Σήμερα κλείνουν 104 χρόνια από τη ρωσική σοσιαλιστική επανάσταση του 1917, που άφησε το στίγμα της στη σύγχρονη ιστορία όσο ελάχιστα γεγονότα. Οσο απομακρυνόμαστε χρονικά από τη στιγμή της εξέγερσης του Οκτώβρη τόσο οι ιδέες και οι αγώνες του τότε γίνονται όλο και πιο αναγκαίοι στο σήμερα. Αυτά τα λόγια ίσως φαντάζουν σε κάποιους γραφικά και αντιφατικά. Είναι η αντικειμενική πραγματικότητα, απαντάμε εμείς. Τι έχει αλλάξει ουσιαστικά, από κοινωνικοοικονομική άποψη, από όλα όσα πυροδότησαν την προλεταριακή επανάσταση, πριν από εκατό και βάλε χρόνια;
Η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο όχι μόνο δε σταμάτησε αλλά εντείνεται διαρκώς, αγγίζοντας τους εργαζόμενους σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, από τις οικονομικά εξαρτημένα και υποτελείς χώρες ως τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις. Οι πόλεμοι και οι στρατιωτικοί ανταγωνισμοί εξακολουθούν να υφίστανται και το μακέλεμα των λαών μαζί με αυτούς. Η οικολογική καταστροφή μεγεθύνεται. Η απαξίωση της δημόσιας υγείας και παιδείας είναι επίσης οφθαλμοφανής (για όποιον θέλει να δει βέβαια). Ο παγκόσμιος ιμπεριαλισμός σαπίζει ακόμα κι όσο περνάει ο καιρός η βρώμα του γίνεται ολοένα και πιο ανυπόφορη.
Επομένως, η πάλη για τη νίκη του κομμουνισμού παγκόσμια παραμένει αναγκαία και επιτακτική. Βέβαια, ο αγώνας αυτός μόνο εύκολος δεν είναι. Το προλεταριάτο μαζί με τα σύμμαχα εργαζόμενα στρώματα και τους υποδουλωμένους λαούς και έθνη πρέπει να περάσει διά πυρός και σιδήρου για να κατακτήσει μια τέτοια νίκη, όπως το κατόριωσαν η εργατιά και η αγροτιά της Ρωσίας κάτω από την καθοδήγηση των μπολσεβίκων πριν από 104 χρόνια.
Η σημασία του μπολσεβίκικου κόμματος και η συνεισφορά του στη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης είναι αδιαμφοσβήτητη. Από τη στιγμή της ίδρυσης του κόμματος το 1903 ως και το ξέσπασμα της επανάστασης, ο ρόλος του σε όλη την ιστορική περίοδο συνδέεται άμεσα με την ταξική πάλη που διεξαγόταν στη ρωσική αυτοκρατορία εκείνη την περίοδο. Μια περίοδο έντονων ταξικών αγώνων και ανακατατάξεων και στο εσωτερικό της τσαρικής αυτοκρατορίας και στο διεθνή στίβο.
Η πρώτη φάση είναι η περίοδος που σχηματίζεται το κόμμα το ως το 3ο συνέδριο, αρχές του 1905. Εκείνη την περίοδο το κόμμα είναι αδύναμο και προτεραιότητά του είναι η στερέωση και διατήρησή του, κάτι απολύτως λογικό, καθώς από τη μία υπήρχε η επίθεση του τσαρισμού και των λοιπών αντιδραστικών δυνάμεων και από τη άλλη η εσωκομματική πάλη με τους μενσεβίκους και διάφορα άλλα οπορτουνιστικά στοιχεία.
Ταυτόχρονα με το κόμμα και η εργατική τάξη της Ρωσίας είναι ακόμα νεαρή, ειδικά σε σύγκριση με εκείνη της δυτικής Ευρώπης. Οι δικές της διεκδικήσεις και αγώνες έχουν στενό οικονομικό χαρακτήρα ή αν έχουν λίγο πιο πολιτικό περιορίζονται σε τοπικά πλαίσια. Η επιρροή του κόμματος εκείνη την περίοδο είναι σχετικά μικρή. Αυτό όμως αλλάζει σταδιακά και παίρνει άλλη δυναμική στην εξέγερση του 1905.
Στην επανάσταση του 1905 οι μπολσεβίκοι παίζουν ενεργό ρόλο στην πορεία της, κερδίζουν με τη στάση τους την εμπιστοσύνη και τη συμπάθεια ολοένα και μεγαλύτερου κομματιού της εργατικής τάξης και είναι η μόνη πολιτική οργάνωση με ξεκάθαρη πολιτική θέση σε επαναστατική κατεύθυνση. Ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι υποστήριζαν ότι η επανάσταση στη Ρωσία είχε εκείνη την περίοδο δημοκρατικό χαρακτήρα, αλλά η εξουσία θα έπρεπε να παρθεί όχι από την αστική τάξη, η οποία είχε προδώσει τον ιστορικό της ρόλο, αλλά από τους εργάτες και τους αγρότες. Η επανάσταση αυτή θα εξελισσόταν σταδιακά και στο μέτρο του δυνατού από δημοκρατική σε σοσιαλιστική.
Οι μενσεβίκοι αποδέχονταν το δημοκρατικό χαρακτήρα της επανάστασης, αρνούνταν όμως τον ηγετικό ρόλο της εργατιάς και θεωρούσαν ότι η μόνη θέση που υπήρχε για το προλεταριάτο ήταν αυτή της αριστερής αντιπολίτευσης. Υποστήριζαν ότι μιας και η επανάσταση είναι δημοκρατική, την ηγεμονία της έπρεπε να έχει η αστική τάξη, η οποία όμως είχε συμβιβαστεί με το τσαρικό καθεστώς, είχε απωλέσει τον όποιο επαναστατικό χαρακτήρα της και το πολύ-πολύ να ζητούσε κάποιες μικρές αλλαγές στο πλαίσιο της μοναρχίας. Ταυτόχρονα, υποτιμούσαν το ρόλο της αγροτιάς ως συμμάχου του προλεταριάτου, χαρίζοντάς την έτσι στην τσαρική αντίδραση. Χρησιμοποιούσαν ψευτοαριστερή φρασεολογία για να δικαιολογηθούν και ισχυρίζονταν πως οποιαδήποτε συμμετοχή του προλεταριάτου σε μια τέτοια κυβέρνηση αποτελεί προδοσία του σοσιαλισμού.
Ετσι, την περίοδο 1905-1907 (περίοδος της πρώτης επανάστασης), το κόμμα των μπολσεβίκων βγήκε έχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη των πιο πρωτοπόρων τμημάτων της εργατικής τάξης, σε αντίθεση με τους μενσεβίκους που φανερώθηκαν ως συμβιβαστές και καιροσκόποι. Γι’ αυτό την εποχή της αντεπανάστασης και της μεγάλης αντίδρασης, από την ήττα της επανάστασης ως το 1912, οι μπολσεβίκοι κατάφεραν να κρατήσουν επαφή με το προλεταριάτο. Παρά τις φυλακίσεις, τις εξορίες και την άγρια τρομοκρατία, το κόμμα παρέμεινε ζωντανό και ενεργό.
Το 1911 ξεκίνησε μια σταδιακή άνοδος του επαναστατικού κινήματος (περίπου 100.000 απεργοί εκείνη τη χρονιά). Τον Απρίλη του 1912 η απεργία στα χρυσορυχεία του Λένα, στη Σιβηρία, πνίγεται στο αίμα από τη χωροφυλακή, έπειτα από εντολή τσαρικών αξιωματικών. Πάνω από 500 τραυματίες και νεκροί εργάτες.
Μαζικές πορείες και απεργίες έγιναν σε Μόσχα, Πετρούπολη και άλλα βιομηχανικά κέντρα. Το επαναστατικό κίνημα είχε βγει από το λήθαργό του. Εγραφε χαρακτηριστικά ο Στάλιν στη μπολσεβίκικη εφημερίδα «Ζβεζντά» (Αστέρι) : «Οι τουφεκιές του Λένα έσπασαν τον πάγο της σιωπής και κίνησε το ποτάμι του λαϊκού κινήματος». Οι μεγάλες απεργίες της Πρωτομαγιάς υιοθέτησαν κάποια από τα πολιτικά συνθήματα των μπολσεβίκων, όπως αυτά για λαϊκή δημοκρατία και δήμευση της τσιφλικάδικης γης.
Γενικά, η περίοδος 1912-1914 σημαδεύεται από έντονους ταξικούς αγώνες και μια μεγαλύτερη πολιτικοποίηση των εργατών και των υπόλοιπων λαϊκών στρωμάτων. Την επαναστατική αυτή άνοδο θα έρθει να ανακόψει η έναρξη του Α΄ παγκόσμιου πολέμου. Η Ρωσία κήρυξε γενική επιστράτευση τον Ιούλη του 1914 και μπήκε στον πόλεμο.
Η διεθνής σοσιαλδημοκρατία, που λίγο πριν διαβεβαίωνε το προλεταριάτο πως σε περίπτωση ιμπεριαλιστικού πολέμου θα εναντιωθεί σε αυτόν, πρόδωσε και σύρθηκε πίσω από τις αστικές τάξεις της εκάστοτε χώρας, επιβεβαιώνοντας έτσι την οπορτουνιστική κατρακύλα που είχε ξεκινήσει χρόνια πριν. Ομως ο Λένιν και οι σύντροφοι του, όπως επίσης και μειοψηφίες σε κάποια σοσιαλδημοκρατικά κόμματα (όπως οι Λούξεμπουργκ και Λίμπκνεχτ στη Γερμανία) κράτησαν ψηλά τη σημαία του προλεταριακού διεθνισμού και κατήγγειλαν τον πόλεμο ως άδικο και από τις δυο μεριές. Η πιο ξεκάθαρη στάση ήταν αυτή των μπολσεβίκων που τόνιζαν ότι ο εχθρός βρίσκεται μέσα στη χώρα και ότι καθήκον των επαναστατών και του προλεταριάτου είναι η ανατροπή της αστικής τάξης που βρίσκεται επικεφαλής. Επίσης, οι κομμουνιστές της Ρωσίας κατακεραύνωσαν πολιτικά τους ξένους και ντόπιους ρεβιζιονιστές και τόνισαν τη σημασία της προδοσίας τους και του ρόλου τους ως τσιράκι του ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου.
