Σάββατο, 31 Αυγούστου 2019. Eκτακτη συνεδρίαση του ΚΥΣΕΑ υπό τον πρωθυπουργό. Θέμα: οι αυξημένες προσφυγικές ροές. Αργά ή γρήγορα θα έπρεπε κι η κυβέρνηση Μητσοτάκη να καταπιαστεί μ’ αυτό το ζήτημα που αποτελεί «καυτή πατάτα» της πολιτικής τα τελευταία χρόνια και να προσπαθήσει να υλοποιήσει τα όσα με ζέση υποστήριζε και διακήρυττε προεκλογικά. Η εν λόγω συνεδρίαση του ΚΥΣΕΑ παρουσιάστηκε, λοιπόν, ως άμεση ανάγκη μετά τις εκ νέου αυξημένες ροές που παρατηρούνται στα νησιά και ήταν μια καλή αφορμή για να παρθούν μέτρα, επιτρέποντας στο νέο κυβερνητικό σχήμα να κάνει τη «θεαματική» του είσοδο στον τομέα αυτό. Ετσι, στο πλαίσιο της γενικότερης καταστολής που έχει λάβει ήδη χώρα, έρχονται να προστεθούν και τα μέτρα που αφορούν το φλέγον θέμα του προσφυγικού.
Τα μέτρα που αποφασίστηκαν, σύμφωνα με τις κυβερνητικές ανακοινώσεις, είναι τα εξής:
1. Αποσυμφόρηση των νησιών με μεταφορά μεταναστών/προσφύγων σε ήδη υφιστάμενες δομές της ενδοχώρας.
2. Αμεση μεταφορά από τα νησιά 116 ασυνόδευτων παιδιών για επανένωση με τις οικογένειές τους σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με τις οποίες ολοκληρώθηκε ήδη η σχετική συνεννόηση. Επίκειται τις επόμενες εβδομάδες η μετακίνηση επιπλέον 250 ασυνόδευτων παιδιών σε ασφαλείς δομές της ενδοχώρας.
3. Αύξηση της επιτήρησης των συνόρων, σε συνεργασία τόσο με τη FRONTEX και τις ευρωπαϊκές αρχές όσο και με το ΝΑΤΟ. Στο πλαίσιο αυτό προχωρά άμεσα η υιοθέτηση –μετά από 4,5 χρόνια αδράνειας της προηγούμενης κυβέρνησης– του Εθνικού Συστήματος Ολοκληρωμένης Θαλάσσιας Επιτήρησης (ΕΣΟΘΕ) – ένα σύστημα προϋπολογισμού 50 εκατομμυρίων ευρώ, που διασυνδέει τα συστήματα επιτήρησης του Λιμενικού Σώματος και των Ενόπλων Δυνάμεων, μέσω της χρήσης των νέων τεχνολογιών («απλές» και θερμικές κάμερες, drones κ.λ.π.).
4. Αλλαγή του θεσμικού πλαισίου για τη διαδικασία χορήγησης ασύλου, με κατάργηση του δεύτερου βαθμού εξέτασης προσφυγών με στόχο –σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης χορήγησης ασύλου– να προχωρά άμεσα η διαδικασία επιστροφής του αιτούντος στη χώρα από την οποία προήλθε. Πάντα με σεβασμό στο κοινοτικό κεκτημένο και για την πλήρη εφαρμογή της Κοινής Δήλωσης Ευρωπαϊκής Ενωσης – Τουρκίας. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει και η Τουρκία να αναλάβει με συνέπεια τις ευθύνες που της αναλογούν.
5. Αύξηση των ελέγχων της Αστυνομίας σε νησιά και ηπειρωτική Ελλάδα για τον εντοπισμό προσώπων που είχαν αιτηθεί τη χορήγηση ασύλου αλλά η αίτησή τους απορρίφθηκε από τα δικαστήρια. Σημειώνεται ότι υπάρχουν αρκετές χιλιάδες τέτοιες περιπτώσεις για τις οποίες η προηγούμενη κυβέρνηση δεν ανέλαβε καμία ενέργεια και από τις οποίες η Αστυνομία έχει ήδη εντοπίσει περίπου 1.000 πρόσωπα για τα οποία δρομολογείται η διαδικασία επιστροφής τους.
6. Αμεση προμήθεια 10 νέων ευέλικτων μικρών σκαφών για ταχύτατη αντίδραση σε περίπτωση εντοπισμού κινήσεων μεταφοράς μεταναστών/προσφύγων από κυκλώματα διακίνησης που εκκινούν από τα τουρκικά παράλια προς τα Ελληνικά νησιά.
7. Στήριξη των τοπικών κοινωνιών με ενδυνάμωση των απαραίτητων υποδομών και προσωπικού (π.χ. ενίσχυση με ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό της Λέσβου).
