Συνέντευξη στο thepressprojecτ.gr, στους συναδέλφους Λαμπρινή Θωμά, Παναγιώτη Παπαδομανωλάκη και Γεωργία Κριεμπάρδη, έδωσε ο Δημήτρης Κουφοντίνας, στον ένα χρόνο από την έναρξη της μεγάλης απεργίας πείνας, που τον έφτασε στα πρόθυρα του θανάτου και ξεσήκωσε ένα ογκώδες και ευρύ κίνημα συμπαράστασης σε ολόκληρη τη χώρα.
Αναδημοσιεύουμε ολόκληρη τη συνέντευξη, όπως δημοσιεύτηκε στο ΤΡΡ.
Ενα χρόνο από την έναρξη της περσινής απεργίας πείνας, ο Δημήτρης Κουφοντίνας μιλάει στο TPP
Ακούστηκαν πολλά για «προνόμια» και «προνομιακή μεταχείριση». Τι σημαίνει «φυλακή»; Τι σημαίνει κρατούμενος – στόχος στις σημερινές ελληνικές φυλακές;
Έχουμε το προνόμιο να μοιραζόμαστε τρεις ένα κελί έντεκα τετραγωνικών μέτρων (2,5 επί 4,5), όπου αν βγάλεις το χώρο της τουαλέτας, των κρεβατιών, των αποσκευών, του τραπεζιού και της καρέκλας, μένει ωφέλιμος χώρος ενός μέτρου περίπου ανά κρατούμενο. Βέβαια, η φυλακή είναι από τη φύση της ασφυκτική, όμως είναι το ακροδεξιό μίσος αυτής της κυβέρνησης που προσπαθεί να την κάνει όσο γίνεται ασφυκτικότερη. Δεν είναι μόνο ο υπερπληθυσμός, όπως κομψά λένε το πάστωμα των κρατούμενων σε στενούς, παγωμένους και άθλιους χώρους, αλλά η συστηματική επιδείνωση των συνθηκών και η σχεδιασμένη περιστολή των δικαιωμάτων με περιφρόνηση των δικών τους νόμων, για όλους τους κρατούμενους, ενώ ειδικά οι πολιτικοί μπαίνουν σε ένα καθεστώς εξαίρεσης από κάθε νόμο, κάθε κανόνα και κανονισμό.
Το «όραμα» της κυβέρνησης είναι μια φυλακή τιμωρίας και βασανισμού. Αυτό φάνηκε από την αρχή, όταν ανάθεσε το σωφρονιστικό σύστημα στο υπουργείο της Αστυνομίας. Συνεχίστηκε με τις σαρωτικές αλλαγές στις διοικήσεις των φυλακών με κριτήριο την «υπακοή στο στέμμα», επιβάλλοντας τον ασφυκτικό έλεγχο και την πλήρη υποταγή τους στην ανθύπατο, την τοποτηρητή της Οικογένειας. Την ίδια στιγμή με κατευθυνόμενα ρεπορτάζ από τα ΜΜΕ της πιο βρώμικης στην ιστορία τους διαπλοκής, για την δήθεν «ανομία» στις φυλακές, τις ποινές «χάδι» και τους «ασύδοτους» κρατούμενους, επιχείρησε να καλλιεργήσει σκόπιμα μια αντίληψη ότι οι ποινές έπρεπε να γίνουν βαρύτερες και οι φυλακές να σκληρύνουν. Στην πλειοδοσία της υστερίας τους, βάφτισαν όπλα τα σκουπόξυλα (και πως θα σκουπίζονται άραγε τα κελιά;) ενώ η κυρία Νικολάου, δήλωνε, πομπωδώς, ότι δεν θα αφήσει στα κελιά «ούτε νυχοκόπτη» (όπλο κι αυτό, ενδεικτικό της επικινδυνότητας). Φυσικά, από τα ρεπορτάζ που ζητούσαν σκλήρυνση απουσίαζαν τυχόν αναφορές στις ποινές χάδι και τα προνόμια στα (ελάχιστα) δικά τους παιδιά και η θέσπιση ασυλίας για τραπεζίτες και γκόλντεν μπόις. Και ούτε κουβέντα για τις αυθαιρεσίες, τις παρανομίες, τις σκανδαλώδεις αναθέσεις της κυρίας ΓΓΑΠ που όζουν από απόσταση και κάνουν όλη τη φυλακή, ακόμη και τους φύλακες, να γελούν. Ούτε κουβέντα για τις άθλιες τριτοκοσμικές συνθήκες, όταν ακόμη και το νερό κόβεται για οικονομία, ενώ περισσεύουν τα λεφτά για αμέτρητες και πανάκριβες κάμερες. Αυτό το κλίμα αποχαλινώνει την εξουσιαστική δίψα του δεσμοφύλακα και τον αυταρχισμό του εισαγγελέα, κάνει ακόμη πιο γκρίζα την περιοχή των δικαιωμάτων και ακόμη περισσότερο κινούμενη άμμο κανόνες και κανονισμούς, που η εφαρμογή τους αφήνεται αποκλειστικά στην αυθεντία του κάθε μικρού εξουσιαστή. Ο σκοπός που αγιάζει είναι το «σπάσιμο» του κρατούμενου, αυτό εννοούν αυτοί με τον «σωφρονισμό».
