικα, θέτοντας ως όριο για την υποβολή αίτησης για υφ’ όρον απόλυση τα δεκαεννέα (19) έτη πραγματικής κράτησης. Καθίσταται πασίδηλο -έτι μία φορά- ότι η απόλυση υπό όρο καταδικασθέντος σε πλείονες ποινές ισόβιας κάθειρξης δεν πραγματοποιείτο επί τη βάσει κάποιας νομολογιακής κατασκευής, αλλά εν πάση περιπτώσει λόγω των ορίων που ετίθεντο στη διάταξη του άρθρου 105 παράγραφος 6 Π.Π.Κ., σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 105 παράγραφος 4 Π.Π.Κ. Εξ ού και ουδεμία αμφιβολία καταλείπεται ότι κανένα κενό νόμου δεν υφίσταται, συνεπεία της εναργούς νομοθετικής πρόβλεψης. Λεκτέον δε ότι μόνο το γεγονός της μεταβολής των νομοθετικών σταθμίσεων περί ελάχιστου εκτιτέου χρονικού διαστήματος εν περιπτώσει πλειόνων ποινών ισόβιας κάθειρξης -και αύξησής του στα είκοσι πέντε (25) έτη-, δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου την έλλειψη σχετικής πρόβλεψης κατά το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς.
Προς επίρρωση τούτου, παρατίθεται το κάτωθι χωρίο (Σ. Παύλου/Κ. Κοσμάτος, «Οι κυρώσεις στον νέο Ποινικό Κώδικα», Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., 2020, σελ. 234-235): «Ως εκ τούτου, στο πεδίο της έκτισης της ποινής θα κριθούν in concreto για κάθε κατηγορούμενο οι ειδικότερες και οι πιο ευμενείς διατάξεις που θα εφαρμοστούν. Στο πλαίσιο αυτό, για κατηγορούμενους που τέλεσαν έγκλημα πριν την 1-7-2019 είναι εφαρμοστέες: … γ) οι διατάξεις του άρθρου 105 παρ. 6 του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα, σε περίπτωση που συντρέχουν σωρευτικά και άλλες ποινές καθώς και πολλαπλές ποινές ισόβιας κάθειρξης, καθώς υπό το παλαιότερο καθεστώς απαιτούνταν να έχουν εκτιθεί πραγματικά δεκαεννέα έτη (και όχι είκοσι ή είκοσι πέντε που προβλέπει η διάταξη του ισχύοντος άρθρου 105Β παρ. 6 ΠΚ)».
Ήδη από τη γραμματική διατύπωση του ως άνω χωρίου καθίσταται σαφές ότι η απόλυση υπό όρους για καταδικασθέντες σε πλείονες ποινές ισόβιας κάθειρξης, κατά τον Παλαιό Ποινικό Κώδικα πραγματοποιείτο επί τη βάσει ρητής διάταξης, ήτοι εν πάση περιπτώσει του άρθρου 105 παράγραφος 6 Π.Π.Κ. Σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 105 παράγραφος 4 Π.Π.Κ., καθίσταται πασίδηλο πως βάσει του Παλαιού Ποινικού Κώδικα ο καταδικασθείς σε πλείονες ποινές ισόβιας κάθειρξης δύναται να απολυθεί μετά από δεκαεννέα (19) έτη πραγματικής έκτισης, εφόσον με ευεργετικό υπολογισμό έχει εκτίσει είκοσι πέντε (25) έτη.
Συνακολούθως, η διάταξη του άρθρου 105Β παρ. 6 Ν.Π.Κ. αναφορικά με τους καταδικασθέντες σε πλείονες ποινές ισόβιας κάθειρξης κρίνεται ως δυσμενέστερη, όπως επιβεβαιώνεται και από την Καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ. Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι (Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Ν. Μπιτζιλέκης, Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, «Δίκαιο των Ποινικών Κυρώσεων», Νομική Βιβλιοθήκη, 2020, 3η έκδοση, σελ. 620). Εξ ού και οι γλωσσικές ακροβασίες του/της ανώνυμου Εισαγγελέως περί έλλειψης απαγόρευσης, φαντάζουν ως μία απέλπιδα προσπάθεια δικαιολόγησης μίας contra legem και contra rationem Εισαγγελικής Πρότασης, η οποία ωστόσο δεν πείθει ούτε πρωτοετή φοιτητή Νομικής.