Τα χρόνια που ακολούθησαν το κόμμα κυνηγήθηκε έντονα για άλλη μια φορά. Μαθημένοι όμως να δουλεύουν μέσα στην παρανομία και τις δυσκολίες, οι μπολεσβίκοι συνέχισαν την επαναστατική τους δράση. Εντονη δραστηριότητα συνέχισαν να έχουν στη βιομηχανία, τονίζοντας στους εργάτες την ανάγκη για ειρήνη και ανατροπή του τσαρισμού, ενάντια στις μενσεβίκικες απόψεις που σέρνονταν πίσω από το σύνθημα του τσάρου και των αστών: «όλα για τον πόλεμο».
Πολλή σημαντική ήταν και η δράση που είχαν αναπτύξει οι κομμουνιστές μέσα στο στρατό. Δημιούργησαν παράνομους πυρήνες. Μοίραζαν διεθνιστικές αντιπολεμικές προκηρύξεις και γενικά έκαναν υπονομευτική δουλειά μέσα στα τσαρικά στρατεύματα, προπαγανδίζοντας τη συναδέλφωση των φαντάρων στο μέτωπο και πως οι στρατιώτες πρέπει να στρέψουν τα όπλα τους στο εσωτερικό της χώρας τους ενάντια στη «δική τους» κεφαλαιοκρατία που είναι ο πραγματικός εχθρός.
Η σπουδαιότητα της επαναστατικής δουλειάς των μπολσεβίκων αναδείχτηκε τρία χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου, στην επανάσταση του Φλεβάρη του 1917. Οι διαρκείς αποτυχίες του τσαρικού στρατού, σε συνδυασμό με την όλο και αυξανόμενη οικονομική καταστροφή, οδήγησαν στις πρώτες απεργίες τον Γενάρη του ‘17. Η εξέλιξη υπήρξε ραγδαία. Οι απεργίες αυξήθηκαν και οδήγησαν σε πολιτική απεργία, από εκεί σε γενική πολιτική διαδήλωση ενάντια στο τσαρικό καθεστώς και από εκεί στην ένοπλη εξέγερση.
Από τις πρώτες κιόλας μέρες της επανάστασης του Φλεβάρη άρχισαν να δημιουργούνται σοβιέτ εργατών και στρατιωτών, όπως ακριβώς είχε γίνει και το 1905. Τα σοβιέτ είχαν αναδειχθεί από το 1905 ως όργανα της ένοπλης εξέγερσης και ως έμβρυο της νέας επαναστατικής εξουσίας των εργατών, στρατιωτών και αγροτών.
Ο στρατός που κλήθηκε να χτυπήσει τις εξεγερμένες λαϊκές μάζες αρνήθηκε και πήγε με το μέρος τους. Χαρακτηριστικό γεγονός: στις 26 Φλεβάρη, ο 4ος λόχος του εφεδρικού τάγματος του συντάγματος Παβλόβσκι άνοιγε πυρ όχι ενάντια στους εξεγερμένους εργάτες, όπως είχε διαταχθεί να κάνει, αλλά ενάντια στην αστυνομία που συγκρούονταν με τους προλετάριους στα οδοφράγματα. Το πέρασμα των στρατιωτών με το μέρος της επανάστασης σήμανε και την οριστική νίκη, όπως και έγινε με την πτώση του τσάρου και το πέρασμα της εξουσίας στην Προσωρινή Κυβέρνηση.
Η κυβέρνηση αυτή δεν ήταν τίποτα άλλο από μια αστική κυβέρνηση που συνέχισε τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και δεν πήρε υπόψη της κανένα από τα αιτήματα των επαναστατημένων μαζών. Εδώ συνέβαλε μια σωρεία γεγονότων. Το κόμμα των μπολσεβίκων καθοδηγούσε και συμμετείχε ενεργά στον αγώνα στο δρόμο, όμως τα συμβιβαστικά κόμματα των εσέρων και των μενσεβίκων ήταν αυτά που πήραν την πλειοψηφία στα σοβιέτ. Εδώ έπαιξε ρόλο και η ευπιστία και απειρία των εξεγερμένων μαζών αλλά και η απουσία πολλών ηγετικών στελεχών των μπολσεβίκων (όπως οι Λένιν, Στάλιν, Σβερντλόφ), που βρίσκονταν είτε εξορία είτε σε φυλακές.
Η προσωρινή κυβέρνηση, με την έγκριση των εσερομενσεβίκων, που εμφανίζονταν ως εκπρόσωποι των εργατών-στρατιωτών, πρόδωσε τις προσδοκίες των επαναστατημένων μαζών. Οι μπολσεβίκοι δεν είχαν εκείνη την περίοδο ξεκάθαρη στάση απέναντι στην προσωρινή κυβέρνηση. Κάποιοι μπολσεβίκοι, όπως ο Κάμενεφ, ο Νόγκιν, ο Ρίκοφ, κρατούσαν μισομενσεβίκικη στάση υποστηρίζοντας υπό όρους την προσωρινή κυβέρνηση και τη συνέχιση του πολέμου από την πλευρά της Ρωσίας. Ο Στάλιν, ο Μόλοτοφ και άλλοι τάσσονταν ξεκάθαρα ενάντια στη συνέχιση του πολέμου και ακολουθούσαν πολιτική δυσπιστίας απέναντι στην κυβέρνηση.
Η επιστροφή του Λένιν τον Απρίλη του 1917 είναι αυτή που ξεκαθάρισε το κομματικό τοπίο. Ο Λένιν κατηγόρησε την προσωρινή κυβέρνηση ως ανοικτά προδοτική ως προς τις διεκδικήσεις της επανάστασης και δήλωσε ανοικτά πως έπρεπε να περάσει η εξουσία στα σοβιέτ. Πέρασμα της εξουσίας από τα χέρια των αστών σε αυτά του προλεταριάτου μέσω των σοβιέτ. Το γεγονός, βέβαια, ότι οι μπολσεβίκοι ήταν μειοψηφία στα σοβιέτ έριχνε το κύριο βάρος δουλειάς του κόμματος στο να αναδείξει τον προδοτικό ρόλο κυβέρνησης, εσέρων και μενσεβίκων και την αναγκαιότητα του περάσματος της εξουσίας στα σοβιέτ εργατών, αγροτών και στρατιωτών. Το κλείσιμο ειρήνης και η εθνικοποίηση της γης ήταν από τα κύρια ζητήματα που πρόβαλε ο Λένιν. Στην πλειοψηφία του το κόμμα υιοθέτησε τις προτάσεις του Λένιν. Υπήρξαν βέβαια και αντιδράσεις, κυρίως από τον Κάμενεφ και κάποια κομματικά μέλη (Ρίκοφ, Ζηνόβιεφ, Πιατακόφ) σε μια σειρά ζητημάτων.
Στις 20-21 Απρίλη έγιναν διαδηλώσεις, στις οποίες κάλεσαν οι μπολσεβίκοι, ενάντια στην προσωρινή κυβέρνηση. Η πολιτική της κυβέρνησης ξεμπροστιαζόταν όλο και πιο πολύ στα μάτια του λαού, κάτι που οδήγησε σε εσωτερική κρίση, με αποτέλεσμα το διώξιμο κυβερνητικών στελεχών και την είσοδο μενσεβίκων και εσέρων στην κυβέρνηση. Αυτά τα κόμματα είχαν δώσει τα διαπιστευτήριά τους στην αστική τάξη και τώρα συνέχιζαν να φανερώνονται ως πέμπτη φάλαγγα μέσα στο εργατικό κίνημα. Η ειρωνεία είναι ότι το 1905 οι μενσεβίκοι θεωρούσαν τη συμμετοχή σε μια επαναστατική δημοκρατική κυβέρνηση προδοσία από άποψη αρχών, αλλά δε δίστασαν να συμμετάσχουν σε μια ανοιχτά ιμπεριαλιστική αστική κυβέρνηση τον Μάη του 1917!
Τα αποτελέσματα της δουλειάς των μπολσεβίκων δεν άργησαν να φανούν. Στην Πετρούπολη που είχαν και τη μεγαλύτερη δύναμη κομματικά (αλλά ήταν και εκεί που χτύπαγε η καρδιά της επανάστασης) κατέκτησαν τα τρία τέταρτα των αντιπροσώπων της συνδιάσκεψης των εργοστασιακών επιτροπών, που συνήλθε 30 Μάη με 3 Ιούνη. Στο 1ο συνέδριο των σοβιέτ στις 3 Ιούλη, οι μπολσεβίκοι ήταν ακόμα μειοψηφία με 100 και κάτι αντιπροσώπους απέναντι σε 700-800 εσέρους, μενσεβίκους και άλλους.
Ο επαναστατικός αναβρασμός οδήγησε το προλεταριάτο της Πετρούπολης, στις 3 Ιούλη, σε μια σειρά αυθόρμητων διαδηλώσεων, οι περισσότερες εκ των οποίων ενώθηκαν σε μια μεγαλειώδη ένοπλη πορεία με κεντρικό σύνθημα «όλη η εξουσία στα σοβιέτ». Οι μπολσεβίκοι, θεωρώντας σωστά ότι δεν έχουν ωριμάσει ακόμα οι επαναστατικές συνθήκες, πίστευαν ότι μια ένοπλη διαδήλωση ήταν πρόωρη. Βλέποντας όμως ότι δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τους επαναστατημένους εργάτες και φαντάρους, πήραν την απόφαση να συμμετέχουν στη διαδήλωση με σκοπό να της δώσουν οργανωμένο χαρακτήρα, όπως και τελικά έγινε.
Ομως και παρά τον ειρηνικό χαρακτήρα της διαδήλωσης, ευέλπιδες και αξιωματικοί αιματοκύλησαν την πορεία. Τα γραφεία της μπολσεβίκικης εφημερίδας «Πράβντα» λεηλατήθηκαν. Αρχισαν να αφοπλίζουν τους κόκκινους φρουρούς. Εσπασαν τυπογραφεία και έκαναν συλλήψεις στελεχών του κόμματος. Ο Λένιν και μια σειρά μπολσεβίκων κατηγορήθηκαν για εσχάτη προδοσία. Στις 7 Ιούλη εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης του Λένιν.
