Η παράταξη αυτή υπάρχει επειδή της δίνει ζωή και υπόσταση ο νεοδημοκράτης, ο πολίτης που αγαπά και στηρίζει την πατρίδα και την παράταξη. Που μεταφέρει το μήνυμα από πόρτα σε πόρτα. Σε αυτόν χρωστάει η ΝΔ την ύπαρξή της, σε αυτόν οφείλει η πατρίδα την αναγέννησή της τα τελευταία χρόνια.
Τάκης Θεοδωρικάκος
(Βαθιά αυτοκριτική από τον υπουργό Μπάτσων και Καταστολής της κυβέρνησης Μητσοτάκη στην πρώτη προεκλογική συγκέντρωσή του. Πώς να μην είναι συντετριμμένος ο Τάκης, όταν στα πενήντα του ανακάλυψε πως ο νεοδημοκράτης είναι «ο πολίτης που αγαπά και στηρίζει την πατρίδα» και αναλογίστηκε με δέος ότι επί δεκαετίες υπηρετούσε εκείνους που δεν αγαπούν και δεν στηρίζουν την πατρίδα; Γιατί ο Τάκης είναι βίος και πολιτεία. Μην τον βλέπετε και νομίζετε πως είναι μπουνταλάς. Στα νιάτα του ήταν Κνίτης και ανακάλυψε ότι για να ικανοποιήσεις τις φιλοδοξίες σου πρέπει να προσκολληθείς σε κάποιον ισχυρό με μεγαλύτερες φιλοδοξίες. Προσκολλήθηκε στον Μίμη Ανδρουλάκη. Κι όταν η πλειοψηφία της ΚΝΕ, με επικεφαλής τον γραμματέα της, τον μακαρίτη Γιώργο Γράψα, συγκρούστηκε με την κομματική ηγεσία λόγω της συγκυβέρνησης με τη ΝΔ του Μητσοτάκη πατέρα, ο Τάκης από το πουθενά βρέθηκε διορισμένος γραμματέας της ΚΝΕ! Μετά ακολούθησε τον μέντορά του στη διαδρομή προς το ΠΑΣΟΚ. Εκεί τον παράτησε και προσκολλήθηκε στον πανίσχυρο τότε Κώστα Λαλιώτη. Και δεν έχασε. Την ώρα που ο Ανδρουλάκης βάδιζε προς την πολιτική εξάχνωση, ο Τάκης εξασφάλισε συνεταιριλίκι με τον «κόκκινο» εργολάβο Χρήστο Καλογρίτσα, που είχε γίνει «πρασινορόζ». Τον εκτίμησε τόσο πολύ ο κύριος Χρήστος που εκτός από συνέταιροι σε δημοσκοπική εταιρία –GPO- έγιναν και κουμπάροι. Ομως ο Τάκης «ανθίστηκε» ότι δύει το άστρο και του Καλογρίτσα και του Λαλιώτη. Και μεταπήδησε εγκαίρως στην υπηρεσία του Κούλη Μητσοτάκη. Για να γλείφει σήμερα το νεοδημοκρατικό ακροατήριο, παριστάνοντας τον εθναμύντορα. Βλέπετε, το 2019 τον έβαλε ο Κούλης στο Επικρατείας, ενώ τώρα πρέπει να διεκδικήσει σταυρουδάκι. Στέκεται μπροστά σ’ αυτό το ακροατήριο και αφήνει το σάλιο του. Οπως έκανε πάντοτε. Σαν τον γυμνοσάλιαγκα: «έρποντας, γλείφοντας και με τα κέρατά μου»)