Μας ειπώθηκε πως ό,τι οι αγροτικές φυλακές είναι σχεδόν άδειες, γιατί «κανείς δε θέλει να πάει να δουλεύει τόσο σκληρά». Ωστόσο, στην περίπτωσή σου, και οι αγροτικές παρουσιάστηκαν ως προνόμιο. Το ίδιο έγινε, από άλλη πλευρά του Τύπου, και με τους χρυσαυγίτες που μεταφέρθηκαν εκεί πρόσφατα. Πόσο προνόμιο είναι – πέραν των εκτειόμενων ημερών ποινής που τριπλασιαζονται – και, ακόμη περισσότερο, πόσο μπορεί να μετατραπεί σε προνόμιο ή σε βάσανο, αν το θέλει η διοίκηση;
Αγροτική φυλακή σημαίνει δουλειά, αλλά και μια ανάσα παραπάνω για τον κρατούμενο. Μετά από 16 χρόνια στα υπόγεια του Κορυδαλλού, θυμήθηκα πως είναι η δουλειά στο χωράφι, πως είναι ένα δέντρο, και πως είναι ο ανοιχτός ορίζοντας πέρα από τα 15 μέτρα του προαυλίου της φυλακής. Αυτό δεν χώραγε στο μίσος της Οικογενείας. Με το που ήρθε στην εξουσία, πρώτη της δουλειά στάθηκε να στήσει για μένα μια ατομική φυλακή μέσα στην Αγροτική της Κασσαβέτειας. Περικύκλωσαν τον μικρό οικίσκο της διαμονής μου με προβολείς τρομάζοντας την αλητοπαρέα των κεραμιδόγατων, δυο με τρία περιπολικά επιστρατεύτηκαν να με συνοδεύουν κάθε μέρα, στα 40 μέτρα που χώριζαν τον οικίσκο από το χώρο της δουλειάς, ομάδα ένοπλων στήνονταν όλη μέρα να με αγναντεύουν από το παρατηρητήριο, προκαλώντας, όλα αυτά, τη χλεύη των συγκρατούμενων και τα περιφρονητικά αλυχτίσματα των σκύλων.
Η λογική της αγροτικής φυλακής είναι ασύμβατη με την ακροδεξιά αντίληψη για την επανένταξη που έχει η κυβέρνηση. Ένας αξιόλογος θεσμός απαξιώνεται συστηματικά και υποβαθμίζεται, οι αγροτικές αδειάζουν από τους κρατουμένους που στοιβάζονται ασφυκτικά στις κλειστές, οι υποδομές αχρηστεύονται. Τα εννιά χιλιάδες στρέμματα των αγροτικών φυλακών, πολλά εκ των οποίων φιλέτα, προετοιμάζονται για να ικανοποιήσουν την λογική του πλιάτσικου που κυριαρχεί στα επιτελεία από την Μάξιμου ΑΕ (αλήθεια, πρώτη φορά βλέπω κυβέρνηση να μην ενοχλείται από ένα τέτοιο χαρακτηρισμό).
Πως διαμορφώνονται οι σχέσεις με τους ποινικούς κρατούμενους, όταν κάποιος μπαίνει στη φυλακή ήδη «διαβόητος» και με μια ιδιαίτερη, κατασκευασμένη, εικόνα όπως εσύ;
Οι ποινικοί κρατούμενοι, άνθρωποι «της πιάτσας», ξέρουν να μετρούν, να ακτινογραφούν τον κάθε καινούργιο που μπαίνει στη φυλακή. Οι ποινικοί, οι παλιοί ιδιαίτερα, έχουν μια γνώση χρόνων από τους πολιτικούς, ξέρουν από χρόνια να ξεχωρίζουν τον πολιτικό, αναγνωρίζουν την διαφορετική συνθήκη που τον έφερε στη φυλακή, τον σέβονται γιατί ξέρουν ότι κι αυτός τους λογαριάζει ως πρόσωπα, «τους βλέπει», με την ορολογία της φυλακής, ξέρουν, από την άλλη, επίσης, ότι ο πολιτικός δεν συναλλάσσεται ποτέ με την «υπηρεσία». Υπάρχει άλλωστε μια παρακαταθήκη κοινών αγώνων για τα προβλήματα της φυλακής, μέσα από τους οποίους οι κοινωνικοί κρατούμενοι είδαν πως επανοικειοποιείται η ανθρώπινη υπόσταση, η ανθρωπιά, μέσα από τον αγώνα. Και σήμερα, που η ακροδεξιά κυβέρνηση κλείνει συστηματικά τόσο δικαστικά όσα και σωφρονιστικά τις βαλβίδες ασφαλείας, με την έκρηξη να έρχεται όλο και πιο κοντά, εκείνοι οι αγώνες, νομίζω θα είναι και πάλι πυξίδα.