Η προσωρινή κυβέρνηση συνασπισμού έδειξε το πραγματικό αντιδραστικό της προσωπείο. Η ειρηνική περίοδος της επανάστασης είχε τελειώσει. Τα σοβιέτ έγιναν ουσιαστικά παραρτήματα της κυβέρνησης κάτω από την εσερομενσεβίκικη καθοδήγηση. Το κόμμα πέρασε ουσιαστικά σε μια παράνομη κατάσταση και έκρυψε τον Λένιν. Επίσης, άρχισε να προετοιμάζεται για την ένοπλη εξέγερση.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, συνήλθε το 6ο συνέδριο του κόμματος. Με τον Λένιν να κρύβεται οι κεντρικές εισηγήσεις στα βασικά θέματα έγιναν από τον Στάλιν και ψηφίστηκαν από το συνέδριο. Στο κόμμα έγινε δεκτή και η ομάδα μεζραγιόντσι του Τρότσκι, με τη δήλωση ότι αποδέχεται πλήρως το μπολσεβίκικο πρόγραμμα.
Τα αντιδραστικά επιτελεία της αστικής τάξης, βλέποντας την επανάσταση να έχει χάσει τη ορμή της, προετοιμάστηκαν για το τελειωτικό τσάκισμά της. Ο στρατηγός Κορνίλοφ μαζί με άλλους συνωμότες κινήθηκε με τα στρατευματά του στις 25 Αυγούστου ενάντια στην Πετρούπολη, λέγοντας πως είχε ως σκοπό του να σώσει την πατρίδα από τους μπολσεβίκους. Η αστική τάξη δεν ήταν πρόθυμη να ανεχτεί ούτε μια τόσο ξεκάθαρα αντιδραστική κυβέρνηση, όπως τη Προσωρινή, ήθελε να εγκαθιδρύσει την ανοιχτή δικτατορία της. Ετρεμαν μπροστά σε ένα ενδεχόμενο φούντωμα της επανάστασης.
Η κεντρική επιτροπή του μπολσεβίκικου κόμματος κάλεσε τους εργάτες και φαντάρους σε ένοπλη σύγκρουση με τους αντεπαναστάτες. Το προλεταριάτο άρχισε αμέσως να εξοπλίζεται και να δημιουργεί στρατιωτικές επιτροπές. Ηρθαν ναύτες από την Κρονστάνδη για να υπερασπιστούν την Πετρούπολη. Τα συνδικάτα κινητοποίησαν κατευθείαν τα μέλη τους. Ηταν ολοφάνερο πως η μόνη δύναμη που μπορούσε να συγκρουστεί με αξιώσεις με την αντεπανάσταση ήταν το προλεταριάτο κάτω από την καθοδήγηση των μπολσεβίκων. Η κυβέρνηση και τα κόμματα των εσέρων και των μενσεβίκων είχαν λουφάξει περιμένοντας ουσιαστικά υπεράσπιση από τους μπολσεβίκους.
Οντως, το αντεπαναστατικό πραξικόπημα του Κορνίλοφ ηττήθηκε από το ένοπλο προλεταριάτο. Οι μπολσεβίκοι αναδείχτηκαν ως η μόνη συνεπής πολιτική δύναμη της Ρωσίας. Η επαναστατική φλόγα άναψε ξανά στις καρδιές των εργατών και των φαντάρων, η τεράστια πλειοψηφία των οποίων τάχθηκε πλέον στο πλευρό των μπολσεβίκων. Τα σοβιέτ ξαναζωντάνεψαν. Ο δρόμος για την ανατροπή της αστικής τάξης και την εγκαθίδρυση της σοβιετικής εξουσίας ήταν πλέον ανοιχτός.
Ο Λένιν επέστρεψε στην Πετρούπολη, παράνομα, από τη Φινλανδία όπου κρυβόταν, στις 7 Οκτώβρη. Στις 10 Οκτώβρη συνήλθε συνεδρίαση της κεντρικής επιτροπής του κόμματος των μπολσεβίκων, στην οποία και αποφασίστηκε η ένοπλη εξέγερση με 10 ψήφους υπέρ και 2 κατά. Την εξέγερση καταψήφισαν οι Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ, θεωρώντας πως η εργατική τάξη της Ρωσίας ήταν ανέτοιμη να πάρει την εξουσία. Το κόμμα τούς έβαλε στη θέση τους δείχνοντας την ολοκάθαρη φιλομενσεβίκικη στάση τους. Οι Κάμενεφ-Ζηνόβιεφ, βλέποντας πως μειοψηφούσαν, αποκάλυψαν την αποφασισμένη μέρα εξέγερσης στη μενσεβίκικη εφημερίδα «Νόβαγια Ζιζν». Ο Λένιν ζήτησε τη διαγραφή τους για αυτή τους την πράξη.
Οι εχθροί της επανάστασης άρχισαν να προετοιμάζονται να αντιμετωπίσουν την επικείμενη εξέγερση. Ομως δε μπορούσαν να κάνουν και πολλά πλέον. Στις 25 Οκτώβρη, η Κόκκινη Φρουρά και οι επαναστατημένοι στρατιώτες πήραν τον έλεγχο της Πετρούπολης συναντώντας ελάχιστη αντίσταση. Τα σοβιέτ είχαν πλέον την εξουσία. Τη νύχτα της 26ης Οκτώβρη συνήλθε το 2ο συνέδριο των σοβιέτ που ψήφισε τα διατάγματα για την ειρήνη και τη γη.
Το προλεταριάτο, κάτω από την καθοδήγηση του μπολσεβίκικου κόμματος πήρε την εξουσία. Ενα νέο στάδιο αγώνων είχε αρχίσει για την εργατική τάξη προλεταριάτο και τους κομμουνιστές. Ο αγώνας για τη στερέωση της δικτατορίας του προλεταριάτου και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.
104 χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση, την πρώτη νικητήρια προλεταριακή επανάσταση, όλα, βεβαίως, έχουν ειπωθεί. Ολα, όμως, πρέπει να τα θυμόμαστε. Και κυρίως τα κομβικά ζητήματα της Οκτωβριανής Επανάστασης, που αποτελούν διδάγματα για τη σημερινή ζοφερή εποχή. Αυτά τα ζητήματα αποτελούν τους οδοδείκτες για την εργατική τάξη, προκειμένου να πραγματώσει την ιστορική της αποστολή, έτσι όπως την περιέγραψαν ο Καρλ Μαρξ και ο Φρίντριχ Ενγκελς.
Ποιο είναι το βασικότερο δίδαγμα της Οκτωβριανής Επανάστασης, υπό το φως της Ιστορίας των Επαναστάσεων; Οτι το εξεγερμένο προλεταριάτο, ο εξεγερμένος λαός, χρειάζεται τη φυσική του ηγεσία για να φτάσει την επανάσταση μέχρι το τέλος.
Στη δράση του Κόμματος των Μπολσεβίκων, πριν και κατά τη διάρκεια της ρωσικής επανάστασης, αλλά και μετά τη νίκη της, στις συνθήκες του ιμπεριαλιστικού πολέμου, του εμφύλιου πολέμου και της ξένης επέμβασης, μπορούμε να δούμε την επιτομή της διαλεκτικής σχέσης του εξεγερμένου προλεταριάτου με την επαναστατική του πρωτοπορία.
Το μπολσεβίκικο κόμμα δεν είχε μόνο τον θεωρητικό και προγραμματικό εξοπλισμό για να εκτιμά σωστά τη συγκυρία και να προσανατολίζει την πολιτική του αναλόγως με τις δυνατότητες που αυτή η συγκυρία ξάνοιγε, αλλά είχε και εκείνο το στελεχιακό δυναμικό, από «πάνω» μέχρι «κάτω», που του επέτρεπε να βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία και ανατροφοδότηση με τις πλατιές μάζες των εργατών, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη τους, αναγνωριζόμενο απ’ αυτές ως η φυσική τους ηγεσία.
Ηταν το Στρατιωτικό Επαναστατικό Κέντρο της ΚΕ του μπολσεβίκικου κόμματος (Στάλιν, Σβερντλόφ, Τζερζίνσκι, Μπουμπνόφ και Ουρίτσκι) που έδωσε την εντολή να κινηθούν οι ένοπλοι επαναστάτες (εργάτες και στρατιώτες) και να καταλάβουν την εξουσία στο όνομα των σοβιέτ, τη νύχτα της 24ης προς την 25η Οκτώβρη του 1917 (με το παλιό ημερολόγιο). Η εντολή αυτή δεν ήταν μια επαναστατική λογοκοπία, αλλά η έναρξη της υλοποίησης ενός αναλυτικά επεξεργασμένου σχεδίου.
Οι μάζες των ένοπλων εργατών και των στρατιωτών κινήθηκαν αποφασιστικά με βάση αυτή την εντολή και κατέλαβαν την εξουσία, ακριβώς επειδή αναγνώριζαν στους μπολσεβίκους τη φυσική τους ηγεσία.
Πού βρισκόμαστε σήμερα, 104 χρόνια μετά από τον Οκτώβρη του 1917; Το πρώτο εργατικό κράτος στον κόσμο έπαψε να υπάρχει και κατ’ όνομα. Κατ’ ουσία είχε πάψει να υπάρχει από τα μέσα της δεκαετίας του ’50, όταν έγιναν οι μεγάλες ανατροπές στο κόμμα, το κράτος, την οικονομία, με αποτέλεσμα να ολοκληρωθεί βαθμιαία και με ταχύτατους ρυθμούς η παλινόρθωση του καπιταλισμού.
Η αναθεωρητική πανούκλα χτύπησε το κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα παγκόσμια, μετατρέποντάς το σ’ ένα ρεφορμιστικό συμπλήρωμα του καπιταλισμού και του αστικού συστήματος εξουσίας. Η παταγώδης κατάρρευση του παλινορθωμένου καπιταλισμού στα τέλη της δεκαετίας του ’80 με αρχές της δεκαετίας του ’90 ολοκλήρωσε το σκηνικό διάλυσης. Βύθισε εκατομμύρια πρωτοπόρων εργατών σε όλο τον κόσμο σε απογοήτευση και ιδεολογικοπολιτική σύγχυση.
