Και μόνο ο τρόπος με τον οποίο απαντούσε στα δημοσιογραφικά ερωτήματα ο αναπληρωτής κυβερνητικός εκπρόσωπος φτάνει για να πείσει κάθε καλοπροαίρετο άνθρωπο, ότι η ελληνική κυβέρνηση (το υπουργείο Δημόσιας Τάξης και η ΕΛΑΣ) είναι συνυπεύθυνη για τη γκανγκστερική απαγωγή, ανάκριση και απελευθέρωση Πακιστανών μεταναστών, οι οποίοι ζουν και εργάζονται νόμιμα στην Ελλάδα.
«Δεν έχει γίνει καμιά επίσημη καταγγελία αυτού του είδους», ήταν η αρχική απάντηση Αντώναρου. Οταν του επισημάνθηκε ότι πολύ πριν βγάλει το θέμα το BBC είχαν γίνει καταγγελίες σε ελληνικά ΜΜΕ, συνέχισε το ίδιο βιολί: «Η ελληνική κυβέρνηση λαμβάνει υπόψη της όσα στοιχεία εδράζονται σε επίσημες καταγγελίες». Και υπόδειξη προς τους παθόντες και τους εκπροσώπους τους να κάνουν τις καταγγελίες «εκεί που πρέπει, στις εισαγγελικές αρχές και το αστυνομικό τμήμα». Οταν «ενημερώθηκε» ότι έχει ήδη γίνει μήνυση από εκπροσώπους της Πακιστανικής Κοινότητας, σαν να μη συνέβη τίποτα με όσα έλεγε προηγούμενα, απεφάνθη: «Εάν (σ.σ. προσέξτε το «εάν») υπάρχει μήνυση, είμαι βέβαιος ότι οι αρχές κάνουν την έρευνα που προβλέπεται». Την ίδια άγνοια επίσημης καταγγελίας επικαλέστηκε και το υπουργείο Δημόσιας Τάξης, που έσπευσε, επίσης, να διαβεβαιώσει, ότι δεν εμπλέκονται ελληνικές υπηρεσίες.
Ας πάρουμε, όμως, τα γεγονότα με τη σειρά.
Το πρώτο δημοσίευμα που υπήρξε για το ζήτημα αυτό ήταν δικό μας. Κυριολεκτικά επί του πιεστηρίουμας ήρθε η είδηση, την οποία μάλιστα εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσαμε να διασταυρώσουμε. Επειδή, όμως, η πηγή ήταν απολύτως αξιόπιστη, βρήκαμε χώρο για ένα μικρό δημοσίευμα. Γράφαμε στο φύλλο της 23ης Ιούλη:
«Εν κρυπτώ προσαγωγές και ανακρίσεις αλλοδαπών
Περισσότερους από 10 Πακιστανούς συνέλαβε στα τέλη της περασμένης εβδομάδας η Αντιτρομοκρατική, με ταυτόχρονες επιχειρήσεις στην Αθήνα, τα Γιάννινα και τα Οινόφυτα. Οι Πακιστανοί μεταφέρθηκαν στο γνωστό 12ο όροφο της ΓΑΔΑ, ανακρίθηκαν σκληρά επί 48ωρο (η ανάκριση αφορούσε σχέσεις με ριζοσπαστικές ισλαμικές οργανώσεις) και αφέθηκαν ελεύθεροι, επειδή δεν προέκυψε τίποτα σε βάρος τους, με την προειδοποίηση να μη τολμήσουν να πουν τίποτα.
Ολοι οι συλληφθέντες ζουν και εργάζονται νόμιμα στην Ελλάδα και δεν υπήρχε κανένα πρόσχημα για την προσαγωγή και κράτησή τους επί δυο μέρες. Η ίδια η πράξη, βέβαια, είναι εντελώς παράνομη, γι’ αυτό και δεν ανακοινώθηκε τίποτα επίσημα. Θα ήταν αστείο να υποβάλουμε ερώτημα στον Βουλγαράκη και να περιμένουμε απάντηση (αν θέλει κανένας βουλευτής ας το κάνει). Οι μπάτσοι και ο πολιτικός τους προϊστάμενος ποντάρουν στο φόβο που ενέπνευσαν στους προσαχθέντες. Ομως, αυτή η μεθοδολογία αποτελεί προανάκρουσμα γι’ αυτά που θα ζήσουμε στο μέλλον».
Αυτές ήταν οι πρώτες πληροφορίες, που περιέχουν και ελλείψεις και λάθη. Τις επόμενες μέρες μάθαμε περισσότερα. Για τον τρόπο που άρπαξαν τους μετανάστες μέσα από τα σπίτια τους, για το μέρος με τα πολλά δωμάτια-κελιά που τους μετέφεραν, για την ανάκρισή τους, που γινόταν στα ελληνικά ενώ μεταξύ των ανακριτών υπήρχαν και άτομα που μιλούσαν αγγλικά. Οι μετανάστες, όμως, ήταν κατατρομοκρατημένοι και αρνούνταν να μιλήσουν σε οποιονδήποτε. Ούτε τα ονόματά τους δεν μάθαμε.