Έχεις μελετήσει εκτενώς την κατάσταση στη Λατινική Αμερική, κινηματική, πολιτικο-οικονομική, πολιτική… Υπάρχουν αναλογίες μεταξύ της αντιμετώπισης των εκεί ένοπλων κινημάτων και της αντιμετώπισης της ΕΟ17Ν στην Ελλάδα; υπάρχει «κοινή γραμμή»; Αναλογίες στον τρόπο με τον οποίο ξαναγράφεται η Ιστορία; Και αν ναι που το αποδίδεις;
Με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής μας χωρίζει ένας ωκεανός, ο Ατλαντικός και μία θάλασσα, η Μεσόγειος, μας ενώνει όμως κοινά πράγματα. Οι χώρες μας έχουν τους ίδιους πάτρωνες, τις ΗΠΑ, που θεωρούν την Λατινική Αμερική ιδιόκτητη αυλή τους και την Ελλάδα ιδιωτικό τους οικόπεδο ανάμεσα στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα. Το ίδιο ανήσυχο, όμως, υπήρξε και το κοινωνικό έδαφος των χωρών μας που το διατρέχει παρόμοιο διαχρονικό ρεύμα αντίστασης. Και γι αυτό παρόμοια μας μισούν οι εξαρτημένες ολιγαρχίες, «με το μίσος των αφεντικών απέναντι στους σκλάβους που εξεγείρονται», όπως έλεγε και ο Φιντέλ Κάστρο. Παρόμοια εγκληματοποιούν την δυναμική κοινωνική διαμαρτυρία, παρόμοια φτιάχνουν αντιτρομοκρατικούς νόμους που τους χρησιμοποιούν απέναντι στο λαϊκό κίνημα, όπως απέναντι στους Sem Terra (Χωρις Γη) στη Βραζιλία ή τους ηρωικούς Μαπούτσε στη Χιλή. Παρόμοια θέλουν να μας εκδικηθούν, προσπαθούν να ξαναγράψουν την ιστορία, να δολοφονήσουν την μνήμη. Όπως έκαναν με τον Αμπιμάελ Γκουσμάν, τον ηγέτη του αντάρτικου στο Περού, που όταν πέθανε τον περασμένο Οκτώβριο στη φυλακή, από επιπλοκές ύστερα από απεργία πείνας, τον αποτέφρωσαν και δεν έδωσαν ούτε την τέφρα του στους δικούς του.
Η υποήπειρος υπήρξε πάντα ένας χώρος πολιτικού κοινωνικού και ιδεολογικού πειραματισμού για τις ΗΠΑ (δικτατορίες, εξαφανίσεις, Σχέδιο Κόνδωρ, Σχολή του Σικάγο στη Χιλή..). Από την άλλη όμως, ήταν πάντοτε και ένα πολιτικό κοινωνικό και ιδεολογικό εργαστήρι για το λαϊκό κίνημα. Οι τελευταίες εξελίξεις δείχνουν ότι ανοίγονται ξανά χώροι αντίστασης και η αντιδραστική αναδιάρθρωση φαίνεται να σκοντάφτει σε ανυπέρβλητα όρια. Στη Χιλή, όπως έδειξαν και οι πρόσφατες εκλογές, ο λαός αντιστέκεται στην επέλαση της ακροδεξιάς και τον πινοσετισμό, το ίδιο φαίνεται να γίνεται στην Βραζιλία και την Κολομβία (εκεί μάλιστα ανασυσταίνεται το FARC, μετά τις συνεχείς εμφυλιοπολεμικές δολοφονίες από κράτος και παρακράτος) ενώ, οι ΗΠΑ δεν τόλμησαν να επέμβουν, όπως ήθελαν, στρατιωτικά, στη Βενεζουέλα, καθώς αντιλαμβάνονται ότι θα προκαλέσουν γενικευμένη λαϊκή αντίσταση.
Υπάρχουν αναλογίες της ΕΟ17Ν με την ιταλική και τη γερμανική εμπειρία; πόσο η γεωπολιτική θέση της Ελλάδας άλλαζε τη δυναμική και τους στόχους, σε σχέση με άλλα ένοπλα ευρωπαϊκά κινήματα;
Υπάρχει κατ’ αρχήν μια βαθύτερη συγγένεια, που νοιώθουν αυτοί που είναι «σ’ όποιο μέρος της γης, σ’ όποια χώρα, εκεί όπου πολεμάνε και πεθαίνουν οι άνθρωποι για έναν καινούργιο κόσμο» όπως λέει ο ποιητής. Το νιώθαμε. Αυτό φάνηκε και το είδαμε και μέσα από τα γραφτά μας – δεν είναι τυχαίο που τα βιβλία μου μεταφράστηκαν πρώτα στα γερμανικά και στα ιταλικά. Είχαμε παρόμοιες εμπειρίες, κοντινές διαδρομές, υπήρξαμε κομμάτια της ίδιας ιστορίας. Ωστόσο υπήρχαν και σημαντικές διαφορές. Αυτοί βρέθηκαν στις μητροπόλεις, στα κέντρα του καπιταλισμού, σε χώρες με λίγο πολύ παγιωμένη δομή και αποικιακό πολεμικό παρελθόν. Εμάς μας έλαχε να παλεύουμε σε μια ημιπεριφερειακή χώρα, εξαρτημένη, με μια κυρίαρχη λματ (λούμπεν μεγαλοαστική τάξη), μια χώρα με αστάθεια κοινωνική και πολιτική, με τεράστιες ταξικές αντιθέσεις, που γνώρισε μαζική εθνική αντίσταση, εμφύλιο, δικτατορία, άτυπη αμερικάνικη κατοχή. Αυτό το διαφορετικό παρελθόν βαραίνει ακόμη και όπως φαίνεται και στις διαφορές απέναντι στον τρόπο που αντιμετωπίστηκαν οι πολιτικοί κρατούμενοι. Στην Ιταλία και τη Γερμανία, (ακόμα και στην Ισπανία, με τις εθνικοαπελευθερωτικές αναφορές των Βάσκων), οι πολιτικοί κρατούμενοι, ακόμη και οι πιο επιβαρυμένοι με κατηγορίες, αντιμετωπίστηκαν σαν πολιτικοί, ενώ στην Ελλάδα, με μια ολοένα και «πιο» λούμπεν λματ και με το ανάλογο σημερινό πολιτικό προσωπικό, αντιμετωπίζονται με καθαρά εμφυλιοπολεμικούς όρους. Και αν σήμερα δεν υπάρχουν στρατοδικεία, η διατεταγμένη δικαιοσύνη αναλαμβάνει να υλοποιήσει την απαίτηση να αποσπάσει δήλωση μετανοίας, όπως παλιά, όσο και αυτήν για τη βιολογική εξόντωση, όπως γίνεται όταν ένας επίσημα πιστοποιημένος κατά 98% ανάπηρος, αποφασίζεται να παραμείνει στη φυλακή «για να μην διαπράξει τα ίδια αδικήματα».
Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά την εξάρθρωση, πόσο έχει καταφέρει να αλλάξει την εικόνα της ΕΟ17Ν η εξουσία και η συστημική δημοσιογραφία; την δική σου εικόνα και την εικόνα άλλων μελών;
Θυμάμαι το καλοκαίρι του 2002, στην κορύφωση αυτής της προσπάθειας είχαν βγει γκάλοπ που έλεγαν ότι το 24% περίπου των πολιτών, ένας στους τέσσερις Έλληνες, συμφωνούσε με τα κείμενα της 17Ν. Τα χρόνια που ακολούθησαν, αλλά και στις έξι άδειες που ομόφωνα μου δόθηκαν, στις επαφές που είχα με απλούς ανθρώπους, εισέπραττα ένα κλίμα εντελώς διαφορετικό από αυτό που ήθελαν να παρουσιάζουν η εξουσία και τα ΜΜΕ της υστερίας. Ο εμφυλιοπολεμικός λόγος που παραπέμπει σε μνήμες άλλων εποχών, το τυφλό μίσος η άκρατη ταξική εκδικητικότητα, ο βαθιά διχαστικός λόγος λειτουργούν ανάποδα από αυτό που επιδιώκουν.
Η περίφημη «πρώτη γενιά» παραμένει ένα κεφάλαιο άγνωστο, μια τεράστια έλλειψη στην λαϊκή μας ιστορία αντίστασης, αν και ακόμη κι οι εχθροί της παραδέχονται ό,τι δικαιώνεται, κάτι που επίσης θεωρεί και ένα ιδιαίτερα σημαντικό κομμάτι του λαού. Πως μπορεί όμως να γραφεί η λαϊκή ιστορία με τη σιωπή και την άγνοια; Πιστεύεις ό,τι είναι καιρός, ό,τι οφείλουν κάποιοι να μιλήσουν;
Από την πλευρά μου προσπάθησα, με τα όσα ξέρω, όποτε έγραψα, να σταθώ με σεβασμό απέναντι στην ιστορία και τα πρόσωπα. Σήμερα, και καθώς χάνονται σιγά σιγά σημαντικά κομμάτια εκείνης της ιστορίας – χωρίς να έχω πλήρη γνώση για εκείνη την περίοδο και για την βιολογική κατάσταση αυτών των ανθρώπων σήμερα, θεωρώ ότι όσοι μπορούν θα έπρεπε να μιλήσουν. Οφείλουν να μιλήσουν. Καταλαβαίνω τους λόγους που δεν το κάνουν – υπάρχει και αυτή η θέση στο κίνημα – ωστόσο, ας το δουν με την ύστερη γνώση των χρόνων που μεσολάβησαν.
Η βιβλιογραφία για την δίκη της ΕΟ17Ν, από γνωστούς νομικούς, δείχνει ξεκάθαρα πόσο στημένη και άδικη ήταν. Παράλληλα, είχαν φροντίσει να γίνει χωρίς λαϊκή εκπροσώπηση, χωρίς ενόρκους. Γιατί απέφυγαν τη λαϊκή εκπροσώπηση;
Μια τέτοια δίκη είναι εξ ορισμού άδικη, καθώς το Δίκαιο της Ισχύος δικάζει το δίκιο του αγώνα. Άλλωστε η δικαστική διαδικασία άρχισε με το έγκλημα του Ευαγγελισμού, όπου κομματιάστηκε σωματικά και ψυχικά ένας άνθρωπος, ο Σάββας. Ακολούθησε μια ειδική δίκη, με ειδικούς δικαστές, ειδικούς νόμους (και αναδρομικούς) και ειδική δικονομία, με τα επιτελεία να οργανώνουν μια τεράστια εκστρατεία μέσα από το ΜΜΕ για να απαξιώσουν τους ανθρώπους που δικαζόντουσαν, για να μην ακουστεί ο λόγος τους για να στρέψουν τον κόσμο εναντίον τους. Θυμάμαι, όταν έκλεισα την απολογία μου, με τους στίχους του Παλαμά από τους «Πατέρες», μέσα σε ένα ιδιαίτερο κλίμα εκείνη την ημέρα, με πλησίασε ένας συγκατηγορούμενος και μου ψιθύρισε «γι΄ αυτό δεν μεταδώσανε τη δίκη».