Και απ’ αυτή την άποψη έχει να μας διδάξει πολλά η Οκτωβριανή Επανάσταση. Οι μπολσεβίκοι, από τη μια, και οι επαναστατικές μειοψηφίες στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης, από την άλλη, κατάφεραν να βγουν έξω από το βάλτο της σοσιαλδημοκρατικής προδοσίας και να οικοδομήσουν, χάρη και στη νίκη του Οκτώβρη, την Κομμουνιστική Διεθνή. Αυτός πρέπει να είναι και ο δικός μας δρόμος.
Σήμερα ο παγκόσμιος καπιταλισμός φανερώνει για άλλη μια φορά τα αδιέξοδά του και την ανικανότητά του. Οι οικονομικές κρίσεις γίνονται όλο και πιο συχνές. Και αυτό, παρόλο που η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και των λαών παγκοσμίως εντείνεται. Ακόμη και ο τρόπος που διαχειρίζεται το ζήτημα της πανδημίας δείχνει τα συστημικά του όρια. Για το καπιταλιστικό σύστημα τα κέρδη είναι πάντα πάνω από τον άνθρωπο. Αυτό δεν αλλάζει, γιατί είναι δομικό στοιχείο του καπιταλισμού, δεν είναι θέμα διαχείρισης της αστικής εξουσίας.
Τον Οκτώβρη του 1917, οι μπολσεβίκοι και οι εργαζόμενες μάζες δεν επαναστατησαν και νίκησαν για να διαχειριστούν την αστική εξουσία. Πάλεψαν και πέτυχαν την ανατροπή της αστικής τάξης, εδραίωσαν τη σοβιετική εξουσία και άνοιξαν το δρόμο για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, τον οποίο και κατάφεραν να χτίσουν, για να αρχίσει να τον γκρεμίζει ο ρεβιζιονισμός από τα μέσα της δεκαετίας του πενήντα. Η ζημιά που έκανε ο ρεβιζιονισμός στο επαναστατικό κίνημα είναι τεράστια και οφθαλμοφανής ακόμα και στις μέρες μας. Η απογοήτευση και η ιδεολογική σύγχυση είναι αυτές που κυριαρχούν.
Από αυτή τη άποψη, η στάση των μπολσεβίκων και η αταλάντευτη πάλη τους με τον οπορτουνισμό όλων των αποχρώσεων έχει να μας διδάξει πολλά. Χωρίς την πλήρη ρήξη με το ρωσικό και διεθνή οπορτουνισμό η Οκτωβριανή Επανάσταση δε θα είχε γίνει πραγματικότητα. Το μπολσεβίκικο κόμμα δε βάδιζε στα τυφλά. Συγκροτήθηκε θεωρητικά και προγραμματικά πάνω σε στέρεες βάσεις. Εμαθε πώς να βαδίζει στρατηγικά προς τον εκάστοτε στόχο του και πώς να κάνει τακτικούς ελιγμούς όταν ήταν αναγκαίο.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση δε θα είχε γίνει και δε θα είχε πετύχει εάν δεν υπήρχε ένας συνδυασμός αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων που ευνόησαν το ξέσπασμα και τη νίκη της. Παράγοντες εσωτερικοί και εξωτερικοί, όπως και κάποιες ιδιομορφίες, επηρέασαν είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο την εξέλιξή της.
Τα κείμενα που ακολουθούν δημοσιεύτηκαν τα προηγούμενα χρόνια στην Κόντρα, σε επετείους της Οκτωβριανής Επανάστασης. Τα αναδημοσιεύουμε με το σκοπό μιας βαθύτερης και ευρύτερης ματιάς στα γεγονότα εκείνης της εποχής και στις βασικές ορίζουσες της επανάστασης.
Αιτίες που καθόρισαν τη νίκη της επανάστασης
Οι συνθήκες που καθόρισαν την επικράτηση της επανάστασης θα μπορούσαν να χωριστούν σε εσωτερικές και εξωτερικές.
Στις εξωτερικές συνθήκες πρέπει να αναφέρουμε ότι ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος απασχολούσε τόσο πολύ τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα που αρχικά δεν έδωσαν τόσο μεγάλη προσοχή στο να χτυπήσουν την επανάσταση. Μετέπειτα, βέβαια, προσπάθησαν να χτυπήσουν τη σοβιετική εξουσία με όλους τους τρόπους. Με στρατιωτικές εισβολές, οικονομικούς αποκλεισμούς αντισοβιετική προπαγάνδα στο εσωτερικό των χωρών τους και αναπαραγωγή ψευδών ειδήσεων, χρηματική και στρατιωτική ενίσχυση όλων των αντισοβιετικών πολιτικών δυνάμεων στο εσωτερικό της σοβιετικής δημοκρατίας.
Επίσης, το γεγονός του αιματηρού και καταστροφικού πολέμου είχε δημιουργήσει στις ίδιες τις εργαζόμενες μάζες μια τεράστια δίψα για ειρήνη. Η προλεταριακή επανάσταση αποτελούσε τη μόνη πραγματική διέξοδο στο ζήτημα αυτό. Ο πόθος για ειρήνη έδωσε πολύ ισχυρή ώθηση στην Οκτωβριανή Επανάσταση και δημιούργησε μαζική συμπάθεια στους λαούς όλου του κόσμου απέναντι στα σοβιέτ και τους μπολσεβίκους που δεν έπαψαν στιγμή να παλεύουν ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο.
Να αναφέρουμε ακόμα ότι παρά το ισχυρό πλήγμα που είχε δεχτεί το εργατικό κίνημα στην Ευρώπη, εξαιτίας του πολέμου και της ανοιχτής προδοσίας της παγκόσμιας σοσιαλδημοκρατίας, η εργατική τάξη στάθηκε πιστός σύμμαχος της επανάστασης στη Ρωσία από την πρώτη κιόλας στιγμή. Κι αυτό γιατί ένιωθε και αντιλαμβανόταν ότι ο αγώνας αυτός είναι και δικός της.
Στο εσωτερικό πεδίο πρέπει να αναφέρουμε ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση είχε την πιο δραστήρια υποστήριξη της τεράστιας πλειοψηφίας της εργατικής τάξης. Η φτωχή αγροτιά στάθηκε στο πλευρό της εξέγερσης, όπως και η πλειοψηφία των στρατιωτών, η ανάγκη για ειρήνη και γη καθόρισε τη στάση τους.
Βέβαια, η μαζική προσχώρηση των εργαζόμενων μαζών στην επανάσταση δε θα μπορούσε να επιτευχθεί αν δεν υπήρχε το κόμμα των μπολσεβίκων. Ενα κόμμα δοκιμασμένο στη φωτιά της μάχης, με πείρα και πειθαρχία, που κατάφερε να πάρει με το μέρος του τις εργαζόμενες μάζες που το εμπιστεύτηκαν βλέποντας την τίμια και αταλάντευτη στάση του όλα τα χρόνια που προηγήθηκαν της επανάστασης.
Θετικό ήταν επίσης και το ότι η ρώσικη αστική τάξη ήταν λίγο αδύναμη. Σε αυτό έπαιξε ρόλο και η σχετική καθυστέρηση του ρώσικου καπιταλισμού, αλλά και η εξάντλησή του εξαιτίας του πολέμου. Κανένα από τα αστικά κόμματα δεν αποδείχτηκε ικανό να πάρει στα χέρια του το τιμόνι. Τελευταία ελπίδα της αστικής τάξης υπήρξαν τα συμβιβαστικά κόμματα των εσέρων και των μενσεβίκων, που και αυτά χρεοκόπησαν πολύ γρήγορα στη συνείδηση του λαού και δεν μπόρεσαν να σταματήσουν το επαναστατικό κύμα.
Στα συν για την επικράτηση της επανάστασης υπήρξε, τέλος, η μεγάλη έκταση του κράτους, που επέτρεπε μια μεγαλύτερη ευκολία κινήσεων σε μια σειρά κυρίως στρατιωτικών περιπτώσεων, αλλά και η ύπαρξη επαρκών πρώτων υλών και καυσίμων, τα οποία έχοντάς τα στη διάθεσή της η σοβιετική εξουσία, μπόρεσε να χτυπήσει καλύτερα την αντεπανάσταση.
Υπήρχαν βέβαια και αρκετά μειονεκτήματα, από την άποψη εσωτερικών και εξωτερικών συνθηκών. Η εργατική τάξη αποτελούσε ένα πολύ μικρό ποσοστό του λαού, κάτι που δεν ίσχυε στις πιο προηγμένες καπιταλιστικά χώρες. Επίσης, στο εξωτερικό τα σοβιέτ δε είχαν να στηριχτούν σε κάποιο άλλο σοσιαλιστικό κράτος. Δεκαετίες αργότερα, οι νεαρές λαϊκές δημοκρατίες σε Κίνα και Ευρώπη είχαν τη βοήθεια της ΕΣΣΔ για να σταθούν πιο εύκολα στα δικά τους πόδια.
Οι κύριες ιδιομορφίες της Οκτωβριανής Επανάστασης
Δύο θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι οι κύριες ιδιομορφίες της επανάστασης στη Ρωσία. Η πρώτη είναι ότι η προλεταριακή επανάσταση ξέσπασε σε μια καθυστερημένη καπιταλιστικά χώρα όπως ήταν η Ρωσία. Στον «πιο αδύναμο κρίκο του ιμπεριαλισμού». Η κυρίαρχη άποψη τότε, από τους οπορτουνιστές της σοσιαλδημοκρατίας, ήταν ότι η σοσιαλιστική επανάσταση θα ξεσπάσει στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες.
Ο Λένιν, μελετώντας τον ιμπεριαλισμό, «ανακάλυψε» το νόμο της ανισόμετρης ανάπτυξης των καπιταλιστικών χωρών και από εκεί τη δυνατότητα για τη νίκη του σοσιαλισμού σε μια χώρα, χωρίς αυτή η χώρα να είναι απαραίτητα και αναπτυγμένη καπιταλιστικά.