Τη μέρα που τυπωνόταν το τελευταίο πριν τις διακοπές φύλλο της «Κ», ο πρόεδρος του συλλόγου των πακιστανών μεταναστών, του μεγαλύτερου μεταναστευτικού σωματείου, κατέθετε μηνυτήρια αναφορά στον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθήνας, στην οποία καταγράφονταν το γεγονός και ζητούνταν η διερεύνησή του. Μάλιστα, ως μάρτυρας προτεινόταν ο έλληνας εργοδότης ενός από τους απαχθέντες, ο οποίος είχε δείξει ενδιαφέρον για την εξαφάνιση του υπαλλήλου του και είχε επισκεφτεί αρκετά αστυνομικά τμήματα ψάχνοντάς τον.
Μέσα στον Αύγουστο το θέμα άρχισε να παίρνει και κάποια επικοινωνιακή έκταση. Οι δικηγόροι Γ. Γκουντούνας και Φρ. Ραγκούσης, μαζί με τον πρόεδρο του συλλόγου των μεταναστών έκαναν δηλώσεις σε δημοσιογράφους, και εμφανίστηκαν σε τηλεοπτικές εκπομπές. Υπήρξαν και μερικά δημοσιεύματα (θυμόμαστε χαρακτηριστικά τον «Ριζοσπάστη» και την «Ελευθεροτυπία»). Η κυβέρνηση εξακολουθούσε να κάνει τον ψόφιο κοριό, δείγμα του ότι σίγουρα ήξερε και ενδεχομένως συνέπραξε με πράκτορες ξένων υπηρεσιών, με τις οποίες συνεργάζεται.
Λίγο μετά τον δεκαπενταύγουστο, στις 19 Αυγούστου συγκεκριμένα, αντιπροσωπεία του ΚΚΕ, με επικεφαλής τον βουλευτή Ορ. Κολοζόφ συναντήθηκε με τον υπουργό Δημόσιας Τάξης Γ. Βουλγαράκη, για να του θέσει υπόψη τις καταγγελίες της Πακιστανικής Κοινότητας. Μια μέρα μετά, στις 20 Αυγούστου, αντιπροσωπεία του ΠΑΜΕ συναντήθηκε με τον υφυπουργό Χρ. Μαρκογιαννάκη. Και οι δύο εκπρόσωποι της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου δήλωσαν άγνοια για το γεγονός και διαβεβαίωναν ότι δεν εμπλέκονται ελληνικές υπηρεσίες (αλήθεια, πώς το γνώριζαν, χωρίς να έχουν προηγουμένως κάνει έρευνα;).
Ηταν φανερό ότι η κυβέρνηση ήθελε να ξεχαστεί το ζήτημα, να περάσουν στο ντούκου οι καταγγελίες (βοηθούσε και το γεγονός ότι ήταν Αύγουστος) και να μην αποκαλυφθεί ότι και στην Ελλάδα γίνονταν απαγωγές πολιτών. Την ίδια τακτική ακολουθούσε και η Εισαγγελία. Στο πρώτο κιόλας φύλλο της «Κ» μετά τη διακοπή του Αυγούστου (3 Σεπτέμβρη), γράφαμε:
«Σιωπά η κυβέρνηση για τη γκαγκστερική απαγωγή των Πακιστανών
Στο φύλλο μας της 23ης Ιούλη είχαμε αποκαλύψει τη γκανγκστερική απαγωγή Πακιστανών που διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα, την κράτησή τους στη ΓΑΔΑ, την ανάκρισή τους και την απελευθέρωσή τους στη συνέχεια, με την απειλή να μην τολμήσουν να πουν τίποτα. Ουδείς συγκινήθηκε. Το θέμα τώρα έχει πάρει τη μορφή επίσημης καταγγελίας από την Πακιστανική Κοινότητα και της κατάθεσης μηνυτήριας αναφοράς στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθήνας, από τον πρόεδρο της Κοινότητας.
Το θέμα έφτασε και στη Βουλή, όπου ο Βουλγαράκης έκανε πως δεν άκουσε και απαξίωσε να απαντήσει στο ερώτημα που του τέθηκε. Το ίδιο έκανε και μετά τα δημοσιεύματα στον Τύπο και ορισμένες τηλεοπτικές εκπομπές. Ρωτάμε, λοιπόν, ευθέως τον προϊστάμενο της Εισαγγελίας κ. Παπαγγελόπουλο: θ’ αφήσει την υπόθεση να αραχνιάσει σε κάποιο εισαγγελικό συρτάρι; Περιμένουμε απάντηση».
Φυσικά, απάντηση δεν πήραμε. Οπως αποκαλύπτεται σήμερα (ρεπορτάζ του Χρ. Ζέρβα στην «Ελευθεροτυπία»), ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας όχι μόνο δεν διέταξε επείγουσα προκαταρκτική εξέταση, αλλά κυριολεκτικά άφησε την υπόθεση να αραχνιάσει, για να μπορεί πιο εύκολα να τη θέσει στο αρχείο, λόγω μη ύπαρξης στοιχείων. Σύμφωνα με όσα εκ των υστέρων έγιναν γνωστά, η σχετική παραγγελία από τον εισαγγελέα δόθηκε στις 29 Σεπτέμβρη (δυο μήνες μετά την υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς!) και η δικογραφία έφυγε για την ΕΛΑΣ στις 18 Νοέμβρη (οι ασφαλίτες ισχυρίζονται ότι η δικογραφία τους εστάλη την παραμονή της αποκάλυψης του BBC).