Η απεργία πείνας σου (και όσα γέννησε στο δρόμο) υπήρξε γεγονός – σταθμός την περίοδο της πανδημίας. Το κίνημα συμπαράστασης ήταν συγκινητικό, τολμώ να πω συγκλονιστικό. Η κοινωνία έθετε το ζήτημα της ύπαρξης Κράτους Δικαίου με τον πιο έντονο τρόπο, κινούμενη από αλληλεγγύη σε έναν άνθρωπο που η δημόσια εικόνα του, ακόμη και κοντά 20 χρόνια μετά, αποτελεί έργο και δημιούργημα εν εξελίξει ξένων και ιθαγενών κέντρων εξουσίας. Πως βλέπεις εσύ, από τη μικρή έστω αυτή απόσταση πια, τα γεγονότα;
Καθηλωμένος στην απόλυτη απομόνωση της εντατικής σε ημιληθαργική κατάσταση, εγώ δεν ήμουν σε θέση να αντιλαμβάνομαι τις διαστάσεις αυτού του κινήματος. Χρειάστηκε να περάσει καιρός για να μπορώ να δω και να καταλάβω, να δω την έκταση των αντιδράσεων, να αναγνωρίσω στους δρόμους παλιές φυσιογνωμίες και καινούργια πρόσωπα, να δω δηλώσεις και ψηφίσματα, τους τόσους πολλούς ανθρώπους που υπόγραφαν απ’ όλον τον κόσμο. Δεν ήμουν σε θέση να δω και να νοιώσω αυτήν την πνοή, εκείνες τις ατελείωτες ώρες, τις μακριές μέρες, με τα ξαφνικά πυκνώματα και αραιώματα του χρόνου, που τον μετρούσαν οι εφιαλτικοί ήχοι από τα μηχανήματα της εντατικής, οι σιωπηλοί θάνατοι στα διπλανά κρεβάτια, τα περάσματα των γιατρών με τις διαρκείς πιέσεις τους, τις μικρές και μεγαλύτερες προδοσίες της δεοντολογίας τους, η ζεστή ματιά – όαση του νοσηλευτή, το ληθαργικό απότομο βύθισμα με την ολοένα και πιο αργή ανάδυση ξανά στην επιφάνεια, με την απόμακρη ήρεμη φωνή μέσα μου να μου λέει «εντάξει δεν ήταν η τελευταία…» και την υπομονετική απάντηση «αντέχω» στην ανόητη ερώτηση «τι κάνεις» που ηχούσε κάθε τόσο στ’ αυτιά μου.
Ένα ολόκληρο σύστημα μηχανορραφούσε εναντίον μου, φτιάχτηκε ένας φωτογραφικός νόμος για να μη μπορώ να μείνω στην αγροτική, με αναφορά στο όνομά μου, παράνομες αποφάσεις πάρθηκαν και δικαιολογηθήκαν με ψέματα και παράνομες υπογραφές εκ των υστέρων, προκλητικά ψεύδη για την μεταγωγή μου δήθεν στον Κορυδαλλό σερβιρίστηκαν στον κόσμο, μια ολόκληρη εκστρατεία οργανώθηκε σε βάρος μου, μέσα από τα ΜΜΕ. Όλη αυτή η πρόκληση, ότι για σένα δεν ισχύει κανένας νόμος, μόνον η καθαρή πρωτόγονη εκδίκηση, ότι είσαι στα χέρια μας τώρα, ότι θα σε εξοντώσουμε, όπως εμείς θέλουμε, έβαζε ξανά μπροστά το παλιό δίλημμα ή θα παραδοθείς, ή θα δεχτείς την πρόκληση για αγώνα ή θα παραδοθείς χωρίς αγώνα. Η επιλογή ήταν κατ’ αρχήν θέμα αξιοπρέπειας Ποτέ δεν ήταν ένα ζήτημα μιας απλής μεταγωγής και κανείς δεν το εξέλαβε έτσι. Γι’ αυτό κανείς δεν ρώταγε, όπως ρώταγε υποκριτικά το υπουργείο, «μα θα πεθάνει για μία μεταγωγή;», (ομολογούσαν έτσι ότι θα με αφήναν να πεθάνω για μια μεταγωγή). Είπα ότι αν είναι να γίνει έτσι, ας γίνει με τους δικούς μου όρους. Τουλάχιστον δεν θα χανόταν στη σιωπή της φυλακής ότι μηχανεύτηκαν σε βάρος μου , θα έβγαινε στο φώς. Και βγήκε.
