«Οι νέοι σήμερα δεν πιστεύουν ότι θα πάρουν ποτέ σύνταξη, γι’ αυτό και συχνά επιλέγουν ακόμη και να εργάζονται χωρίς ασφάλιση. Αυτό είναι αδιανόητο και πρέπει να αλλάξει», δήλωσε ο Μητσοτάκης. Θα περίμενε κανείς ότι θα συνέχιζε ανακοινώνοντας μέτρα στήριξης της κοινωνικής ασφάλισης, κατάργηση του νόμου Κατρούγκαλου, χαλάρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης (όρια ηλικίας, αριθμός ενσήμων) και ενίσχυση των συντάξεων, ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των νέων στο ασφαλιστικό σύστημα.
Ομως, οι συγκεκριμένες δηλώσεις έγιναν κατά τη συνάντηση του Μητσοτάκη με τον πρόεδρο και τα μέλη της εκτελεστικής επιτροπής της Ενωσης Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος, στα γραφεία της ΝΔ. Γι' αυτό και ο Μητσοτάκης συνέχισε παρουσιάζοντας τις «τολμηρές μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό σύστημα», που περιλαμβάνει το πρόγραμμα της ΝΔ, ήτοι τη δημιουργία τριών πυλώνων στο συνταξιοδοτικό. Μίλησε για την ανάγκη «δραστικού επανασχεδιασμού του δεύτερου κεφαλαιοποιητικού πυλώνα -υποχρεωτικής- ασφάλισης» και μετά πέρασε στο ζουμί: «Ειδικά για τον τρίτο πυλώνα -προαιρετικής- ασφάλισης, η πολιτεία πρέπει να χορηγήσει ουσιαστικά κίνητρα που να καθιστούν ελκυστικότερη την επιλογή συμπληρωματικών προγραμμάτων ιδιωτικής ασφάλισης»! «Η ιδιωτική ασφάλιση είναι μέρος της λύσης και όχι μέρος του προβλήματος», αναφώνησε στο τέλος, σαν κανονικός τελάλης-διαφημιστής των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιριών.
Πότε ανθίζει η ιδιωτική ασφάλιση; Οταν καταβαραθρώνεται η κοινωνική ασφάλιση. Αρκεί, βέβαια, να υπάρχει η δυνατότητα να καταφύγουν εργαζόμενοι στους απατεώνες της ιδιωτικής ασφάλισης. Γι' αυτό ο Μητσοτάκης μιλά για κίνητρα που πρέπει να δώσει το κράτος για να ενισχύσει την ιδιωτική ασφάλιση! Πρόκειται για πρόκληση ολκής. Σε μια περίοδο που η κοινωνική ασφάλιση δέχεται συντριπτικά πλήγματα, στο όνομα του «εξορθολογισμού» και της γενικής μείωσης των κοινωνικών δαπανών του αστικού κράτους, ο Μητσοτάκης έρχεται και προαναγγέλλει κίνητρα για τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες, μπας και εξασφαλίσουν κάποια πελατεία.
Στην Ελλάδα, η ιδιωτική ασφάλιση με τη μορφή «συνταξιοδοτικών πακέτων» δε γνώρισε ποτέ ιδιαίτερη άνθιση. Και ποτέ δε θεωρήθηκε «πυλώνας του ασφαλιστικού συστήματος», μολονότι καταβλήθηκαν πολλές και συστηματικές προσπάθειες, ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του 1990. Οι παλαιότερες γενιές εργατών έτρεφαν μεγάλη εμπιστοσύνη στην κοινωνική ασφάλιση, όχι μόνο επειδή ήταν δημιούργημα των αγώνων τους, αλλά επειδή είχαν δει στην πράξη τι σημαίνει να είσαι ασφαλισμένος σαν εργαζόμενος και τι σημαίνει να παίρνεις σύνταξη που να σου επιτρέπει να ζεις, φτωχικά έστω. Εγιναν σκληροί αγώνες για τη βελτίωση των όρων της κοινωνικής ασφάλισης (μείωση ορίων ηλικίας, καθιέρωση κατώτατης σύνταξης, αύξηση συντάξεων κτλ.). Και όταν από το 1990 άρχισαν οι διαδοχικές αντιασφαλιστικές επιθέσεις, δόθηκαν σκληροί αμυντικοί αγώνες. Μπορεί τα αντιασφαλιστικά μέτρα να περνούσαν στο τέλος, όμως η εμπιστοσύνη των εργατών στην κοινωνική ασφάλιση δε χάθηκε.
Οπότε δεν υπήρχε ιδιαίτερα ευρύ έδαφος για την ανάπτυξη της ιδιωτικής ασφάλισης, η οποία περιοριζόταν σε κάποια προγράμματα ομαδικής ασφάλισης σε κλάδους με σχετικά ψηλούς μισθούς (στον ευρύτερο δημόσιο τομέα), τα οποία οι ασφαλιστικές εταιρίες προωθούσαν μέσω διεφθαρμένων συνδικαλιστικών ηγεσιών που λειτουργούσαν σαν ατζέντηδες (με το αζημίωτο φυσικά).
Η εποχή των Μνημονίων επέφερε τα πιο βαριά πλήγματα στην κοινωνική ασφάλιση. Πρώτα οι νόμοι Λοβέρδου-Κουτρουμάνη-Παπακωνσταντίνου το 2010 κι αμέσως μετά ο νόμος Κατρούγκαλου το 2016, που δεν άφησε τίποτα όρθιο. Σε συνδυασμό με τη μαζική και μακρόχρονη ανεργία, αυτές οι ανατροπές άρχισαν να καλλιεργούν στις συνειδήσεις των νέων εργατών μια αντιασφαλιστική συνείδηση. Αυτός ήταν και ένας από τους στόχους του νόμου Κατρούγκαλου. Να περιορίζονται οι εργάτες στην εξασφάλιση των όρων που δίνουν τη λεγόμενη εθνική σύνταξη και να αδιαφορούν για την ασφάλισή τους από τους καπιταλιστές εργοδότες, με αποτέλεσμα να φουντώνει το φαινόμενο της μαύρης-ανασφάλιστης εργασίας.
Εδαφος για την ιδιωτική ασφάλιση, όμως, και πάλι δεν υπάρχει. Γιατί δεν υπάρχουν λεφτά. Ο εργαζόμενος του πεντακοσάρικου δεν μπορεί να συντηρήσει στοιχειωδώς τον εαυτό του και καταφεύγει στη βοήθεια της οικογένειάς του. Δε διανοείται καν να αναζητήσει «ασφάλιση» σε κάποια ιδιωτική ασφαλιστική εταιρία. Σκέφτεται απλά ότι όταν φτάσει σε ηλικία σύνταξης θα πάρει τα 384 ευρώ της εθνικής σύνταξης και τίποτα πενταροδεκάρες ως «ανταποδοτική» και τέρμα. Γι' αυτό οι ασφαλιστικές εταιρίες ζητούν κρατικά «κίνητρα», δηλαδή επιδότηση της ιδιωτικής ασφάλισης, μπας και τραβήξουν κάποια μερίδα από τους εργαζόμενους που παίρνουν έναν κάπως υποφερτό μισθό. Και βρίσκουν στο πρόσωπο του Μητσοτάκη τον καλύτερο ντίλερ τους.