«Η ανισόμετρη οικονομική και πολιτική ανάπτυξη είναι απόλυτος νόμος του καπιταλισμού. Από δω βγαίνει πως είναι δυνατή η νίκη του σοσιαλισμού στην αρχή σε λίγες ή ακόμη και σε μια μονάχα, χωριστά παρμένη καπιταλιστική χώρα. Το νικηφόρο προλεταριάτο αυτής της χώρας, απαλλοτριώνοντας τους καπιταλιστές και οργανώνοντας στη χώρα του τη σοσιαλιστική παραγωγή, θα ορθωνόταν ενάντια στον υπόλοιπο κόσμο, τον καπιταλιστικό κόσμο, παίρνοντας μαζί του τις καταπιεζόμενες τάξεις των άλλων χωρών, ξεσηκώνοντας στις χώρες αυτές εξεγέρσεις ενάντια στους καπιταλιστές, δρώντας σε περίπτωση ανάγκης ακόμη και με στρατιωτική δύναμη ενάντια στις εκμεταλλεύτριες τάξεις και τα κράτη τους. Πολιτική μορφή της κοινωνίας, όπου νικάει το προλεταριάτο, ανατρέποντας την αστική τάξη, θα είναι η λαοκρατική δημοκρατία, που θα συγκεντρώσει όλο και περισσότερο τις δυνάμεις του προλεταριάτου του δοσμένου έθνους ή των δοσμένων εθνών στην πάλη ενάντια στα κράτη που δεν θα έχουν ακόμη περάσει στο σοσιαλισμό. Δεν είναι δυνατή η εξάλειψη των τάξεων χωρίς τη δικτατορία της καταπιεζόμενης τάξης, του προλεταριάτου. Δεν είναι δυνατή η ελεύθερη ένωση των εθνών στο σοσιαλισμό χωρίς μια λίγο-πολύ μακρόχρονη, επίμονη πάλη των σοσιαλιστικών δημοκρατιών ενάντια στα οπισθοδρομικά κράτη».(Λένιν, Απαντα, τόμος 26).
Η δεύτερη ιδιομορφία είναι κάτι που αναφέρθηκε και πιο πάνω: το πολύ μικρό ποσοστό της εργατικής τάξης στο σύνολο του λαού. Η πλειοψηφία του λαού στη Ρωσία ήταν αγρότες και το αν θα είχε τη στήριξή τους το προλεταριάτο ήταν αυτό που θα έκρινε και την τύχη της επικείμενης επανάστασης. Μην ξεχνάμε ότι ένας από τους κυριότερους (αν όχι ο κυριότερος) λόγους που χάθηκαν οι επαναστάσεις του 1848 και του 1871 στη Γαλλία ήταν το γεγονός ότι η αγροτιά στήριξε την αστική τάξη στη μάχη της με το προλεταριάτο. Η εργατοαγροτική συμμαχία, ως βάση για τη δικτατορία του προλεταριάτου και ειδικά σε μια χώρα όπως η Ρωσία, και το αγροτικό ζήτημα γενικά, είναι κάτι που διαπερνά σαν κόκκινη γραμμή όλη την ιστορία της επανάστασης, από την αρχή της ως και την παλινόρθωση του καπιταλισμού.
Αυτά τα δύο ζητήματα θα αποτελέσουν και το πεδίο σύγκρουσης ανάμεσα στην επαναστατική γραμμή και την οπορτουνιστική γραμμή των ποικίλων αντιπολιτεύσεων στο μπολσεβίκικο κόμμα. Από τις πρώτες μέρες της επανάστασης θα υπάρξουν πολλές πολιτικές συγκρούσεις μέσα στο μπολσεβίκικο κόμμα. Η έλλειψη πίστης στις δυνάμεις της σοσιαλιστικής επανάστασης είναι αυτή που χαρακτηρίζει κατά κύριο λόγο τις εσωκομματικές οπορτουνιστικές απόψεις.
Οι συγκρούσεις αυτές θα κορυφωθούν στα μέσα περίπου της δεκαετίας του ‘20 ως το τέλος της. Θα καταλήξουν με τη συντριπτική ήττα των αντιπολιτεύσεων. Από τη μία η σοσιαλδημοκρατική αντιπολίτευση των Τρότσκι – Ζηνόβιεφ, που πίσω από την «αριστερή» φρασεολογία επαναλάμβανε τη γνωστή θέση των σοσιαλδημοκρατών της Ευρώπης για το αδύνατο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια χώρα, και από τη άλλη η δεξιά αντιπολίτευση των Μπουχάριν – Ρίκοφ, που με τις θέσεις ενάντια στην κολλεκτιβοποίηση και σε μια σειρά άλλα ζητήματα, οδηγούσαν την επανάσταση στον ταξικό συμβιβασμό και στην ήττα.
Ο παγκόσμιος χαρακτήρας της Οκτωβριανής Επανάστασης
Η Οκτωβριανή Επανάσταση σίγουρα αποτέλεσε απάντηση σε κάθε λογής οπορτουνιστές, δεξιούς και «αριστερούς», που αρνούνταν τη δυνατότητα της οικοδόμησης και τη νίκη του σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα και ειδικά σε μία καθυστερημένη καπιταλιστικά χώρα σαν τη Ρωσία. Η σημασία της όμως δεν εξαντλείται εκεί. Εχει και άλλες, εξίσου, αν όχι σημαντικότερες, πλευρές.
Η νίκη του σοσιαλισμού δεν υπήρξε αυτοσκοπός. Ο Οκτώβρης αποτέλεσε την απαρχή της παγκόσμιας επανάστασης. Οι μπολσεβίκοι θεωρούσαν (και έτσι ήταν) την επανάσταση όχι ως αυτάρκες μέγεθος αλλά ως μέσο επιτάχυνσης της επανάστασης σε άλλες χώρες.
«Γιατί η νίκη της επανάστασης σε μια χώρα, και στη δοσμένη περίπτωση στη Ρωσία, δεν είναι μονάχα προϊόν της ανισόμετρης ανάπτυξης και της προοδευτικής αποσύνθεσης του ιμπεριαλισμού. Είναι ταυτόχρονα απαρχή και προϋπόθεση της παγκόσμιας επανάστασης». (Στάλιν, Απαντα, τόμος 6).
Επίσης, οι μπολσεβίκοι ανέδειξαν και ανέλυσαν το εθνικό ζήτημα και την ιδιαίτερη σημασία του στις εξαρτημένες χώρες και στις αποικίες. Τόνισαν ότι οι εθνικοί και οι αντιαποικιακοί πόλεμοι είναι και αυτοί, μαζί με τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις, ένας ακόμα κρίκος για την ήττα του ιμπεριαλισμού και τη νίκη της παγκόσμιας επανάστασης και τον κομμουνισμό.
Η ιστορία της ΕΣΣΔ μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του πενήντα αναδεικνύει το διεθνιστικό χαρακτήρα της επανάστασης. Η στήριξη των σοσιαλιστικών, των εθνικοαπελευθερωτικών και αντιαποικιακών επαναστάσεων είναι ένα ιστορικά αδιαμφισβήτητο γεγονός. Στήριξε τους επαναστατικούς αγώνες σε Ουγγαρία, Γερμανία, Κίνα, Ισπανία και αλλού. Η στάση της και οι θυσίες της ΕΣΣΔ στον αντιφασιστικό αγώνα, όπως και η στρατιωτική, πολιτική και οικονομική βοήθεια στις Λαϊκές Δημοκρατίες μεταπολεμικά, είναι μια ακόμα απόδειξη.
Η σημασία της Οκτωβριανής Επανάστασης παραμένει διαχρονική και παγκόσμια για το προλεταριάτο και τους εκμεταλλευόμενους λαούς. Η ιστορική πορεία θα το αποδείξει και στην πράξη.
Η αδιάλλακτη πάλη με τον οπορτουνισμό
Το μπολσεβίκικο κόμμα ανδρώθηκε και ατσαλώθηκε στην αδιάλλακτη πάλη με τα οπορτουνιστικά ρεύματα που κυριαρχούσαν στο εργατικό και λαϊκό κίνημα της Ρωσίας. Χωρίς αυτόν τον συνεπή, διαχρονικό αγώνα οι μπολσεβίκοι δε θα είχαν εξασφαλίσει τη στήριξη της συντριπτικής πλειοψηφίας της εργατικής τάξης στην ανατροπή της αστικής κυριαρχίας, στην κρίσιμη καμπή της Ιστορίας τον Οκτώβρη του 1917.
Οι μπολσεβίκοι, από την πρώτη στιγμή της ανεξάρτητης πολιτικής τους παρουσίας, συγκρότησαν ένα προλεταριακό κόμμα με ενιαία θέληση και επαναστατικό πρόγραμμα. Σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και ειδικά τη γερμανική, που είχε εξελιχθεί στην ηγέτιδα δύναμη της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και της Δεύτερης Διεθνούς, οι μπολσεβίκοι δε δίστασαν να έρθουν πολύ γρήγορα σε προγραμματική και οργανωτική ρήξη με την οπορτουνιστική πτέρυγα της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας, τους μενσεβίκους, που απεμπολούσαν τις βασικές αρχές του μαρξισμού, ευθυγραμμιζόμενοι πίσω από την αστική τάξη της Ρωσίας.
Οι μενσεβίκοι στένευαν το πεδίο δράσης των σοσιαλδημοκρατών στους οικονομικούς αγώνες του προλεταριάτου, επιφυλάσσοντας για τη σοσιαλδημοκρατία μονάχα ένα ρόλο διακοσμητικής αντιπολίτευσης στο πολιτικό σύστημα. Η τακτική τους ήταν εφάμιλλη της οπορτουνιστικής πολιτικής του Μπερνστάιν στη Γερμανία, ο οποίος δήλωνε αφοριστικά: «το κίνημα είναι το παν, ο τελικός στόχος τίποτα». Για τους μπολσεβίκους, η επαναστατική πολιτική πάλη της σοσιαλδημοκρατίας συμπεριελάμβανε την καθημερινή συστηματική ζύμωση και δράση για την αποκάλυψη όλων των εκμεταλλευτικών σχέσεων ανάμεσα στον τσαρισμό, το θεμέλιό του, την αριστοκρατία, την ανερχόμενη αστική τάξη και τα εκμεταλλευόμενα μισθωτά στρώματα της αγροτιάς και της εργατικής τάξης. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε η εργατική τάξη να αποκτήσει κομμουνιστική συνείδηση, να απευθυνθεί με αξιώσεις στα υπόλοιπα εργαζόμενα κοινωνικά στρώματα και να τα παρακινήσει να συμμαχήσουν μαζί της για την επαναστατική ανατροπή των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής.