Τόσο πολλοί και τόσο διαφορετικοί πολιτικά – ιδεολογικά άνθρωποι συμπαραστάθηκαν γιατί ένοιωσαν ότι τους αφορούσε αυτό που γινόταν. Ότι αυτή η υπόθεση δεν ήταν μόνο η εξαίρεση ενός ατόμου από κάποιο δικαίωμα, ήταν μια απειλή για τα δικαιώματα γενικότερα, μια προαναγγελία ολοένα και πιο γενικευμένης καταπάτησης των κανόνων και όταν ένα κράτος παραβιάζει τους κανόνες που το ίδιο έθεσε, είναι κάπου εκεί κοντά ο απόλυτος ολοκληρωτισμός. Επιπλέον τόσο πολλοί και τόσο διαφορετικοί άνθρωποι αντέδρασαν στο ύφος του ηγεμόνα που επιδείκνυαν μικροί και μεγάλοι επίδοξοι ηγεμόνες της κυβέρνησης, στο «αποφασίζουμε και διατάσσουμε», στην περιφρόνηση των αντιδράσεων, στην απεχθή αλαζονεία που εκπέμπει η επίδειξη της αυθαιρεσίας μιας δυναστείας «ελέω θεού» που θεωρεί αυτονόητο δικαίωμα να διατάσσει κατά βούληση, και απαιτεί να αναγνωρίζεται αυτό από τους υπηκόους σαν «φυσικό της δικαίωμα»
Υπήρχε μία καθεστωτική αλλαγή, που μπορεί να υπερβαίνει τα όρια της χώρας. Εδώ όμως, αυτά γίνονται με τον ελληνικό τρόπο. Από μία κυβέρνηση, που ο σκληρός πυρήνας της διαδραματίζει ισχυρό ρόλο στην οικονομική ζωή της χώρας, και ταυτόχρονα έχει οικογενειακή παράδοση στην οργάνωση της διαπλοκής ανάμεσα στην οικονομική και πολιτική εξουσία. Μία κυβέρνηση που εξειδικεύει τη διεθνή νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση με τον δικό της τρόπο, με ένα συνολικό στρατηγικό σχέδιο. Οικονομικά επαναφέροντας βίαια τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα στις πηγές της, των Σικάγο μποις, του Πινοσέτ και της Θάτσερ, ανοίγοντας πλήρως στην ιδιωτική κερδοφορία την παιδεία, την υγεία, την κοινωνική ασφάλιση, το περιβάλλον, ξεπουλώντας τα πιο βασικά στρατηγικά δημόσια αγαθά, ισοπεδώνοντας δικαιώματα και εργασιακές σχέσεις. Πολιτικά, εφαρμόζοντας το ακροδεξιό δόγμα «νόμος και τάξη» για να μπορεί να υλοποιήσει απρόσκοπτα αυτήν την ατζέντα και να χτυπήσει την κοινωνική διαμαρτυρία που προβλέπουν ότι θα ενταθεί από την επίταση των κοινωνικών ανισοτήτων, την προέλαση της φτώχειας και την κατάρρευση του δημοσίου συστήματος υγείας. Και ιδεολογικά, για να επικρατήσουν οι νεοφιλελεύθερες ιδέες. Αλαζονεία, θρασύτητα, ιστορική αμάθεια και κοινωνική άγνοια μιας γενιάς ανακτορικού θερμοκηπίου που νομίζει ότι μπορεί να τελειώνει με τις «ελαττωματικές ιδέες» και τα «γερασμένα συνθήματα» της Αριστεράς, να αναμετρηθεί με αγωνιστικές μνήμες και βιώματα, και φαντασιώνεται ότι μπορεί να ξεμπερδέψει με την πάλη των τάξεων.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον η απεργία πείνας και το κίνημα που ξεκίνησε γύρω από αυτήν άνοιξαν έναν διάλογο με την κοινωνία. Έναν διάλογο μικρής εμβέλειας στην αρχή, καθώς τα ΜΜΕ τα τεθωρακισμένα του ιδεολογικού πολέμου επέβαλαν την ομερτά της σιωπής, ενώ τα τεθωρακισμένα της καταστολής επέβαλαν την σιδερένια φτέρνα του δόγματος «νόμος και τάξη». Όμως, σιγά σιγά αυτός ο αγώνας πήρε άλλες διαστάσεις. Η καταστολή έφερε μαζικοποίηση. Συναντήθηκαν διαφορετικοί χώροι και διαφορετικά κινήματα στο δρόμο, το κίνημα αλληλεγγύης συναντήθηκε με το σπουδαστικό κίνημα, την διαμαρτυρία απέναντι στη δολοφονική διαχείριση της πανδημίας, ενοποιήθηκαν διαφορετικά αιτήματα πάνω στην ίδια κοινωνική βάση, ως κοινή απάντηση σ’ ένα συνολικό στρατηγικό σχέδιο της κυβέρνησης . Ακόμη και συμβολικά το κέντρο της διαμαρτυρίας μετατοπίστηκε από τα Προπύλαια στο Σύνταγμα. Κάτι διαφορετικό γεννήθηκε.
Τα ίδια κέντρα επιδόθηκαν τότε εκ νέου στον αγώνα να σε διαχωρίζουν, να λασπολογούν και να ζητούν, κυνικά, ακόμη και το θάνατό σου. Παρουσίασαν ακόμη και την απόφασή σου να μας ακούσεις, και να ζήσεις, ως «ήττα» σου.
Λέει ο γέρο Μαρξ, σε μια επιστολή τον Κούγκελμαν, «θα ήταν πολύ πιο εύκολο να αναλαμβάνεις έναν αγώνα μόνο με την προϋπόθεση ότι υπάρχουν αλάθητα ευνοϊκές πιθανότητες επιτυχίας». Λοιπόν, το πρωί της 8ης Ιανουαρίου που άρχιζα την απεργία, με τελευταία μνήμη φαγητού το κέρασμα του Γιάννη την προηγούμενη μέρα στη γιορτή του, οι πιθανότητες, μόνον ευνοϊκές δεν ήταν. Ήταν οι γενικές συνθήκες της κατασταλτικής αντεπίθεσης, ήταν η Οικογένεια, ήταν οι ειδικές συνθήκες όλου του τοπικού συστήματος, (φυλακή, εισαγγελία, νοσοκομείο) που δεν αφήναν περιθώρια ελπίδας.