Άλλωστε, όπως έχει πολύ εύστοχα παρατηρηθεί (Χ. Νάιντος, Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών, Ειδικός Επιστήμονας Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ., «Η αναδρομική ισχύς του ηπιότερου για τον κατηγορούμενο νόμου και η μεταβατική διάταξη του άρθρου 465 εδ. α΄ ΠΚ», Ποινικά Χρονικά, 2020, Τεύχος 1, σελ. 63 επ.): «Από την άλλη πλευρά, η σύγκριση δεν πρέπει να γίνεται με πολυδιάσπαση των επιλογών του νομοθέτη, καθώς κάτι τέτοιο θα συνιστούσε παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών (λειτουργιών) (άρθρα 26, 73 επ., 87 επ. Σ), με την κατασκευή από το δικαστή νομοθετικών ρυθμίσεων που δεν μπορούσε να προβλέψει ο νομοθέτης.», ως επίσης και: «Ιδιαίτερα στο χώρο της υφ’ όρον απόλυσης καθίσταται εναργές αυτό που και από τη διάταξη του άρθρου 465α ΠΚ συνάγεται, όπως ήδη αναφέρθηκε, ότι δηλαδή οι ρυθμίσεις της υφ’ όρον απόλυσης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τις συγκρίσεις διαχρονικού δικαίου ως ενιαία ρυθμιστικά σύνολα για λόγους συστηματικής ενότητας κι όχι να εφαρμόζονται αποσπασματικά επιμέρους μόνο ρυθμίσεις τους για τη δημιουργία ενός νέου διαφορετικού θεσμικού πλαισίου για τον κάθε κρατούμενο. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι οι ρυθμίσεις για την ανάκληση και την άρση της υφ’ όρον απόλυσης, σε αντίθεση με τις διατάξεις περί αναστολής της ποινής, παρέμειναν ίδιες στο νέο Κώδικα (άρθρα 107 και 108 ΠΚ). Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει κανείς και με βάση τη σύμφωνη με την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών ερμηνεία του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, υπό την έννοια ότι για τη χορήγηση της υφ’ όρον απόλυσης θα συγκριθεί η παλαιά διάταξη του άρθρου 105 ΠΚ με τη νέα του άρθρου 105Β ΠΚ κι όχι επιμέρους εδάφια των παραπάνω άρθρων. Η υφ’ όρον απόλυση και η υφ’ όρον απόλυση με κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση πρέπει να χορηγείται σε κατάδικους που τη δικαιούνται είτε υπό το ισχύον, είτε υπό το προϊσχύσαν θεσμικό πλαίσιο κι όχι με συνδυασμό των ρυθμίσεών τους, επιλογή η οποία θα ήταν αντισυνταγματική με βάση την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών.».
Επομένως, ληφθέντων υπ’ όψιν των άνωθι γραφέντων, κρίσιμο μέγεθος παρίσταται η in concreto ευμενέστερη για τον καταδικασθέντα διάταξη, δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 1 Ν.Π.Κ. Επί του θέματος, παραπέμπουμε στην προγενέστερη ανάλυσή μας, ως εκ περισσού δε, παραθέτουμε τα κάτωθι χωρία (Γ. Ναζίρης, «Ζητήματα διαχρονικού δικαίου που απορρέουν από την εφαρμογή των διατάξεων του νέου Ποινικού Κώδικα, Μέρος Α΄», Ποινική Δικαιοσύνη, 2020, Τεύχος 1, σελ. 8 επ.): «ΙΙ. Για την εφαρμογή της ευμενέστερης διάταξης in concreto οφείλει κανείς να εκκινήσει από τα πραγματικά περιστατικά της συγκεκριμένης περίπτωσης, υπάγοντάς τα διαδοχικά στις διατάξεις που θεμελιώνουν ή αποκλείουν το αξιόποινο πριν και μετά τη νομοθετική μεταβολή. Δεν αποκλείεται μία διάταξη να είναι κατά περίπτωση ευμενέστερη ή δυσμενέστερη ανάλογα με τον δράστη, τον χρόνο που διέδραμε από την τέλεση της πράξης, κ.ο.κ., ενώ είναι πιθανό να εφαρμόζεται διαφορετική διάταξη σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας, εφόσον έχουν μεταβληθεί κρίσιμες παράμετροι της υπόθεσης.», ως επίσης και «IV) Δύο διατάξεις θα πρέπει να συγκρίνονται στη βάση των άμεσων συνεπειών που συνεπάγεται η εφαρμογή τους και όχι με αναγωγή σε έμμεσες, μελλοντικές συνέπειες που μπορεί να επέλθουν από την εφαρμογή τους (ιδίως μάλιστα όταν είναι αβέβαιη η επέλευση αυτών των συνεπειών.».