Η θεωρητική και προγραμματική προετοιμασία της καθοριστικής σημασίας πολιτικής σύγκρουσης μπολσεβικισμού-μενσεβικισμού για το επαναστατικό κίνημα της Ρωσίας προετοιμάστηκε αναλυτικά στο γνωστό έργο του Λένιν «Τι να κάνουμε»[1] και αποτέλεσε το βασικό εργαλείο ξεκαθαρίσματος της επαναστατικής τακτικής για την πρώτη γενιά του κόμματος.
Περίοδος του τσαρισμού
Εξαρχής, οι μπολσεβίκοι με επικεφαλής τον Λένιν πάλεψαν για την πολιτική ανεξαρτησία και αυτοτέλεια της εργατικής τάξης στο επαναστατικό κίνημα που αγκάλιαζε τη μεγάλη μάζα του εργαζόμενου λαού, τους αγρότες, καθώς και για την εξασφάλιση της ηγεμονίας του προλεταριάτου σε αυτό.
Στην περίοδο του τσαρισμού, από το μακρινό 1905 έως τον Φλεβάρη του 1917, τόσο οι οπορτουνιστές μενσεβίκοι όσο και οι επαναστάτες μπολσεβίκοι χαρακτήριζαν την επικείμενη επανάσταση για την ανατροπή του τσαρισμού και της κυριαρχίας της φεουδαρχίας και των επιβιώσεων του μεσαιωνισμού στην ύπαιθρο ως αστική επανάσταση. Σε αντίθεση με τους μενσεβίκους, οι μπολσεβίκοι υποστήριζαν ότι η μόνη τάξη που μπορεί να ηγηθεί της αστικής επανάστασης και να την πραγματοποιήσει αποφασιστικά μέχρι τέλους, τσακίζοντας τα θεμέλια της φεουδαρχίας και του τσαρισμού, είναι η εργατική τάξη. Οτι το προλεταριάτο πρέπει να προετοιμάζει τους όρους της μαζικής εξέγερσης και δεν μπορεί, δεν πρέπει να περιμένει τις κινήσεις της αστικής τάξης.
Βασιζόμενοι στην πείρα της αστικοδημοκρατικής επανάστασης του 1848 στην Ευρώπη, που συνόψισαν θεωρητικά οι Μαρξ-Ενγκελς, οι μπολσεβίκοι ισχυρίζονταν ορθότατα ότι η αστική τάξη της Ρωσίας είναι συμφιλιωτική και συμβιβαστική με τη φεουδαρχία. Η αστική τάξη δεν μπορούσε να παίξει πια τον επαναστατικό ρόλο που διαδραμάτισε η αστική τάξη της Γαλλίας το 1789-1793, σαρώνοντας με επαναστατικό τρόπο τα φεουδαρχικά δεσμά στη γαλλική ύπαιθρο.
Αντίθετα, οι μενσεβίκοι υποστήριζαν ότι επικεφαλής της αστικής επανάστασης μπορεί να είναι μόνον η αστική τάξη. Ο Λένιν υποστήριζε ότι οι σύγχρονοι γιακωβίνοι είναι το επαναστατικό κόμμα του προλεταριάτου και ότι οι μενσεβίκοι με τη στάση τους είναι άξιοι απόγονοι των γιρονδίνων[2]. Οι μενσεβίκοι βάπτιζαν την πολιτική ουράς στην αστική τάξη, πολιτική της «άκρας επαναστατικής αντιπολίτευσης», και με ευφυολογήματα προσπαθούσαν να την παρουσιάσουν ως επαναστατική. Στην πράξη, η οπορτουνιστική πολιτική των μενσεβίκων οδηγούσε την εργατική τάξη σε πολιτική ουράς του κόμματος των καντέτ, του κόμματος της φιλελεύθερης αστικής τάξης, που επεδίωκε ανώδυνες μεταρρυθμίσεις στην τσαρική Ρωσία, συγκεντρώνοντας βαθμιαία τη στήριξη των πολυάριθμων στρωμάτων της εξαθλιωμένης αγροτιάς της υπαίθρου, που μέσα στη γενικευμένη πολιτική καθυστέρηση ελκυόταν από τα ψίχουλα των ψεύτικων διακηρύξεων για βελτίωση της ζωής τους.
Την ίδια περίοδο, οι μπολσεβίκοι αναμετρήθηκαν προγραμματικά και θεωρητικά με τους εσέρους (ή σοσιαλεπαναστάτες), το μικροαστικό κόμμα των αγροτών, που αρνούνταν πεισματικά -στο φως της ανάπτυξης του καπιταλισμού στη Ρωσία στις αρχές του εικοστού αιώνα, της δημιουργίας της μεγάλης βιομηχανίας στα μητροπολιτικά κέντρα της Μόσχας και της Πετρούπολης- τον πρωτοπόρο ρόλο της νεοσχηματιζόμενης εργατικής τάξης για κάθε επαναστατική αλλαγή.
Στην τακτική τους, οι μπολσεβίκοι έστρεφαν τα βέλη τους κατά κύριο λόγο στα μεγάλα κόμματα που προσπαθούσαν να συμβιβάσουν, να συμφιλιώσουν τη μεγάλη πλειοψηφία του εργαζόμενου λαού με το υπάρχον καθεστώς. Την περίοδο που προηγήθηκε της επανάστασης του Φλεβάρη, οι καντέτ ήταν ο βασικός στόχος των μπολσεβίκων, παρότι η κυβέρνηση ήταν τσαρική. Οι μπολσεβίκοι κατακεραύνωναν κάθε προσπάθεια της φιλελεύθερης αστικής τάξης να εξαπατήσει τους αγρότες, ρίχνοντας στάχτη στα μάτια τους για κάθε συμβιβασμό με τον τσαρισμό. Η έντονη πολεμική τους χαρακτηριζόταν από τους καιροσκόπους αντιπάλους των μπολσεβίκων ως προδοσία του κοινού μετώπου ενάντια στον τσαρισμό.
Μετά τον Φλεβάρη του 1917
Προς το τέλος του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, η διόγκωση της πείνας, της εξαθλίωσης, ο θάνατος εκατοντάδων χιλιάδων στρατιωτών στο μέτωπο, οδήγησαν την αγροτιά μαζικά σε ξεσηκωμό. Η δυναστεία του Τσάρου κατέρρευσε και η αστική τάξη πήρε την εξουσία τον Φλεβάρη του 1917. Με την προδοτική συγκατάθεση των εσέρων και των μενσεβίκων, πίσω από τις πλάτες των εργατών, το κόμμα των καντέτ σχημάτισε την πρώτη προσωρινή κυβέρνηση, παρέχοντας υπουργικό θώκο στον εσέρο Κερένσκι. Παράλληλα, η αποδιοργάνωση του τσαρικού στρατού, η αποδιοργάνωση της κρατικής μηχανής, οδήγησε στο σχηματισμό των σοβιέτ, των συμβουλίων των ένοπλων εργατών και ένοπλων στρατιωτών-αγροτών.
Η αστική επανάσταση είχε ήδη συντελεστεί. Η συγκρότηση των σοβιέτ, της πλατιάς οργάνωσης πρώτα απ’ όλα των εργατών, πλάι στην αστική κυβέρνηση των καντέτ, συνιστούσε μια μεταβατική δυαδική εξουσία. Πλάι στην εξουσία της αστικής τάξης, που έλεγχε την παλιά κρατική διοίκηση, ξεπρόβαλλε η εξουσία της εργατικής τάξης, με το δικό της μηχανισμό που διέφερε ουσιαστικά τόσο από την παλιά τσαρική διοίκηση όσο και από την κρατική μηχανή κάθε σύγχρονου αστικού κράτους, αφού δεν ήταν αποσπασμένη γραφειοκρατικά από την πλατιά μάζα του λαού, αλλά ήταν σάρκα από τη σάρκα του.
Με τις θέσεις του Απρίλη, ο Λένιν ξεκαθάριζε ότι στις συνθήκες της διάλυσης του πρώτου παγκόσμιου πολέμου και της ριζικής αλλαγής των κοινωνικών συσχετισμών, λόγω του πρωτοφανούς μαζικού ξεσηκωμού της αγροτιάς, η εξέλιξη της επανάστασης σε σοσιαλιστική ήταν αναπόφευκτη και αναγκαία συνθήκη για την ανακούφιση του λαού από το φάσμα της πείνας και της εξαθλίωσης. Τα άμεσα επαναστατικά μέτρα ρύθμισης και ελέγχου της παραγωγής, προκειμένου να σωθεί από την πείνα η εργατική τάξη των πόλεων και τα πληβειακά στρώματα της υπαίθρου, μπορούσαν να είναι μόνο σοσιαλιστικά[3]. Σε αυτή την κατεύθυνση τα σοβιέτ έπρεπε να αποτελέσουν τη μοναδική κρατική εξουσία, μεταβιβάζοντας έτσι πλήρως την εξουσία στην εργατική τάξη, για να προχωρήσει την επανάσταση, λύνοντας ταυτόχρονα τα αστικοδημοκρατικά ζητήματα που η συμβιβαστική αστική τάξη απεμπόλησε προς όφελος των συμμάχων της φεουδαρχών στην ύπαιθρο. Αυτά δεν ήταν άλλα από τον τερματισμό του πολέμου και τη διανομή της γης στους αγρότες, απαλλοτριώνοντάς την από τους αριστοκράτες. Το σύνθημα των μπολσεβίκων έπεσε σαν βόμβα μεγατόνων στην πολιτική ζωή της επαναστατημένης Ρωσίας και δεν ήταν άλλο από το: όλη η εξουσία στα σοβιέτ!
Η ένταση της οικονομικής κρίσης, λόγω της συνέχισης του πολέμου, οδήγησε την αστική τάξη που είχε την εξουσία και διηύθυνε τον πόλεμο, σε τακτική αναδίπλωση. Οι φανεροί εκπρόσωποι των συμφερόντων της αστικής τάξης, οι καντέτ, δεν μπορούσαν πλέον να διακυβερνήσουν τη Ρωσία. Είχαν διαψεύσει τις ελπίδες της πλατιάς μάζας της αγροτιάς που ποθούσε την ειρήνη. Στη νέα κυβέρνηση συμμετείχαν μαζικά εκπρόσωποι των μικροαστικών κομμάτων των εσέρων και των μενσεβίκων, με πρωθυπουργό τον Κερένσκι. Στα σοβιέτ, την πλειοψηφία την είχαν εκείνη τη στιγμή οι εσέροι και οι μενσεβίκοι. Οι μπολσεβίκοι που έριχναν το σύνθημα: «όλη η εξουσία στα σοβιέτ» ήταν ακόμα μειοψηφία.