Οι πιέσεις ήταν ασφυκτικές. Τα δεκάδες τηλεφωνήματα κάθε μέρα και κάθε ώρα της μέρας, κυρίως από την εισαγγελέα και την ΓΓΑΠ, προς όλους όσους εμπλέκονταν στην υπόθεση, από τον διοικητή του νοσοκομείου μέχρι τους φρουρούς που ξεροστάλιαζαν στον διάδρομο ή στέκονταν αμήχανα μέσα στο θάλαμο της αυστηρά αποστειρωμένης εντατικής με τις μπότες, τη στολή και όλη την εξάρτηση. Και έφταναν σε τραγελαφικές καταστάσεις. Θυμάμαι μια μέρα έναν ένστολο που μπούκαρε μέσα στην εντατική χωρίς καμία προφύλαξη για να μεταφέρει, χωρίς ενδοιασμούς , σε έναν κατάπληκτο νοσηλευτή, που τον πέρναγε για γιατρό, την τελευταία εντολή της εισαγγελέως να μου δώσουν κρυφά κάποιο φάρμακο, ή τον φρουρό που πετάχτηκε όρθιος προσοχή, όπως στις παλιές ελληνικές ταινίες, για να απαντήσει στο τηλέφωνο στην εισαγγελέα επιβεβαιώνοντας αγχωμένος, «μάλιστα κυρία εισαγγελέα, και εγώ δεν καταλαβαίνω πως ο μέσος Έλληνας συμπαραστέκεται σε έναν τρομοκράτη»! Και καθώς οι μέρες περνούσαν, οι πιέσεις γινόντουσαν πιο ασφυκτικές. Οι αντιστάσεις των γιατρών δοκιμάζονταν, αν και κάποιοι ευθύς εξ αρχής είχαν δηλώσει ότι δεν θα πήγαιναν ενάντια στους νόμους του κράτους (και θα πήγαιναν ενάντια στους κώδικες της δικής τους δεοντολογίας). Καθώς οι δυνάμεις μου με εγκατέλειπαν και ενώ ο οργανισμός μου κανιβάλιζε ότι είχε απομείνει από το σώμα μου και έκλεινε έναν έναν τους διακόπτες, έβρισκα το μυαλό μου να ταξιδεύει νοερά σε αγαπημένα μέρη, να αποχαιρετά έναν-έναν τους αγαπημένους, να ψιθυρίζει τα τελευταία λόγια στο γιο μου, που έλιωνε κι αυτος σε μια παράλληλη, άτυπη κι αδήλωτη απεργία πείνας, ύστερα στο μισόφωτο της εντατικής υποδεχόμουν ήρεμα τα αγαπημένα χαμένα πρόσωπα που έρχονταν και περίμεναν σιωπηλά. Ένοιωθα ότι ήμουν έτοιμος να περάσω απέναντι.
Όμως, δεν θα με αφήναν να πεθάνω. Κατάλαβα κάποια στιγμή ότι θα μου στερούσαν το έσχατο δικαίωμα της απεργίας πείνας, το δικαίωμα να «φύγω». Ο γιατρός που κράδαινε απειλητικά από πάνω μου τους σωλήνες, περιμένοντας να κάνει διασωλήνωση ήταν μια μικρή μόνο επιβεβαίωση. Το σύστημα δεν μπορούσε να αντέξει έναν θάνατο. Μπορούσε όμως να διαχειριστεί με αγαλλίαση, μια σοβαρή ανήκεστη βλάβη, και το φάσμα του ανήκεστου σήμαινε ότι θα φόρτωνα στους δικούς μου έναν ανάπηρο και στο κίνημα, ένα σύμβολο – φυτό. Το βάρος της απόφασης ήταν αποκλειστικά δικό μου.
Ήταν ήττα η διακοπή της απεργίας; Θα ήταν νίκη ένα σώμα φυτό ή και ένας θάνατος; Ήταν μία μάχη που δεν κερδήθηκε στο αίτημά της. Νομίζω όμως, ότι κερδήθηκε αλλού. Έβγαλε στο φώς και ανάδειξε σε όλη της την έκταση την οργανωμένη παρανομία της κυβέρνησης, με στόχο ένα και μόνο πρόσωπο, προσωπικό της στόχο, εξευτέλισε τους εμπνευστές της, ταρακούνησε το σύστημα και άφησε υλικά για άλλους αγώνες και αυτό νομίζω ήταν σημαντικό. Ένα κράτος τα έβαλε με έναν ετοιμοθάνατο και επιστράτευσε όλα τα μέσα που είχε για να τον νικήσει. Το μέγεθος της σύγκρουσης φάνηκε στα θριαμβευτικά επινίκια του πρωθυπουργού που συνέχαιρε τον εαυτό του για την λαμπρή νίκη του κράτους απέναντι σε έναν ημιθανή απεργό πείνας, (όσο και στα σχόλια εκείνων των κάποιων «προοδευτικών» που σιγοντάριζαν τη χαρά του, πανηγυρίζοντας χαιρέκακα την υποχώρηση, από μια μάχη που αυτοί ποτέ δεν θα τόλμαγαν να δώσουν).
Ποιά είναι σήμερα η κατάσταση της υγείας σου; τι λένε οι γιατροί;
Ύστερα από 65 ημέρες απεργίας είχα απομείνει, όπως είπαν οι γιατροί ένας σάκος με κόκκαλα. Ύστερα από πολύμηνη πορεία αποκατάστασης, που είναι από μόνη της άλλη μια ιστορία σιωπηλής μικροψυχίας και εκδικητικότητας, η κατάσταση είναι πια η αναμενόμενη. Κάτι διασώθηκε, κάτι χάθηκε. Κάτι επανήλθε, κάτι δεν θα επανέλθει. Έτσι είναι, δεν παραπονιόμαστε γιατί «αυτά που δεν ήρθαν μην τα κλαίς, γι’ αυτά που τα’ χες και δεν τα’δωσες κλάψε», Παραμένω πολιτικός κρατούμενος και παραμένουν πάντα έγκυρα όλα τα μέσα πάλης που διαθέτει ένας πολιτικός κρατούμενος.