Επομένως, σε συνδυασμό με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 465 Ν.Π.Κ., ιδωμένη υπό το πρίσμα του lex mitior, καθίσταται σαφές ότι εφαρμόζεται το άρθρο 105 Π.Π.Κ. και δη οι παράγραφοι 4 και 6 αυτού.
Επιπλέον, εφόσον μεσολάβησε τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα, και μάλιστα στα επίμαχα άρθρα υπ’ αριθμούς 105Β και 465 Π.Κ., με τον Ν. 4855/2021, ευλόγως ανακύπτει το ερώτημα πώς καθίσταται δυνατόν η αρμόδια Επιτροπή Παρακολούθησης νέου Π.Κ. και Κ.Π.Δ. να μη διέγνωσε τα προβλήματα που μόνη η Εισαγγελέας Παπακώστα και ο/η ανώνυμος Εισαγγελέας έχουν διαγνώσει, προκειμένου να επιλύσουν αυθεντικά διά διάταξης νόμου τα εγερθέντα ζητήματα ή εν πάση περιπτώσει να προβούν σε νύξη επί της Αιτιολογικής Έκθεσης του ως άνω Νόμου;
Μάλιστα, ο/η Εισαγγελέας επικρίνει την ανωτέρω υποστηριζόμενη (μεταξύ άλλων και από Καθηγητές Νομικών Σχολών, όλως ενδεικτικώς του Καθηγητή Ποινικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης Στέφανου Παύλου και του Επίκουρου Καθηγητή στην αυτή Σχολή Κωνσταντίνου Κοσμάτου) άποψη, καθώς «Η υιοθέτηση μιας τέτοιας δικαιοπολιτικά απαράδεκτης άποψης εκτός του γεγονότος ότι αναιρεί το διατακτικό της εκτελούμενης καταδικαστικής απόφασης, που επέβαλε περισσότερες της μίας ποινές ισόβιας κάθειρξης, αντίκειται στους σκοπούς της γενικής και ειδικής πρόληψης του εγκλήματος, που διέπουν διαχρονικά το δίκαιο εκτέλεσης των ποινών, στο οποίο καθιερώνεται η διαβάθμιση των απαιτούμενων χρονικών ορίων και πλαισίων πραγματικής και ευεργετικής έκτισης των ποινών ανάλογα με το είδος και το ύψος τους και με παντοτινό γνώμονα την εγκληματοπροληπτική-προστατευτική για τα έννομα αγαθά λειτουργία του ποινικού δικαίου.».
Ο/Η ανώνυμος Εισαγγελέας -εμμέσως πλην σαφώς- χαρακτηρίζει ως εσφαλμένες τις δικαιοπολιτικές επιλογές του νομοθέτη, ως είχαν αποτυπωθεί στο άρθρο 105 παράγραφοι 4 και 6 του Παλαιού Ποινικού Κώδικα, αλλά και την αποκρυσταλλωθείσα πάγια νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων. Ωστόσο, ουδαμώς εναπόκειται στον/στην εκάστοτε Εισαγγελέα να κρίνει βάσει των κοσμοθεωρητικών του/της αντιλήψεων και να τοποθετείται επί της ορθότητας των νομοθετικών προβλέψεων, αντιθέτως κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του υποχρεούται να υπακούει στις επιταγές του νόμου.