Οι μενσεβίκοι, παρότι παρουσίαζαν στα λόγια τα σοβιέτ ως «τη μαχητικότερη και σημαντικότερη οργάνωση της εργατικής τάξης», στην πράξη αρνούνταν πεισματικά την αναβάθμιση των σοβιέτ σε όργανο μοναδικής εξουσίας της Ρωσίας. Εντασσόμενοι στην αστική κυβέρνηση, οι μενσεβίκοι παρουσίασαν το νέο κυβερνητικό σχήμα ως «επαναστατική δημοκρατία», συσκοτίζοντας την ταξική ουσία της νέας μορφής διακυβέρνησης: ότι η εξουσία της αστικής τάξης παρέμενε αλώβητη και στην ουσία ο πόλεμος διευθυνόταν ακόμη από την αστική τάξη. Οι μενσεβίκοι παρουσίαζαν τη συνέχεια του ίδιου άδικου πολέμου, ως επαναστατικό πόλεμο. Ταυτόχρονα, η νέα κυβέρνηση έστελνε το στρατό να τσακίσει τους αγρότες που εξεγείρονταν ενάντια στο ζυγό της φεουδαρχίας στην ύπαιθρο και απαλλοτρίωναν τη γη των μεγάλων γαιοκτημόνων.
Προς τον Οκτώβρη του 1917
Την περίοδο από τον Φλεβάρη ως τον Οκτώβρη, οι μπολσεβίκοι έστρεφαν τα βέλη τους κατά κύριο λόγο ενάντια στα κόμματα της λεγόμενης «μικροαστικής δημοκρατίας», τα κόμματα της κοινωνικής δημαγωγίας των εσέρων και των μενσεβίκων. Τα κόμματα αυτά επιχείρησαν με χίλιους δυο τρόπους να φτιασιδώσουν την αποκρουστική εξουσία της αστικής τάξης. Με συμμάχους τους «κεντριστές» της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και πρωτοστάτη τον αποστάτη Καρλ Κάουτσκι, οι μενσεβίκοι επέμεναν πια στη θεωρία ότι οι συνθήκες τόσο στην Ευρώπη, αλλά και στη Ρωσία δεν ήταν ώριμες για σοσιαλιστική επανάσταση[4]. Οτι η συντριπτική πλειοψηφία του λαού ήθελε τη δημοκρατία και ότι ο πόλεμος πια ήταν αμυντικός και δίκαιος. Οτι η σοσιαλιστική επανάσταση θα είναι μονάχα ένα «μπλανκιστικό» πραξικόπημα των μπολσεβίκων και ότι η δικτατορία του προλεταριάτου δεν μπορεί να εδραιωθεί σε μια χώρα.
Οι μπολσεβίκοι αναμετρήθηκαν αδιάλλακτα με τους μενσεβίκους και τους εσέρους, αποδεικνύοντας στην πράξη στις πλατιές μάζες των εργαζομένων, στην εξέλιξη των γεγονότων και με την πείρα της ίδιας της ζωής, ότι η νέα μικροαστική δημοκρατία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η συνέχεια της δικτατορίας της αστικής τάξης, που όπως σε όλο το σύγχρονο δυτικό κόσμο, έτσι και στη μετα-τσαρική Ρωσία κρύβει το πραγματικό της πρόσωπο, αυτό της δικτατορίας της αστικής τάξης.
Οι μπολσεβίκοι έδειξαν με συνέπεια ότι οι μενσεβίκοι διαστρεβλώνουν τη βασική μαρξιστική αλήθεια, ότι το κράτος δεν είναι ένα διαταξικό όργανο που συμφιλιώνει τις τάξεις, άλλα ένα όργανο καταστολής της εκμεταλλεύτριας άρχουσας τάξης πάνω στις υπόλοιπες τάξεις της κοινωνίας. Οτι τα σοβιέτ δεν έχουν κανένα λόγο να κρύβουν την πραγματικότητα: ότι θα αποτελέσουν όργανα καταστολής της ένοπλης εργατικής τάξης απέναντι στην αστική τάξη και σε όλες τις αντιδραστικές δυνάμεις που εχθρεύονται τη σοσιαλιστική επανάσταση και την εδραίωση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Απέναντι στο ύπουλο σύνθημα των μενσεβίκων «ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις και επανορθώσεις», που ουσιαστικά σήμαινε συνέχιση του άδικου ληστρικού πολέμου μέχρι τη νίκη της μιας ή της άλλης συμμαχίας των ιμπεριαλιστικών χωρών, μόνο το σύνθημα «ειρήνη πάση θυσία» θα μπορούσε να σταματήσει τον άδικο πόλεμο και να εδραιώσει την εξουσία της εργατικής τάξης στη Ρωσία.
Τον Ιούλη του 1917, ο αναβρασμός του αυθόρμητου κινήματος κορυφώθηκε στην Πετρούπολη. Πλατιές εργατικές μάζες άρχισαν να απομακρύνονται από τους μενσεβίκους και να στρατεύονται με τη στρατηγική και την τακτική των μπολσεβίκων. Ομως, ακόμα η πλειοψηφία της αγροτιάς στήριζε τη «μικροαστική δημοκρατία». Ενδεχόμενη εξέγερση στην Πετρούπολη θα οδηγούσε σε ένοπλη αναμέτρηση με τους αγρότες και σε βέβαιη ήττα και τσάκισμα του επαναστατικού κινήματος, το οποίο αντί να εξαπλωνόταν προς την ύπαιθρο θα διαλυόταν στη μητρόπολη. Οι μπολσεβίκοι κατάφεραν να ηγηθούν του επαναστατικού αναβρασμού και να συγκρατήσουν τον οργισμένο εργατόκοσμο σε ειρηνική πορεία στη Πετρούπολη, η οποία δέχτηκε την άγρια καταστολή της κυβέρνησης. Οι ηγέτες των μενσεβίκων και των εσέρων άδραξαν την ευκαιρία για να θέσουν τους μπολσεβίκους εκτός νόμου. Στο μαύρο οπλοστάσιο της προπαγάνδας τους παρουσίαζαν τους μπολσεβίκους ως πράκτορες των Γερμανών που επεδίωκαν πάση θυσία την προδοσία της πατρίδας και τη νίκη του γερμανικού στρατού. Ομως η δικαίωση των μπολσεβίκων δεν άργησε.
H αστική τάξη, θορυβημένη από τον επαναστατικό αναβρασμό των μαζών, που δεν κατασίγαζε αλλά κορυφωνόταν, τόσο στην πόλη όσο και στην ύπαιθρο, αποφάσισε τη διάλυση της κυβέρνησης Κερένσκι. Τέλη Αυγούστου, ο αξιωματικός του στρατού Κορνίλοφ επιχείρησε να κάνει πραξικόπημα προκειμένου να εγκαταστήσει ένα απολυταρχικό δικτατορικό καθεστώς. Οι εσέροι και οι μενσεβίκοι, αδύναμοι πολιτικά να κινητοποιήσουν τις μάζες ενάντια στους πραξικοπηματίες, επανέφεραν τους «προδότες» μπολσεβίκους στη νομιμότητα και οι μπολσεβίκοι, με το κύρος τους στο στράτευμα, σταμάτησαν την προέλαση των κορνιλοφικών. Πλέον, η διαφοροποίηση μέσα στην αγροτιά άρχισε να αντανακλάται στο κόμμα των εσέρων, που άρχισε να διασπάται βαθμιαία σε κυβερνητικούς και αντιπολιτευόμενους.
Τον Οκτώβρη το 1917, οι μπολσεβίκοι είχαν πλέον την πλειοψηφία στα σοβιέτ των εργατών της Πετρούπολης και της Μόσχας. Στα σοβιέτ των αγροτών η συντριπτική πλειοψηφία ήταν εναντίον της κυβερνώσας «μικροαστικης δημοκρατίας». Η ώρα της εφόδου προς τον ουρανό είχε σημάνει.
Η εργατο-αγροτική συμμαχία θεμέλιο της δικτατορίας του προλεταριάτου
Παραμονές των επαναστατικών γεγονότων του 1905, οι μπολσεβίκοι είχαν επεξεργαστεί και εκπονήσει το πρόγραμμα για τη συμμαχία της εργατικής τάξης με την αγροτιά. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς, που συμπεριφέρονταν δουλόφρονα απέναντι στην αστική τάξη της χώρας τους, δίνοντας προτεραιότητα στον κοινοβουλευτικό αγώνα έναντι της επαναστατικής ταξικής πάλης, και παρέπεμπαν την πάλη για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας στο μακρινό μέλλον, οι μπολσεβίκοι πίστευαν πραγματικά ότι το προλεταριάτο της Ρωσίας θα έπαιρνε στο μέλλον την εξουσία και φρόντιζαν να διαφωτίσουν τους όρους και τις συνθήκες για την πραγματοποίηση αυτής της εξουσίας.
Προκαταρκτικός όρος για τη νίκη της επανάστασης σε κάθε χώρα που η αγροτιά συνιστά ένα μη αμελητέο κοινωνικό στρώμα της είναι η εξασφάλιση της στρατηγικής συμμαχίας της με το προλεταριάτο και η απομάκρυνσή της από την ηγεμονία της αστικής τάξης. Ομως, η αγροτιά δεν είναι μια ενιαία τάξη, παρότι το σημαντικότερο τμήμα της, ειδικά στην Ευρώπη και τη Ρωσία των αρχών του εικοστού αιώνα, αποτελούνταν στη συντριπτική του πλειοψηφία από μη εκμεταλλευτικά μισθωτά στρώματα.
Στο στρατηγικό σχέδιο των μπολσεβίκων για το τσάκισμα του τσαρισμού και της φεουδαρχίας, το προλεταριάτο της Ρωσίας θα εξασφάλιζε τη συμμαχία όλης της αγροτιάς, συμπεριλαμβανομένων των πλούσιων χωρικών (κουλάκοι). Στην εξέλιξη της επανάστασης σε σοσιαλιστική, το προλεταριάτο θα εξασφάλιζε τη συμμαχία με το στρώμα των φτωχών αγροτών, που διέθεταν μικρή έως ελάχιστη ιδιόκτητη γη, τσακίζοντας την εξουσία των κουλάκων στην ύπαιθρο, που εκμεταλλεύονταν εργατικά χέρια, εξασφαλίζοντας την ουδέτερη στάση των μεσαίων αγροτών, που είχαν μεγαλύτερη γαιοκτησία από τους φτωχούς αγρότες και την περίοδο των καλών σοδειών εκμεταλλεύονταν ενίοτε και εργατικά χέρια, είτε προλετάριων – εργατών γης είτε φτωχών αγροτών.