Δεν χρειάζεται να κάνει κανείς σενάρια για να καταλάβει ότι όλο αυτό το διάστημα βρισκόταν σε εξέλιξη μια διαδικασία συγκάλυψης. Τί θα γινόταν, αν δεν μεσολαβούσε ο θόρυβος από το δημοσίευμα του BBC; Οι ασφαλίτες θα κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι δεν βρήκαν τίποτα και μετά από μερικούς μήνες η υπόθεση θα πήγαινε στο αρχείο. Πέντε μήνες και δεν ακούμπησαν τη μήνυση, άλλους τόσους για να «ψάξουν», ε, μετά από ένα χρόνο ουδείς θα ασχολούνταν με το ζήτημα, αφού η κατατρομοκράτηση των παθόντων Πακιστανών βοηθούσε τα πράγματα (σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες μας, ένας από τους απαχθέντες έφυγε για το Πακιστάν τον Αύγουστο, φοβούμενος μη βρεθεί σε κανένα Γκουαντάναμο χωρίς να το καταλάβει).
Ενώ την Τρίτη ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και το υπουργείο Δημόσιας Τάξης ψεύδονταν, λέγοντας ότι δεν είχαν επίσημη καταγγελία (χωρίς πάντως να διαψεύδουν τίποτα), την Τετάρτη βγήκε εκείνος ο απίθανος εκπρόσωπος Τύπου της ΕΛΑΣ, ο Οικονόμου, και με το κλασικό χωροφυλακίστικο ύφος απεφάνθη ότι όλα αυτά «είναι στη σφαίρα της φαντασίας»! Εδωσε, δηλαδή, απάντηση στην έρευνα που υποτίθεται ότι διενεργούν οι υφιστάμενοί του. Μας είπε το αποτέλεσμα. Φαίνεται πως κάποιοι μετανάστες έπαθαν ομαδική παράκρουση και φαντάστηκαν ότι τους απήγαγαν, ότι τους έβαλαν κουκούλες στα κεφάλια, ότι τους πήγαν σ’ ένα πολυόροφο κτίριο, ότι τους έκλεισαν σε δωμάτια-κελιά, ότι τους ανέκριναν και όταν είδαν ότι δεν έβγαλαν τίποτα, τους ξαναφόρεσαν τις κουκούλες, τους γύρισαν καναδυό ώρες με τ’ αυτοκίνητο και τους άφησαν στα στενά της Ομόνοιας, αφού τους φοβέρισαν να μη πουν τίποτα σε κανένα, αν δεν θέλουν να πάθουν χειρότερα. Ολα αυτά τα φαντάστηκαν 28 άνθρωποι, που κατοικούν και εργάζονται άλλοι στην Αθήνα, άλλοι στα Οινόφυτα και άλλοι στα Γιάννινα. Και κορόιδεψαν και τόσο άλλο κόσμο: συμπατριώτες τους, εργοδότες, ακόμα και δικηγόρους!
Η κυβέρνηση περιμένει να περάσει και αυτή η μπόρα για να ξεχαστεί το ζήτημα. Γιατί ξέρει πολύ καλά τι έγινε. Δεν έχουμε στοιχεία να το αποδείξουμε, όμως είμαστε πεπεισμένοι ότι η κυβέρνηση γνώριζε από την αρχή τι συνέβη και συνέπραξε με πράκτορες ξένων (μάλλον βρετανικών) υπηρεσιών σ’ αυτή τη γκανγκστερική ενέργεια. Να έγιναν πίσω από την πλάτη τους όλα αυτά, όπως διοχετεύει ο Βουλγαράκης σε κάποια πρόθυμα παπαγαλάκια, το αποκλείουμε. Δεν μπορεί πράκτορες ξένης υπηρεσίας να διατηρούν πολυόροφο κτίριο, με δωμάτια-κελιά, και να μην το ξέρουν οι ελληνικές υπηρεσίες. Αλλωστε, χρόνια τώρα συνεργάζονται οι ελληνικές με τις αμερικάνικες και τις βρετανικές υπηρεσίες. Και πολιτικά, δεν έχει κανένα πρόβλημα η κυβέρνηση με μια τέτοια δράση. Εφόσον συμμετέχει στη «διεθνή αντιτρομοκρατική σταυροφορία» και εφόσον οι βρετανικές υπηρεσίες ήθελαν να ψάξουν Πακιστανούς που προέρχονται από μια ορισμένη περιοχή, η ελληνική κυβέρνηση είχε κάθε λόγο όχι απλά να τους διευκολύνει, αλλά να συμπράξει μαζί τους, αφού έχουν κοινό συμφέρον.