Επιπροσθέτως, δεν μπορούμε να μη σχολιάσουμε έτι μία φορά την έμμεση κυνική ομολογία του/της ανώνυμου Εισαγγελέα, βάσει όσων προαναφέρθηκαν, ότι η Ελλάδα επί μακρόν παραβίαζε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Ως έχουμε τονίσει, η έλλειψη νομοθετικής πρόβλεψης για την υποβολή αιτήματος απόλυσης υπό όρους για τους πολυισοβίτες συνιστά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ περί βασανιστηρίων.
Παραθέτουμε εκ νέου -όλως ενδεικτικώς- σχετικό χωρίο από την απόφαση του ΕΔΔΑ «Marcelo Viola κατά Ιταλίας Νο2, Προσφυγή 77633/16» (δημοσιευθείσα μεταφρασμένη σε «Ελληνική Δικαιοσύνη», 2019, Τεύχος 4, σελ. 1249-1251), δυνάμει της οποίας: «…Τα συμβαλλόμενα Κράτη διαθέτουν ένα ευρύ περιθώριο εκτίμησης, όσον αφορά την κατάλληλη διάρκεια των ποινών, το γεγονός δε ότι και μόνο ότι μία ποινή ισόβιας κάθειρξης θα μπορούσε στην πράξη να εκτιθεί πλήρως, δεν αναιρεί τη δυνατότητα απόλυσης υπό όρους από τις φυλακές. Κατά συνέπεια, ο προσφεύγων έπρεπε να έχει τη δυνατότητα να υποβάλλει αίτημα απόλυσής του από τις φυλακές, ακόμα και αν αυτό δεν γινόταν δεκτό επειδή εξακολουθούσε να είναι επικίνδυνος για την κοινωνία.».
Εντούτοις, βάσει του σκεπτικού της Εισαγγελικής Πρότασης, δεν θα έπρεπε -λόγω του νομοθετικού κενού- στο προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς να απολύονται υφ’ όρους οι πολυισοβίτες. Προς επίρρωση τούτου αναφέρουμε ότι ο/η Εισαγγελέας δηλώνει ότι «φρονούμε ότι ο προβλεπόμενος υπό το καθεστώς του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα [άρθρο 105Β παρ. 6] απαιτούμενος χρόνος παραμονής στο σωφρονιστικό κατάστημα των 25 ετών σε περίπτωση καταδικασθέντος σε περισσότερες της μίας ποινές ισόβιας κάθειρξης, καταλαμβάνει οπωσδήποτε και αξιόποινες πράξεις που τελέσθηκαν πριν την 1-7-2019, οπότε και ετέθη σε ισχύ ο νέος Ποινικός Κώδικας…», κατά παράβαση τόσο του άρθρου 465 Ν.Π.Κ. όσο και της γενικής αρχής του lex mitior, ως προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1.
Άλλωστε, δέον όπως επισημανθεί ότι στην αδόκητη περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι για καταδικασθέντες προ της ημερομηνίας εισαγωγής του Νέου Ποινικού Κώδικα, ήτοι της 1ης Ιουλίου 2019, απαιτείται πραγματική έκτιση είκοσι πέντε (25) ετών για τη θεμελίωση δυνατότητας απόλυσης υπό όρους, θα δημιουργηθούν δύο παράλληλες νομολογίες: μία -συμπλέουσα με τη θεωρία, ως έχει αναλυθεί- από πλείονες Εισαγγελίες ανά τη χώρα και μία της Εισαγγελίας Λαμίας, σε πλήρη αναντιστοιχία με τη θεωρία, τη νομολογία και τον νόμο.