Στα πρώτα διατάγματα της μπολσεβίκικης κυβέρνησης συγκαταλέγεται και το διάταγμα για τη γη. Η γη των αριστοκρατών απαλλοτριωνόταν άμεσα, χωρίς εξαγορά, εθνικοποιούνταν και διαμοιραζόταν εξίσου για χρήση στους φτωχούς αγρότες. Το μέτρο αυτό, αν και στην ουσία ήταν αστικό, αφού τεμάχιζε τη φεουδαρχική ιδιοκτησία στη γη και τη μοίραζε σε ελεύθερους αγρότες εμπορευματο-παραγωγούς, διέφερε από κάθε αντίστοιχη αστική φιλελεύθερη μεταρρύθμιση στην ευρωπαϊκή ήπειρο, που βασιζόταν στην εξαγορά της γης των φεουδαρχών από τους ελεύθερους αγρότες και στη μετατροπή του βραχνά της καταβολής του φεουδαρχικού γεώμορου σε δυσβάσταχτα χρέη στις τράπεζες. Η αστική τάξη, από τα μέσα του 19ου αιώνα, είχε χάσει τον επαναστατικό της χαρακτήρα και δρούσε συμφιλιωτικά και συμβιβαστικά προς τη φεουδαρχία.
Στην πρώτη συντακτική συνέλευση, που πραγματοποιήθηκε μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, οι μπολσεβίκοι, ως εκπρόσωποι της σοβιετικής εξουσίας, έθεσαν επιτακτικά στους εκπροσώπους της «μικροαστικής δημοκρατίας» την ψήφιση των διαταγμάτων για τη γη και για τον τερματισμό του πολέμου. Ομως, τόσο οι εκπρόσωποι των μενσεβίκων όσο και των δεξιών εσέρων αρνήθηκαν να τα ψηφίσουν. Η σοβιετική εξουσία είχε κάθε λόγο, λοιπόν, να διαλύσει τη συντακτική συνέλευση, ως ένα αντιδραστικό όργανο που ολοφάνερα πια αντιστρατευόταν τα βασικά αιτήματα της επανάστασης, τα βασικά αιτήματα των ίδιων των αγροτών που υποτίθεται ότι οι εσέροι υπερασπίζονταν από τα γεννοφάσκια τους.
Αν η σοσιαλιστική επανάσταση οδήγησε την εργατική τάξη στην εξουσία τον Οκτώβρη του 1917, στην ύπαιθρο κουμάντο έκαναν ακόμα οι κουλάκοι. Αρχικά καλυμμένα και στη συνέχεια με ανοιχτή υποδαύλιση και στήριξη αντεπαναστατικών κινημάτων, οι κουλάκοι παρακρατούσαν στις αποθήκες τους σιτηρά, προκειμένου να ανεβάζουν τις τιμές και να ενισχύουν την κερδοσκοπία, δρώντας σαν κοινοί μαυραγορίτες. Οι μπολσεβίκοι άρχισαν να εξαπλώνουν την προλεταριακή επανάσταση στην ύπαιθρο το 1918, συγκροτώντας τις επιτροπές φτωχολογιάς που έκαναν επίταξη των πλεονασμάτων των κουλάκων. Την ίδια στιγμή, έβαλαν φρένο στην κερδοσκοπία, επιβάλλοντας το κρατικό μονοπώλιο στα σιτηρά. Τα μέτρα αυτά οδήγησαν σε παραπέρα διαφοροποίηση τους «αριστερούς εσέρους». Ενα τμήμα τους τάχθηκε με τους μπολσεβίκους και οι υπόλοιποι τάχθηκαν ανοιχτά με την αντεπανάσταση και στο πλευρό των κουλάκων. Οι μπολσεβίκοι άρχισαν να αποκτούν πλέον τεράστια απήχηση στις φτωχές αγροτικές μάζες.
Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος
Στο Συνέδριο της Δεύτερης Διεθνούς στη Βασιλεία το 1912, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα διακήρυτταν ομόφωνα ότι ο επικείμενος πόλεμος είναι ιμπεριαλιστικός και άδικος και ότι «βρισκόμαστε στις παραμονές της προλεταριακής επανάστασης»[5]. Οι μπολσεβίκοι ήταν το μόνο κόμμα που έμεινε πιστό στη διακήρυξη της Βασιλείας.
Οταν η φρενίτιδα της «υπεράσπισης της πατρίδας» άρχισε να κατακλύζει τα μυαλά των λαών της ευρωπαϊκής ηπείρου και της Ρωσίας, μέσω της γιγαντιαίας προπαγάνδας της αστικής τάξης, η συντριπτική πλειοψηφία των βασικών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, ειδικά αυτών της Γαλλίας και της Γερμανίας, τάχθηκε αναφανδόν με τη συμμετοχή στον πόλεμο «υπέρ βωμών και εστιών», ενάντια στις «εθνικές αδικίες». Εφτασαν στο σημείο να ψηφίσουν τις πολεμικές πιστώσεις στο κοινοβούλιο, όπου διέθεταν σημαντικές κοινοβουλευτικές ομάδες. Στην Ρωσία, ο Πλεχάνοφ, που ήταν επαναστάτης το 1903, αλλά γρήγορα μεταπήδησε στην πλευρά των οπορτουνιστών μενσεβίκων, μετατράπηκε ολοφάνερα σε κοινό σωβινιστή, στηρίζοντας ανοιχτά το σύνθημα της «υπεράσπισης της πατρίδας». Το ίδιο έκανε και ο αναρχικός πρίγκηπας Κροπότκιν.
Οι μπολσεβίκοι, αντιθέτως, εξηγούσαν αναλυτικά ότι ο πόλεμος αυτός αφορά τα συμφέροντα της ληστρικής ιμπεριαλιστικής τάξης. Οτι ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα και ότι στο σφαγείο που προετοιμάζει η ληστρική ιμπεριαλιστική τάξη κάθε χώρας για τους προλετάριους όλης της Ευρώπης και της Ρωσίας δεν υπάρχει τίποτα δίκαιο. Οτι απ’ αυτή τη σκοπιά ο πόλεμος είναι άδικος για την εργατική τάξη και τα πλατιά λαϊκά στρώματα. Οτι το σύνθημα της «υπεράσπισης της πατρίδας» σε αυτή τη συγκυρία, όταν ο πόλεμος διευθύνεται από την αστική τάξη, την άρχουσα τάξη μια χώρας, μετατρέπεται σε σύνθημα υποταγής της εργατικής τάξης στα συμφέροντα της αστικής τάξης. Οτι το ένοπλο προλεταριάτο θα πρέπει να προετοιμάζεται να σηκώσει τα όπλα αντίστροφα και ότι η περίοδος των επαναστάσεων έχει αρχίσει.
Στη διάρκεια του πολέμου, όταν πλέον αυτός είχε μετατρέψει τις ευρωπαϊκές χώρες σε ένα ατέλειωτο σφαγείο, οι μενσεβίκοι μαζί με άλλες φράξιες της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, που άρχισαν να διαφοροποιούνται από την κυρίαρχη σοσιαλδημοκρατία, συγκρότησαν τη δεξιά πτέρυγα της Διεθνούς του Τσίμερβαλντ, καταδικάζοντας τη συνέχιση του πολέμου. Στην αριστερή πτέρυγα ήταν οι μπολσεβίκοι μαζί με μικρές ομάδες, τους επαναστάτες γύρω από τον Καρλ Λίμπκνεχτ, που καταδίκαζαν τον πόλεμο ως ληστρικό και καλούσαν τους προλετάριους να επαναστατήσουν.
Οταν οι μενσεβίκοι συμμετείχαν μαζί με τους εσέρους στην αστική κυβέρνηση, βάπτισαν τον πόλεμο αμυντικό και δίκαιο, γιατί υποτίθεται ότι αυτός διευθυνόταν πλέον από μια κυβέρνηση επαναστατική. Την ίδια στιγμή, οι μενσεβίκοι αρνούνταν πεισματικά να δημοσιεύσουν όλες τις μυστικές συμφωνίες της άρχουσας τάξης της Ρωσίας με τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Οταν οι μπολσεβίκοι πήραν την εξουσία, αφού δημοσίευσαν τις μυστικές συμφωνίες της αστικής τάξης της Ρωσίας με τις αστικές τάξεις των Αγγλογάλλων, ήρθαν σε διαπραγματεύσεις με τους γερμανούς ιμπεριαλιστές για να σταματήσουν τον πόλεμο. Η νεαρή εργατική εξουσία ήταν ακόμα αδύναμη για να επιβάλει στο γερμανικό ιμπεριαλισμό μια συμφωνία ειρήνης με επωφελείς όρους. Στη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ το 1918, η εργατική εξουσία παρέδιδε τμήμα της Ουκρανίας στους Γερμανούς, προκειμένου να σταματήσει την προέλαση των στρατευμάτων τους στη Ρωσία. Τρία χρόνια μετά, ο Κόκκινος Στρατός απελευθέρωνε τα προσαρτημένα εδάφη της Ουκρανίας και προέλαυνε προς την Πολωνία, ενισχύοντας το ξέσπασμα της προλεταριακής επανάστασης στη Δυτική Ευρώπη.
Παραπομπές
[1] Τι να κάνουμε, Λένιν, Απαντα, Τόμος 6, Εκδοση πέμπτη.
[2] Δυο τακτικές της Σοσιαλδημοκρατίας στη Δημοκρατική Επανάσταση, σελ. 67, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1986.
[3] Από τον Φλεβάρη στον Οκτώβρη του 1917, Λένιν, Εκδόσεις Κοροντζή.
[4] Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι, Λένιν, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1977.
[5] Οι αληθινοί διεθνιστές Κάουτσκι, Αξελρόντ, Μαρτόφ, Λένιν, Απαντα, Τόμος 27, Εκδοση πέμπτη.