Για να φανεί ότι αυτή η κυβέρνηση «ό,τι λέει το κάνει πράξη», μεταφέρθηκαν ήδη 1.500 αιτούντες άσυλο από τα νησιά στην ενδοχώρα. Βέβαια, έφτασαν άλλοι τόσοι μέσα σε λίγες μέρες, αλλά… ας μην το κάνουμε θέμα. Αλήθεια, ποιες είναι αυτές οι δομές της ενδοχώρας; Και πώς λειτουργούν; Αυτή τη στιγμή, όλα τα ανοιχτά καμπ της χώρας (μικρότερα ή μεγαλύτερα) αντιμετωπίζουν, σε μικρότερο προφανώς βαθμό, το ίδιο κατά βάση θέμα με τα νησιά. Υπάρχουν παντού άνθρωποι που μένουν σε σκηνές, που ψάχνουν για ένα πιάτο φαΐ και που ζουν κάτω από άθλιες συνθήκες υγιεινής. Τι μέτρο μπορεί να είναι άραγε αυτό, αν όχι μόνο επιφανειακό, προκειμένου να ελαφρυνθούν τα νησιά (για την ακρίβεια: να φανεί ότι ελαφρύνονται τα νησιά) και να δημιουργηθεί το ίδιο ζήτημα και αλλού;
Επειδή η κυβέρνηση τα γνωρίζει αυτά, όπως κι εμείς γνωρίζουμε πολύ καλά πού ακριβώς πηγαίνει η δουλειά και πόσο «κόπτονται» για τους πρόσφυγες και για τα δικαιώματά τους, έγινε λόγος και για κατάργηση του δεύτερου βαθμού εξέτασης του αιτήματος ασύλου. Τι σημαίνει αυτό; Πρακτικά μιλώντας, σημαίνει απορριπτικές αποφάσεις που θα εκδίδονται σωρηδόν. Και πού θα βοηθήσει αυτό με τη σειρά του; Μα φυσικά, στο να στέλνονται οι αιτούντες άσυλο πίσω στις χώρες τους (το πώς όμως θα γίνει αυτό δεν το έχουν διευκρινίσει ακόμα).
Οσοι έχουν ασχοληθεί με το προσφυγικό/μεταναστευτικό γνωρίζουν καλά ότι η πλειοψηφία αυτών που περνούν στην Ελλάδα και ζητούν άσυλο εξαφανίζουν τα διαβατήριά τους ή τα αφήνουν στην Τουρκία. Ετσι, ακόμα και η απόρριψη με fast track διαδικασίες του αιτήματος ασύλου καθίσταται πρακτικά ανεφάρμοστη ή δυσεφάρμοστη. Θα πρέπει να ταυτοποιηθεί ο αιτών άσυλο (που πολλές φορές δίνει ψεύτικο όνομα και ψεύτικη χώρα καταγωγής) και μετά να ζητηθεί από την πρεσβεία της χώρας του η έκδοση ταξιδιωτικού εγγράφου για να απελαθεί. Αυτή η διαδικασία παίρνει πολύ καιρό και συχνά δεν οδηγεί πουθενά. Γι’ αυτό καθυστερούσαν οι απελάσεις και επί ΣΥΡΙΖΑ και όχι επειδή δήθεν οι συριζαίοι ήταν ευαίσθητοι. Αντιμεταναστευτικά γαϊδούρια ήταν και αυτοί, όμως δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν αυτά τα εμπόδια (τα οποία αντιμετώπιζαν οι αστικές κυβερνήσεις και στο παρελθόν, όταν δεν υπήρχαν οι αυξημένες μεταναστευτικές ροές των τελευταίων χρόνων).
Ούτε η κατάργηση του δεύτερου βαθμου εξέτασης του αιτήματος ασύλου μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά για εκείνους που θέλουν να περάσουν στην Ελλάδα, μπας και καταφέρουν μέσω αυτής να περάσουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οποιος έφυγε από τις ζώνες της έσχατης φτώχειας και κατάφερε να φτάσει μέχρι την Τουρκία, πληρώνοντας λεφτά και ξεπερνώντας μύριους κινδύνους, δε θα πτοηθεί επειδή ο Μητσοτάκης καταργεί το δεύτερο βαθμό κρίσης στα αιτήματα ασύλου. Το σχετικό μέτρο, ακραία αντιδραστικό και αντιδημοκρατικό, που παραβιάζει ευθέως τη Σύμβαση της Γενεύης για τους πρόσφυγες, αλλά και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), έχει περισσότερο προπαγανδιστικό χαρακτήρα για το εσωτερικό. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δείχνει στους «νοικοκυραίους» το σιδερένιο της πρόσωπο για να κατασιγάσει την ξενοφοβική και ρατσιστική οργή τους.
