Χαιρετίζουμε την απελευθέρωση της πόλης της Χερσώνας από τις ουκρανικές δυνάμεις, πόλης με ελληνική ονομασία, της οποίας διετέλεσαν Αρχιεπίσκοποι, στα τέλη του 18ου αιώνα, διαδοχικά ο Ευγένιος Βούλγαρης και ο Νικηφόρος Θεοτόκης. Η Ελλάδα στηρίζει την εδαφική ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας, καθώς και όλων των κρατών.
Ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών αναφορικά με την απελευθέρωση της Χερσώνας από τις ουκρανικές δυνάμεις (11.11.2022)
(Είναι απορίας άξιο πού στο διάολο ανακάλυψαν τους δεσποτάδες Βούλγαρη και Θεοτόκη τον 18ο αιώνα, για να συνδέσουν τη Χερσώνα με τον «ελληνισμό της Μαύρης Θάλασσας». H Ιστορία, πάντως, λέει πως ελληνικής καταγωγής πληθυσμός ουδέποτε υπήρξε στην πόλη. Η Χερσώνα χτίστηκε επί Μεγάλης Αικατερίνης το 1778, σε υλοποίηση του σχεδίου του στρατιωτικού -και εραστή της μετά τον Γκριγκόρι Ορλόφ, Γκριγκόρι Ποτέμκιν- για δημιουργία μιας σειράς οχυρωμένων πόλεων με ρωσικό και ουκρανικό πληθυσμό στην περιοχή της «Νέας Ρωσίας», που είχε προσαρτηθεί στη διάρκεια των ρωσοτουρκικών πολέμων και έως τότε κατοικούνταν κυρίως από μουσουλμάνους Τάταρους. Η τσαρίνα εμπνεύστηκε το όνομα από την αρχαιοελληνική αποικία Χερσόνησος στην Κριμαία. Ως γνωστόν, το τσαρικό καθεστώς δεν αναγνώριζε ουκρανική εθνικότητα. Αυτό έγινε από τους μπολσεβίκους, μετά τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ομως, η κατάρρευση του παλινορθωμένου καπιταλισμού άνοιξε τον ασκό του Αιόλου εξαπολύοντας το εθνικιστικό μίσος, που υπόβοσκε τα προηγούμενα χρόνια. Τη σοσιαλιστική περίοδο, η Χερσώνα κατοικούνταν από Ρώσους και Ουκρανούς, που ζούσαν αρμονικά στην κοινή σοσιαλιστική τους πατρίδα, ενώ ήταν και σημαντικό βιομηχανικό κέντρο. Δύσκολα βγάζει κανείς άκρη για τη σύγχρονη εθνική της σύσταση. H επίσημη ουκρανική απογραφή του 2001 «βρήκε» 77% Ουκρανούς και 20% Ρώσους, αλλά οι γλώσσες που μιλούνταν ήταν 53% Ουκρανικά και 45% Ρωσικά! Στις τελευταίες δημοτικές εκλογές, το 2020, τα φιλορωσικά κόμματα πήραν σχεδόν 35%. Και τώρα, στις συνθήκες του ιμπεριαλιστικού πολέμου, οι κάτοικοι της Χερσώνας φεύγουν και επιστρέφουν ανάλογα με το στρατό που κατέχει την πόλη, οι τοπικές «αρχές» αλλάζουν με τον ίδιο τρόπο και το αίμα των ανθρώπων του λαού, ανεξαρτήτως εθνικότητας, ρέει ασταμάτητα)