Αρχικά είχαμε έναν γελοίο και αφασικό τηλεοπτικό ρεπόρτερ, που ρωτήθηκε ποια ήταν η αιτία της επίθεσης με μπογιές στη φάτσα του υπουργείου Υγείας και απάντησε με τη γνωστή μπούρδα περί «βεντέτας αστυνομίας – αντιεξουσιαστών».
Δεν ήταν σε θέση να σκεφτεί το αυτονόητο: αν υπήρχε οποιαδήποτε βεντέτα, αυτή θα εκφραζόταν με επίθεση ενάντια σε αστυνομικές δυνάμεις (γεμάτο είναι το κέντρο της Αθήνας από κλούβες με μπάτσους και ΜΑΤάδες) και όχι με πέταγμα μπογιάς στη φάτσα ενός άσχετου με την Αστυνομία υπουργείου. Κι αν φρόντιζε να ενημερωθεί λίγο για τα συμβάντα, θα ήξερε ότι η συμβολική αυτή κίνηση είχε να κάνει με την παρατεινόμενη κράτηση των απεργών πείνας Ζαντορόζνι-Κυριακόπουλου.
Ακολούθησε μια οργίλη επιστολή του Πολύδωρα προς τον πρόεδρο της ΕΡΤ, στην οποία κατηγόρησε το κρατικό κανάλι ως… «Γραφείο Τύπου των αντιεξουσιαστών-αναρχικών» και αφού αποφάνθηκε ότι η Αστυνομία ,δεν έχει “βεντέτα” με κανένα πρόσωπο ή καμιά ομάδα», έφτασε στο ζουμί: «Η ισότητα των όρων μεταξύ των παρανομούντων, βιαιοπραγούντων βανδάλων και ημιτρομοκρατών από τη μια και των οργάνων της τάξεως από την άλλη δεν τιμά ούτε τη δημοσιογραφία ούτε την κρατική τηλεόραση». Ζήτησε, δηλαδή, να μετατραπεί η κρατική τηλεόραση σε Γραφείο Τύπου της Αστυνομίας, χωρίς να τηρούνται ούτε κάποια προσχήματα και βέβαια να κηρυχτεί πογκρόμ ενάντια σε όποιον δημοσιογράφο δεν λειτουργεί ως προπαγανδιστής των φασιστικών απόψεων του υπουργού μπάτσων και καταστολής.
Φυσικά, ξέσπασε σάλος. Γιατί ο Πολύδωρας, υπερφίαλος και αλαζών όπως πάντα και χωρίς καλή επαφή με την πραγματικότητα (ιδιαίτερα μετά το κάζο της ρουκέτας στην αμερικάνικη πρεσβεία, που ήταν το κερασάκι στην τούρτα της θητείας του), δεν ενήργησε παρασκηνιακά, αλλά έβγαλε από μέσα του τον παλιό ΕΚΟΦίτη που νομίζει ότι οι πάντες σκέφτονται σαν αυτόν. Ζηλεύει εκείνη τη μαύρη εποχή του 2002, όταν όλα τα κανάλια, τα ραδιόφωνα και οι εφημερίδες υπηρετούσαν πιστά τη στρατηγική της τρομοϋστερίας, λειτουργώντας σαν «παπαγαλάκια» της Αντιτρομοκρατικής. Θα ήθελε και τώρα να γίνεται συνεχώς το ίδιο. Δεν του αρκούν ενορχηστρωμένες εκστρατείες όπως αυτή ενάντια στο άσυλο (με ψευτιές, παραπληροφόρηση και μαύρη προπαγάνδα). Θα ήθελε να ακούει καθημερινά ύμνους υπέρ της Αστυνομίας και να μην υπάρχουν ρεπορτάζ όπως αυτό με τη «ζαρντινιέρα». Και επειδή στα ιδιωτικά κανάλια δεν έχει κώλο να στείλει τέτοια επιστολή, την έστειλε στην κρατική ΕΡΤ, που κάθε κυβέρνηση θεωρεί φέουδό της. Ισως να ήθελε να καρφώσει και τον Ρουσόπουλο, που θεωρεί ότι τον υποσκάπτει, επειδή θεωρεί ότι με τις δηλώσεις του χαλάει τη «στρατηγική του μεσαίου χώρου».
Θα μας επιτρέψουν, όμως, οι διαμαρτυρόμενοι, ιδιαίτερα κάποιοι υποκριτές στην ηγεσία της ΕΣΗΕΑ, που κατά τα άλλα λειτουργούν σαν τηλερουφιάνοι, πως το μείζον ζήτημα εδώ δεν είναι η «ανεξαρτησία των ΜΜΕ». Αρκετό παραμύθι έχουμε φάει μ’ αυτό το ζήτημα. Ιδιαίτερα στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ βασιλεύει ο νόμος των αφεντικών και όποιος δημοσιογράφος δεν υποτάσσεται σ’ αυτόν παίρνει πόδι. Εκείνο που ζητούν, λοιπόν, τα δημοσιογραφικά όργανα είναι να τηρούνται κάποια προσχήματα. Να γίνονται οι δουλειές στα μουλωχτά, να έχουν τη σφραγίδα της κίβδηλης ανεξαρτησίας και να μη βγαίνει ο κάθε Πολύδωρας να τους κράζει τόσο χοντροκομμένα, επειδή συνέβη και κάποιος πέταξε μια παπαριά ή επειδή βγήκε και ένα θέμα που δεν είναι αρεστό στη μια ή την άλλη πλευρά του πολιτικού φάσματος.
Το μείζον θέμα είναι εκείνος ο όρος «ημιτρομοκράτες», που ο Πολύδωρας αποδίδει στον αναρχικό-αντιεξουσιαστικό χώρο. Ορος που υποδηλώνει μια φασιστική κατασταλτική αντίληψη, που θέτει στο στόχαστρο της «αντιτρομοκρατίας» κάθε κίνημα που παραβιάζει την αστική νομιμότητα με τα συνήθη μέσα των διαδηλώσεων και όχι με τα μέσα των οργανώσεων της ένοπλης πάλης. Ο Πολύδωρας ζητά συστράτευση των πάντων σ’ αυτή τη στρατηγική, ενθαρρυμένος από τη λασπολογία και την προβοκατορολογία του τελευταίου διαστήματος, στην οποία έχει πάρει μέρος ολόκληρο το πολιτικό φάσμα με την αμέριστη συμπαράσταση των ΜΜΕ. Κι αυτό είναι που θα έπρεπε να σκεφτούν όχι οι λασπολόγοι και προβοκατορολογούντες, τύπου Περισσού για παράδειγμα, αλλά εκείνοι που από τη μια ομνύουν στο όνομα της βίας των κινημάτων και από την άλλη αλληθωρίζουν προς την προβοκατορολογία και, στην καλύτερη γι’ αυτούς περίπτωση, τηρούν μια αισχρή αμυντική στάση στις επιθέσεις του συστήματος.