Τι μένει; Μένει το «πακέτο» της σκληρής καταστολής, στο εσωτερικό και στα σύνορα. Ελεγχοι της αστυνομίας σε νησιά και ενδοχώρα, επιτήρηση των συνόρων σε συνεργασία με τη FRONTEX και τις δυνάμεις του NATO, καθώς και περιπολίες σκαφών προκειμένου να εντοπίζονται έγκαιρα κινήσεις από τα παράλια της Τουρκίας προς την Ελλάδα. Και τι θα γίνεται σ’ αυτή την περίπτωση; Θα εμποδίζονται τα σκάφη με τους πρόσφυγες να προσεγγίζουν τα ελληνικά νησιά; Θα επιστρέψουμε στην εποχή που είχαμε ακόμα και βυθίσεις σκαφών με πρόσφυγες;
Ολο αυτό «βρομάει» έντονα Σαλβίνι. Και ο τέως πρύτανης του ΕΜΠ και νυν περιφερειάρχης Βορείου Αιγαίου, Κ. Μουτζούρης, ανέλαβε να παίξει το ρόλο του έλληνα Σαλβίνι. Τη μια, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ενάντια στην… επέλαση των αλλοφύλων και αλλοθρήσκων, που θα αλλοιώσουν την καθαρότητα του έθνους μας. Την άλλη, ζητάει να αρχίσει να εφαρμόζεται αμέσως «και το μέτρο που συζητήθηκε στην έκτακτη συνεδρίαση του ΚΥΣΕΑ, να αναλάβουν δηλαδή τα πλοία του Πολεμικού Ναυτικού την παρεμπόδιση της εισόδου των προσφύγων και μεταναστών, διαφορετικά δεν κάνουμε τίποτα». Ο κύριος πρύτανης αδιαφορεί για τη νομιμότητα, εθνική και διεθνή, που απαγορεύει στις ένοπλες δυνάμεις να εμπλέκονται σε επιχειρήσεις κατά πολιτών, που είναι δουλειά της συνοριοφυλακής (χερσαίας και θαλάσσιας). Αυτός συμφωνεί με τον Βελόπουλο που μιλάει για «λαθροεισβολείς» και ζητά να αντιμετωπιστούν τα άθλια φουσκωτά με τους πρόσφυγες και μετανάστες διά της στρατιωτικής ισχύος (και με προειδοποιητικές βολές, να υποθέσουμε). Μετά, γράφει αρθρίδιο στα «Νέα» για να μας πει ότι μπορεί να μίλησε για «φυλετικές αλλοιώσεις», αλλά δεν είναι ρατσιστής και πως εν πάση περιπτώσει, εκτός από την «αυστηρή φύλαξη των συνόρων μας», βασικό αίτημα αυτού και των ομοίων του είναι «και η μετατροπή των Κέντρων σε κλειστές δομές». Σε φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης δηλαδή, κάτι που συζητιέται ήδη και σε κυβερνητικούς κύκλους. Απλά, η κυβέρνηση περιμένει να φτιάξουν το κλίμα οι Μουτζούρηδες και οι «φιλήσυχοι νοικοκυραίοι» που άρχισαν ήδη να ξεσηκώνονται στις περιοχές όπου άρχισαν να μεταφέρονται αιτούντες άσυλο από τα νησιά.
Σ’ όλα αυτά να προσθέσουμε και την προβοκάτσια Χρυσοχοΐδη-Βελόπουλου. Ο δεύτερος υπέβαλε Ερώτηση για να μάθει πόσοι μαχητές του ISIS έχουν συλληφθεί στην Ελλάδα. Και ο Χρυσοχοΐδης, αντί να μείνει στα γενικά που μένουν οι υπουργοί σ’ αυτές τις περιπτώσεις, απάντησε γραπτώς ότι «κατά το χρονικό διάστημα ετών 2017-2019 (έως 14-08-2019) έχουν συλληφθεί, είτε δυνάμει ευρωπαϊκών και διεθνών ενταλμάτων σύλληψης είτε επειδή προέκυψε προανακριτική εμπλοκή τους στις ανωτέρω περιγραφόμενες δραστηριότητες, συνολικά επτά (7) αλλοδαποί». Ούτε ένα ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης συνεπάγεται ενοχή ούτε μια προανακριτική διαδικασία, όμως αυτά είναι ψιλά γράμματα. Το ζητούμενο ήταν να περάσει στον ελληνικό λαό ο φόβος ότι στο πρόσωπο κάθε πρόσφυγα πρέπει να βλέπει έναν ύποπτο τζιχαντιστή, ο οποίος μπορεί να μπουκάρει στο καφενείο του χωριού και ν’ αρχίσει να σφάζει όποιον βρίσκει μπροστά του. Ετσι καλλιεργείται η ξενοφοβία, σε βαθμό υστερίας, κι αυτός ήταν ο στόχος του διδύμου Χρυσοχοΐδη-Βελόπουλου (ακόμα κι αν δεν ήταν εξαρχής συνεννοημένοι, συνεννοήθηκαν «στη δράση»).
Το κλίμα που διαμορφώνεται είναι εκρηκτικό. Στις ήδη άθλιες συνθήκες διαβίωσης αυτών των ανθρώπων έρχονται να προστεθούν η αστυνομοκρατία και ο άκρατος εκφοβισμός. Στις ήδη αδιανόητες στερήσεις τους σε δικαιώματα έρχεται να προστεθεί η κατάργηση του δεύτερου βαθμού εξέτασης του αιτήματος διεθνούς προστασίας (η κατάργηση της προσφυγής δηλαδή), που ήταν ένα αποκούμπι και μια τελευταία ελπίδα για όσους λάμβαναν μια πρώτη απόρριψη του αιτήματός τους από μια Υπηρεσία Ασύλου που υπολειτουργεί.