Κανένα φως ακόμη από το Συμβούλιο Εφετών, που καλείται να αποφασίσει για την παραπομπή ή μη του Κώστα Αβραμίδη σε δίκη. Ως γνωστόν, η εισαγγελική πρόταση άλλαξε για τρίτη φορά κατεύθυνση και συνίσταται πλέον στην παραπομπή Αβραμίδη ως μέλους της 17Ν. Ο Αβραμίδης έχει καταθέσει μακροσκελέστατο υπόμνημα μέσω του συνηγόρου του, στο οποίο, όπως γράφαμε στο προηγούμενο φύλλο, η κατηγορία γίνεται φύλλο και φτερό. Θα έπρεπε κανονικά το Συμβούλιο να δώσει τέλος σ’ αυτή την εκκρεμότητα, δεδομένου ότι η υπόθεση σέρνεται εδώ και 8 μήνες. Ομως, στη λειτουργία της Δικαιοσύνης πρυτανεύουν άλλα κριτήρια.
Παραθέτουμε στη συνέχεια αποσπάσματα από την παρέμβαση που έκανε ο Κ. Αβραμίδης σε εκδήλωση της Αριστερής Παρέμβασης Ζωγράφου, που έγινε την περασμένη Δευτέρα:
«Θα ξεκινήσω από ένα προσωπικό περιστατικό που συνέβη όταν ήμουν φοιτητής στην ΑΣΚΤ. Μια αγορανομική παράβαση. Την εποχή εκείνη δούλευα σαν μικροπωλητής πουλώντας κάλτσες μπροστά στο Πολυτεχνείο. Δεν είχα άδεια και το κυνήγι από τα όργανα ήταν σχεδόν καθημερινό. Συχνές και οι προσαγωγές στο 4ο στη Σωκράτους για εξακρίβωση και υποβολή μηνύσεων. Και μετά την εξακρίβωση, όταν πήγαινα να πάρω το καρότσι με τις κάλτσες, το όργανο στην πύλη διάλεγε τις καλύτερες, πληρώνοντας κατά την κρίση του μια εξευτελιστική τιμή που δεν κάλυπτε ούτε το κόστος.
Τα Χριστούγεννα του 1983 μάλλον κατάφερα να πάρω για την περίοδο των γιορτών άδεια για 15 μέρες. Τη μέρα που έγινε η «αγορανομική παράβαση» ήρθε ο Διοικητής του 4ου για έλεγχο. Για πρώτη φορά ήμουν άνετος και τους έδειξα τα χαρτιά της άδειας. Αλλά και πάλι ήμουν ένοχος για κάτι ασήμαντο και απολύτως τυπικό. Στις διαμαρτυρίες μου ο επικεφαλής απάντησε: «Αλλη μια κουβέντα να πεις θα σου κάνω μήνυση ότι δεν έχεις τιμολόγια». Η παραπάνω κουβέντα ήταν ότι έβγαλα να του δείξω τα τιμολόγια που είχα και αυτό μου κόστισε μια μήνυση για αγορανομική παράβαση, με το αιτιολογικό ότι δεν είχα τιμολόγια – τιμολόγια που τα βλέπανε μπροστά τους. Και βέβαια αθωώθηκα τότε, αλλά η μήνυση μου κόστισε δικαστήρια, δικηγόρους κλπ.
Ξανασυνάντησα το κράτος μετά από περισσότερα από 20 χρόνια, τον περυσινό Μάιο στη σύλληψή μου, με την ίδια αλαζονεία, να θέλει να πείσει ότι είμαι ελέφαντας επικαλούμενο την δήθεν ταυτοποίηση των αποτυπωμάτων μου σε ένα βιβλίο που βρέθηκε στις γιάφκες της ΕΟ17Ν από μια ανάλογη αγορανομική παράβαση. Και μάλιστα, το είδος του ελέφαντα που είχε στο μυαλό του.
Αυτή η εισαγωγή σύντροφοι για να θυμηθούμε όλοι αυτό που ξέρουμε από τα πιο διαφορετικά προσωπικά περιστατικά, ότι η συμπεριφορά του κράτους και της εξουσίας στη δίκη της 17Ν και του ΕΛΑ είναι μεγεθυμένη η αναίδεια και αυθαιρεσία που αντικρίζουμε καθημερινά.
Τι είναι όμως αυτό που διώκεται;
Πραγματικά, το ερώτημα αυτό με απασχόλησε σε όλη τη διάρκεια της δίωξης. Ανεξάρτητα από ό,τι έχει γραφεί –καλοπροαίρετα και με διάθεση υπεράσπισής μου– πρέπει να δούμε όσο γίνεται αντικειμενικά τον πραγματικό πυρήνα της δίωξης. Αυτός δεν μπορεί να είναι η όποια εμπλοκή μου με την 17Ν και είναι σαφές σε όλα τα δικαστικά έγγραφα που συντάχτηκαν εναντίον μου και που άλλαζαν σαν τον χαμαιλέοντα, από τον περιφερειακό του Μάη του 2003, τον ηθικό αυτουργό το καλοκαίρι του 2004, έως και την πρόταση για παραπομπή σαν μέλος της 17Ν στο συμβούλιο εφετών πρόσφατα. Ούτε ήμουν ο αγωνιστής με την ιδιαίτερη συμβολή στο μαζικό κίνημα για να προκαλώ τη λύσσα της εξουσίας. Αυτό που διώκεται, σύντροφοι, δεν είναι τίποτε άλλο από αυτό που γνωρίζετε: ένας μέτριος αφισοκολλητής.
Τι είναι όμως εκείνο που μπορεί να κάνει ένα μέτριο αφισοκολλητή επικίνδυνο για την εξουσία τόσο όσο να προκαλέσει την αλαζονεία της;
…Ενα κίνημα ανέπτυξε μια πολύμορφη δραστηριότητα με μαζικές εκδηλώσεις σε όλη την Ελλάδα καταγγέλλοντας την αστική εξουσία για την καταπάτηση των Δημοκρατικών Δικαιωμάτων και την αφαίρεση των Λαϊκών Ελευθεριών με αφορμή τις πολιτικές δίκες.
Αυτό το κίνημα σ’ αυτή τη δεύτερη δίκη, μέσα στην κοινωνία πια, που ο κύκλος της δεν έχει κλείσει ακόμα απευθύνθηκε σε όλο το λαό σαν ένα σώμα ενόρκων και λειτούργησε σαν λαϊκός κατήγορος των παραβιάσεων της εξουσίας. Αυτό που τιμωρείται λοιπόν στη δίωξή μου δεν είναι τίποτε άλλο από έναν πεισματάρη αφισοκολλητή ενός κινήματος που είχε το θράσος να υπερβεί τη δικονομική γρίνια για την απουσία του σώματος των ενόρκων στις πολιτικές δίκες και να απευθυνθεί στο αληθινό σώμα των ενόρκων που είναι ο λαός. Ενα κίνημα που διεκδίκησε το χαμένο έδαφος από την εξουσία».