Από τον Εμφύλιο, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν τη χώρα μας απλώς ως «χώρο» στον οποίο συμφέροντα, που πρέπει να υλοποιήσουν πάσῃ θυσία. Η πρεσβεία τους εμπλέκεται σε ζητήματα που συχνά δεν πάει ο νους, όπως το πανεπιστημιακό άσυλο (σύμφωνα με τις αποκαλύψεις των Wikileaks) ή το ζήτημα των δικαιωμάτων των πολιτικών κρατουμένων. Ταυτόχρονα, παρατηρούμε τη συνεχιζόμενη μετατροπή της χώρας σε ορμητήριο για τους πολέμους του ΝΑΤΟ. Μέχρι που βλέπεις πως μπορεί να οδηγήσει την Ελλάδα η υποταγή στους σχεδιασμούς τους;
Παρά τον σημαντικό ρόλο που παίζει η ΕΕ στον επικαθορισμό των εξελίξεων στη χώρα μας, δεν έπαψε να είναι, από το 1947, άτυπο προτεκτοράτο των ΗΠΑ και το πολιτικό της προσωπικό συμπεριφέρεται ως προσωπικό κάποιου κράτους μπανανίας, ταυτίζοντας τα προσωπικά τους συμφέροντα με τα συμφέροντα των ΗΠΑ, υποτάσσοντας τα συμφέροντα της χώρας στους στρατηγικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ. Δεν χρειάζονταν οι δημοσιεύσεις των Wikileaks για να μάθουμε ότι η Πρεσβεία είναι το ουσιαστικό κέντρο αποφάσεων, όμως επιβεβαιώσαμε άλλη μια φορά την χαμέρπεια των πολιτικών και πνευματικών ταγών της χώρας, που συνωστίζονται στα γραφεία του Πρέσβη και εκλιπαρούν για το μέλλον τους, αλληλοϋπονομεύονται και αλληλοκαρφώνονται. Υπάρχουν και άλλες αμερικανόδουλες κυβερνήσεις στον κόσμο, όμως οι δικές μας διεκδικούν επάξια το πρωτάθλημα. Ιδίως η σημερινή: ξεπέρασε όλες τις προηγούμενες με την πλήρη στράτευσή της στα πιο επικίνδυνα πολεμικά παιγνίδια των ΗΠΑ ( αλλά και του Ισραήλ στο οποίο παραχωρεί τις στρατιωτικές βάσεις). Δεν είναι μόνον ο υπουργός Άμυνας που με το εμφυλιοπολεμικό «Στρατηγέ ιδού ο στρατός σας» ορκίστηκε ότι ο ελληνικός στρατός όπως μάτωσε για τις ΗΠΑ στο παρελθόν θα ματώσει και σήμερα. Δεν είναι λόγια ενός γραφικού ακροδεξιού γιατί και ο σοβαρός υπουργός Εξωτερικών δήλωσε ότι συμμετέχουμε ενεργά στην εκστρατεία των ΗΠΑ κατά της Ρωσίας με τις βάσεις (από την Αλεξανδρούπολη μέχρι το Ακτιο) , με το πολεμικό ναυτικό και με τις άλλες στρατιωτικές μας δυνάμεις. Άλλωστε με την τελευταία αποικιακή συμφωνία για τις βάσεις (τον Οκτώβριο του 2021) η κυβέρνηση παραχώρησε τα πάντα και για πάντα. Όλο το ελληνικό έδαφος όλες τις στρατιωτικές δομές, όλες οι υποδομές της χώρας έτσι που ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μπλίνκεν, να περιγράφει ωμά την Ελλάδα ως στρατηγικό κόμβο στο στρατηγικό σύστημα των ΗΠΑ. Δεν μας είπε βέβαια τι συνεπάγεται αυτό. Το είπε όμως, ο Ρώσος Πρέσβης στην Αθήνα, Αντρέι Μασλόφ: «Θα προκληθούν τα απαραίτητα ρωσικά στρατιωτικά αντίμετρα».
Πώς σκέφτεσαι τη ζωή σου σε 5-10 χρόνια;
Στη φυλακή δεν μπορεί να μην έχεις όνειρα, μικρά όνειρα που τα ξεσηκώνει μια σκέψη, μια ανάμνηση, μια μακρινή φωνή, κάτι πολύ μικρό κι ασήμαντο, το κελάηδημα του κατακίτρινου αποδημητικού, το κοκκινωπό φύλλο που έστειλε ο αέρας στο τσιμεντένιο προαύλιο, το φεγγάρι που αγκυλώθηκε στην ατσάλινη σερπαντίνα πάνω από τον τοίχο της φυλακής. Στα όνειρα μου όμως πιο μεγάλο είναι εκείνο το όνειρο ότι θα έρθει μια μέρα που θα κάνει ώστε να μπορεί ο καθένας μας να έχει δικαίωμα στα δικά του μικρά όνειρα και να μπορεί να ελπίζει ότι θα τα δει να γίνονται πραγματικότητα.