Όλως ενδεικτικώς παραθέτουμε το κάτωθι χωρίο από το Βούλευμα 35/2021 του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης, δυνάμει του οποίου: «Στην διάταξη του άρθρου 465 του νέου ΠΚ (ν. 4619/2019) προβλέπεται ότι: “Οι διατάξεις του προϊσχύοντος ποινικού κώδικα για τη μετατροπή της ποινής σε χρηματική, την αναστολή εκτέλεσης της ποινής και για την απόλυση υπό όρο εφαρμόζονται για πράξεις που τελέσθηκαν μέχρι τη θέση σε ισχύ του παρόντος”. Έτσι για όσες πράξεις τελέσθηκαν έως και την 30.6.2019 (άρθρο δεύτερο ν. 4619/2019 κατά το οποίο ο νόμος αυτός αρχίζει να ισχύει από 1.7.2019), εφαρμόζονται αναφορικά με την υφ’ όρον απόλυση οι διατάξεις του προγενέστερου ΠΚ, εφόσον βέβαια τυγχάνουν ευμενέστερες, αφού από την διάταξη του άρθρου 2 του ΠΚ προκύπτει ότι εφαρμόζεται πάντοτε η διάταξη που οδηγεί σε ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορούμενου.», ως επίσης και ότι: «Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει ότι:… 4) αν ο κατάδικος έχει καταδικασθεί σε περισσότερες ποινές ισόβιας κάθειρξης μπορεί να απολυθεί μετά από έκτιση δεκαεννέα ετών, αφού συμπληρώσει συνολικά εικοσιπέντε έτη εκτιθείσας ποινής με ευεργετικό υπολογισμό.».
Από το εν λόγω χωρίο συνάγονται αυτόθροα τα κάτωθι δύο συμπεράσματα: α) η παραδοχή ότι ο ελάχιστος απαιτούμενος χρόνος πραγματικής έκτισης για καταδικασθέντες σε πλείονες ποινές ισόβιας κάθειρξης καθορίζεται από ρητές διατάξεις, β) ότι και μετά τη θέσπιση του Νέου Ποινικού Κώδικα εξακολουθεί να κρίνονται ως ελάχιστος χρόνος πραγματικής έκτισης για απόλυση υπό όρο πολυισοβίτη τα δεκαεννέα (19) έτη, δυνάμει των άρθρων 465 και 2 παράγραφος 1 Νέου Ποινικού Κώδικα και συνακολούθως του άρθρου 105 παράγραφοι 4 και του Παλαιού Ποινικού Κώδικα.
Ομοίως, σε αυτό το πλαίσιο κινείται και η υπ’ αριθμόν 853/2021 Εισαγγελική Πρόταση της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά Μαρίας Τσόγκα προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά για την απόλυση υπό όρους πολυισοβίτη, μάλιστα δε πρόκειται για καταδικασθέντα για την υπόθεση της 17 Νοέμβρη, με πλείονες ποινές ισόβιας κάθειρξης. Στην ως άνω Εισαγγελική Πρόταση ουδαμώς εγείρεται ζήτημα νομοθετικού κενού και συνακόλουθης εφαρμογής του in abstracto και in concreto δυσμενέστερου για τον καταδικασθέντα σε πλείονες ποινές ισόβιας κάθειρξης νομοθετικού καθεστώτος του Νέου Π.Κ. Αντιθέτως, ευθύς εξ αρχής λαμβάνεται ως δεδομένο ότι εφαρμοστέο τυγχάνει το προγενέστερο και ευμενέστερο για τον κατάδικο νομοθετικό πλαίσιο. Εξ όσων είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε η ως άνω εισαγγελική πρόταση έγινε δεκτή από το Συμβούλιο, το οποίο έκρινε ότι συνέτρεχε η τυπική προϋπόθεση της ελάχιστης εκτιθείσας ποινής των δεκαεννέα (19) ετών (η αίτηση δεν έγινε δεκτή για ουσιαστικούς λόγους, η ανάλυση των οποίων δεν μας απασχολεί εν προκειμένω – άλλωστε δεν έχουμε δει την απόφαση για να μπορούμε να τη σχολιάσουμε). Ομοίως αντιμετωπίστηκε και έτερη περίπτωση καταδικασθέντα σε πλείονες ποινές ισόβιας κάθειρξης για την αυτή υπόθεση.
Συνεπεία των ανωτέρω, ουδεμία αμφιβολία καταλείπεται περί του όλως εσφαλμένου χαρακτήρα της εν λόγω Εισαγγελικής Πρότασης, διά της οποίας δημιουργείται ρήγμα στην αρραγή και καθ’ όλα ορθή -μέχρι στιγμής- νομολογία. Εξ ου και το Συμβούλιο Εφετών δέον όπως κρίνει ότι πληρούται η τυπική προϋπόθεση του ελάχιστου χρόνου πραγματικής έκτισης της ποινής.